Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ρώμη και ο κόσμος της

του Θ. Παπαγγελή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • Το Φλαβιανό αμφιθέατρο ή αλλιώς Κολοσσαίο, όπως θα το έβλεπε ο Ίκαρος. Εγκαινιάστηκε το 80 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Τίτο.

  • Ο Ζαν Λεόν Ζερόμ ζωγράφισε αυτόν τον πίνακα γύρω στα 1859. Ο αντίχειρας πολλώ θεατών είναι γυρισμένος προς τα κάτω — κακά μαντάτα για τον νικημένο μονομάχο.

5.6.4. Μονομαχία στο Κολοσσαίο

Έτσι αντίκρισα για πρώτη φορά το κολοσσιαίο αμφιθέατρο του Φλάβιου. Μας έβαλαν μέσα από μια ειδική είσοδο και μας συγκέντρωσαν σε μια αίθουσα κάτω από τις εξέδρες. Ακούγαμε τις κραυγές του κόσμου που περίμενε ανυπόμονα να αρχίσει το πρόγραμμα των μονομαχιών. Κάποια στιγμή μας είπαν ότι έγινε η κλήρωση των ζευγαριών που θα μονομαχούσαν - συνολικά είκοσι ζευγάρια. Εγώ έβγαινα πέμπτος στην αρένα και είχα να αντιμετωπίσω έναν Σαμνίτη - ευτυχώς όχι από τη δική μας ομάδα. Ο Μυταράς κληρώθηκε δεύτερος, κι αυτός με αντίπαλο από το άλλο στρατόπεδο. Η αγωνία μας είχε κορυφωθεί, όταν μας είπαν ότι πρέπει να βγούμε όλοι μαζί στην αρένα και να παρελάσουμε πριν από τον αγώνα. Είχαμε εντολή να σταματήσουμε μπροστά στο αυτοκρατορικό θεωρείο και να χαιρετήσουμε τον καίσαρα.

Προχωρήσαμε, και τα είκοσι κληρωμένα ζεύγη μαζί, σ᾽ έναν μακρύ διάδρομο· καθώς προχωρούσαμε, το φως της μέρας μέσα στον διάδρομο ζωήρευε και οι ιαχές του κόσμου ακούγονταν όλο και πιο βροντερές. Τέλος φτάσαμε μπροστά σε μια καγκελωτή σιδερένια πόρτα· την άνοιξαν και βγήκαμε στην αρένα. Αξέχαστη στιγμή, που μας έλυσε τα γόνατα και μας έκοψε την ανάσα. Ο ήλιος ήταν κιόλας ψηλά στον ουρανό, που μου φαινόταν θολός και πένθιμος· ξαφνικά ένιωσα ότι ολόκληρη η Ρώμη, συναγμένη μέσα στο τεράστιο εκείνο αμφιθέατρο, ήταν σκυμμένη πάνω από τα κεφάλια μας και ούρλιαζε μανιασμένη μέσα στ᾽ αφτιά μας. Το πλήθος ήταν όρθιο στις εξέδρες, παραληρούσε. Κάναμε τον γύρο του αμφιθεάτρου και σταματήσαμε μπροστά σε μια ειδική εξέδρα, όπου μπορούσα να ξεχωρίσω τους επισήμους, και πρώτον απ᾽ όλους τον αυτοκράτορα ντυμένο με πορφυρή τήβεννο. Σταθήκαμε, υψώσαμε, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαμε, το δεξί χέρι και φωνάξαμε όλοι μαζί: «Χαίρε Καίσαρα, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν!» Το πλήθος αλάλαξε άλλη μια φορά. Μας οδήγησαν πάλι, μέσα από την ίδια δίοδο, κάτω από τις εξέδρες· και πριν προλάβουμε να κοιταχτούμε μεταξύ μας, δυο οπλισμένοι άντρες κάλεσαν το πρώτο ζευγάρι μονομάχων και το οδήγησαν έξω στην αρένα.

Τον θάνατο έμαθα πρώτα να τον ακούω και να τον αφουγκράζομαι, πριν μάθω να τον βλέπω με τα μάτια μου. Προφανώς η πρώτη αναμέτρηση είχε αρχίσει. Μπορούσα να το καταλάβω από τις εναλλαγές των κραυγών του πλήθους: μικρά διαστήματα βουβαμάρας, όπου άκουγες τον μεταλλικό ήχο των όπλων, ύστερα βροντερές επευφημίες ή το μυριόστομο βογκητό των θεατών, ύστερα πάλι εκείνη η ψυχρή κλαγγή όπλων. Δεν θυμάμαι να πω πόσο κράτησε, αλλά κάποια στιγμή άκουγα όλο το αμφιθέατρο να φωνάζει ρυθμικά κάτι που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω· και μετά από λίγο οι δυο οπλισμένοι άντρες γύρισαν και οδήγησαν το δεύτερο ζευγάρι στην αρένα. Ήταν η σειρά του Ισπανού του Μυταρά - που τον είδα για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα να προσεύχεται. Τον χτύπησα στην πλάτη καθώς σηκωνόταν. Νόμιζα πως δεν θα τον ξαναδώ. Ευτυχώς έκανα λάθος.

Έζησα βουβός μια μικρή αιωνιότητα, ακούγοντας τη μανία του πλήθους σαν μέσα σ᾽ ένα κακό όνειρο, μέχρι που σήμανε η ώρα της πέμπτης μονομαχίας. Βγήκαμε στην αρένα και κατευθυνθήκαμε στο κέντρο. Εκείνη την ώρα δεν άκουγα σχεδόν τίποτε πέρα από ένα πνιγμένο βουητό, που δεν ήξερα αν ήταν από τον έξω κόσμο ή μέσα από το κεφάλι μου. Δεν σκεφτόμουν, μόνο παρακολουθούσα τις κινήσεις του αντιπάλου μου. Σταθήκαμε ο ένας αντίκρυ στον άλλον. Απέφυγα να τον κοιτάξω στα μάτια· έβλεπα μόνο το τεράστιο σώμα του και άρχισα να σκέφτομαι με το ένστικτό μου ότι έπρεπε να τον παγιδεύσω. Ο Σαμνίτης ήταν δυσκίνητος και δεν είχε πολύ καλή φυσική κατάσταση, γιατί μετά τις πρώτες άστοχες επιθετικές του κινήσεις άρχισε να ανασαίνει βαριά και σήκωνε με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία το βαρύ ξίφος. Βαθμιαία συνειδητοποίησα ότι το κοινό ενθουσιαζόταν κάθε φορά που με τη σβελτάδα μου απέφευγα τα χτυπήματά του· και όταν τελικά κατάφερα, μετά από αρκετή ώρα, να του ρίξω το δίχτυ σκεπάζοντας το κεφάλι και τη δεξιά ωμοπλάτη του, ήξερα ότι η εξέδρα ήταν με το μέρος μου. Ήταν ήδη κατάκοπος, παραπάτησε και σωριάστηκε στην άμμο. Δίστασα για λίγο, αλλά όταν είδα ότι σηκωνόταν πάλι, με το ξίφος ακόμη στο χέρι, έπεσα πάνω του και έσπρωξα με δύναμη την τρίαινα ακριβώς κάτω από τον θώρακά του, στο διάφραγμα.

Δεν θα ντραπώ να ομολογήσω ότι τη στιγμή εκείνη με πλημμύρισε μια άγρια χαρά, όπως όταν σκότωσα τον πρώτο μου κάπρο στα βουνά της πατρίδας μου. Ο Σαμνίτης φαινόταν «τελειωμένος»· το αίμα ανάβλυζε από το βαθύ τραύμα, και τα μάτια του φαίνονταν να βασιλεύουν. Καθώς το πρώτο συναίσθημα της χαράς άρχισε να υποχωρεί και το πλήθος συνέχιζε να με επευφημεί, έβλεπα το αίμα του να αναβλύζει και να βάφει την άμμο· ήταν ακίνητος, όταν δυο άτομα τον έπιασαν από τα πόδια και τα χέρια και τον έσυραν γρήγορα έξω από τον στίβο, ενώ δυο τρεις άλλοι ανακάτευαν την άμμο για να σκεπάσουν τη λίμνη του αίματος στο σημείο όπου είχε πέσει ο αντίπαλός μου. Επέστρεψα στον χώρο κάτω από τις εξέδρες, όπου με βαθιά ανακούφιση ξαναβρήκα τον Μυταρά. Είχε το δεξί χέρι δεμένο με πανιά που τα είχε ποτίσει το αίμα· αλλά είχε νικήσει τον αντίπαλό του. Σφίξαμε αμίλητοι τα χέρια μας. Το ίδιο βράδυ έμαθα από τον Πολέμωνα ότι η νίκη μου μου είχε αποφέρει ένα σεβαστό ποσό - και ότι όλο το αμφιθέατρο ρωτούσε να μάθει ποιος είναι αυτός ο ξανθός διχτάς. Η μοίρα με είχε υποδεχτεί χαμογελαστή στην επίσημη πρώτη μου· χαιρόμουν γι᾽ αυτό, αλλά δεν ήξερα πόσο θα κρατούσε η εύνοιά της - ή οι δικές μου δυνάμεις και ικανότητες.