Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ρώμη και ο κόσμος της

του Θ. Παπαγγελή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

5.6.5. Στη μνήμη του Ισπανού του «Μυταρά»

Κράτησαν· και το χαμόγελο της μοίρας και οι δυνάμεις μου. Έγινα μεγάλο όνομα, απόκτησα θαυμαστές και θαυμάστριες, συγκέντρωσα ένα σημαντικό ποσό, μονομαχώντας για εφτά χρόνια και νικώντας συνολικά πάνω από εκατό αντιπάλους. Δεν τους αποτελείωνα όλους. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι θεατές ζητούσαν χάρη για λογαριασμό του νικημένου, και ο επίσημος από το θεωρείο έστρεφε τον αντίχειρα προς τα πάνω δίνοντας τη συγκατάθεσή του. Άλλοτε, όταν ο αντίπαλος έδινε την εντύπωση δειλίας ή γενικά δεν ικανοποιούσε τους θεατές με την επίδοση του στην αρένα, το πλήθος ζητούσε επίμονα και επιτακτικά τη χαριστική βολή - και τότε ο επίσημος αντίχειρας στρεφόταν προς τα κάτω. Είδαν πολλά τα μάτια μου αυτά τα εφτά χρόνια: ρωμαλέους μονομάχους που πανικοβάλλονταν όταν ερχόταν η σειρά τους και αρνιούνταν να βγουν στην αρένα, παρακαλώντας και κλαίγοντας σα μικρά παιδιά - οπότε οι οπλισμένοι υπάλληλοι του αμφιθεάτρου τους ανάγκαζαν να αγωνιστούν σπρώχνοντάς τους με πυρακτωμένα σίδερα στην αρένα. Είδα τραυματισμένους ανθρώπους να πέφτουν πάνω στην άμμο και να καμώνονται τους σκοτωμένους για να γλιτώσουν τη ζωή τους - οπότε οι πανταχού παρόντες άνθρωποι του αμφιθεάτρου χτυπούσαν τους κροτάφους τους με σφυριά για να διαπιστώσουν αν πράγματι είναι «τελειωμένοι». Είδα μονομάχους να παρακαλούν τον αντίπαλο να τους χαρίσει τη ζωή - κάτι που μερικές φορές το πετύχαιναν, αν και οι ίδιοι δεν είχαν χαρίσει στο παρελθόν τη ζωή των αντιπάλων τους.

Μετά από εφτά χρόνια και 108 νίκες κέρδισα, εκτός από χρήματα, το δικαίωμα του «ξύλινου σπαθιού» - που σημαίνει ότι μπορούσα πλέον να κρεμάσω το δίχτυ και την τρίαινα μου και να αποσυρθώ από την αρένα. Με τα χρήματα που είχα κερδίσει μπορούσα άνετα να αγοράσω την ελευθερία μου και να περάσω στην τάξη των «απελεύθερων». Αγόρασα ένα σπίτι - όσο πιο μακριά γινόταν από το φλαβιανό αμφιθέατρο. Παρ᾽ όλα αυτά, συχνά όταν γίνονταν αγώνες, το μανιασμένο βουητό των 50.000 θεατών έφτανε καθαρό και γνώριμο στ᾽ αφτιά μου. Δεν πήγα ποτέ στους αγώνες ως θεατής - εκείνη την άγρια χαρά της πρώτης νίκης μου πάνω στον Σαμνίτη τη θυμόμουν με ένα παράξενο, ανάμεικτο συναίσθημα απόστασης, ευγνωμοσύνης και αποστροφής. Κάποτε ήμουν ένας ορεσίβιος νεαρός Γερμανός, ευχαριστημένος με τη μοίρα του και τον τόπο του· ύστερα έγινα ένας διάσημος διχτάς που σκεφτόταν με το ένστικτο της επιβίωσης, ζούσε παρέα με τον κίνδυνο και του έφτανε που ξυπνούσε το πρωί «ζωντανός»· μετά έγινα ένας ευκατάστατος απελεύθερος που προσπαθούσε να συμβιβαστεί με το ματωμένο παρελθόν του. Τρεις εποχές, τρεις διαφορετικοί εαυτοί. Δεν επέστρεψα ποτέ στον Μέλανα Δρυμό - αλλά συνέχισα να τον ονειρεύομαι, όπως ονειρεύομαι ακόμη το σπίτι μου, τη μάνα, τον πατέρα μου και τα αδέλφια μου.

Τα τελευταία χρόνια πλήρωσα έναν δάσκαλο· έμαθα να γράφω και να διαβάζω, ανακάλυψα ότι μου άρεζε το θέατρο, πηγαίνω πού και πού στις αρματοδρομίες και συχνά διαβάζω ιστορία και ποίηση. Γνώρισα την τυφλή αδικία της μοίρας όταν αιχμάλωτος κατέληξα στην εξέδρα του δουλεμπόρου· είδα με τα μάτια μου, τα αφτιά μου, τις αισθήσεις και την ψυχή μου την ακατέργαστη, σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων· τώρα θέλω να ανακαλύψω και να εκμεταλλευτώ αυτό που μας χωρίζει από τα θηρία - κυρίως τα ανθρώπινα. Ακούω κάποτε συζητήσεις ανάμεσα σ᾽ αυτούς που υποστηρίζουν τον θεσμό της μονομαχίας και σ᾽ εκείνους που ζητούν την κατάργησή του στο όνομα των θεών και του ανθρωπισμού. Ομολογώ ότι ελπίζω πιο πολύ στον δεύτερο παρά στους πρώτους, ίσως γιατί είδα τους περισσότερους από τους συμμαθητές μου να τους σέρνουν κομματιασμένους έξω από την αρένα - αυτούς που λίγες στιγμές πριν προσεύχονταν δακρυσμένοι. Ελπίζω στο μέλλον οι συζητήσεις αυτές να πιάσουν τόπο· ελπίζω αυτοί που θέλουν τις μονομαχίες να νιώσουν κάποτε -έστω και για μια ελάχιστη στιγμή- αυτό που νιώθει ο μονομάχος την ώρα που χαιρετάει σαν μελλοθάνατος το αυτοκρατορικό θεωρείο… να νιώσουν ότι ο άνθρωπος που τυλίγει στο δίχτυ του σαν θήραμα έναν άλλον άνθρωπο για να τον πετσοκόψει δεν θα μπορέσει ποτέ πια στη ζωή του να γελάσει χωρίς μελαγχολία.

Είπα να κάτσω και να καταγράψω μνήμες από αυτή τη ζωή που μου έλαχε. Δεν είμαι λογοτέχνης, και αυτά που γράφω μπορεί να μην τα δεχτεί ποτέ κανένας εκδότης. Τα γράφω όμως γιατί έτσι νιώθω πως οι αναμνήσεις μού επιτρέπουν να λογοδοτήσω στον εαυτό μου γι᾽ αυτό που είμαι σήμερα· τα γράφω γιατί ίσως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς· τα γράφω και στη μνήμη του Μυταρά, που κάποτε με αγκάλιασε με τα τεράστια χέρια του πριν βγει στην αρένα, μου είπε: «Θα τα ξαναπούμε μετά τους αγώνες» και δεν μπόρεσε ποτέ να τηρήσει την υπόσχεσή του.