Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση

του Ι. Ν. Καζάζη (με τη συνεργασία της Μαργαρίτας Σωτηρίου)

Β12. ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ

Ο Σιμωνίδης γεννήθηκε στην ιωνική Κέα (σημερινή Τζια) το πρώτο μισό του 6ου αι. και πέθανε στη Σικελία του πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ. Αποτελεί την πλουσιότερη ίσως -πριν από τον Πίνδαρο- και επιβλητικότερη μορφή ολόκληρης της αρχαιοελληνικής λυρικής ποίησης. Ανήκει στον ακμαίο και τον όψιμο αρχαϊκό πολιτισμό, που είδε τις λαμπρές αυλές των τυράννων δεύτερης γενιάς να λαμπρύνουν τον ελληνικό κόσμο, επιχορηγώντας την επιβλητική τέχνη των απαράμιλλων γλυπτικών συμπλεγμάτων και της μικρογράμματης ζωγραφικής της όψιμης μελανόμορφης και της πρώιμης ερυθρόμορφης αγγειογραφίας, αλλά και την πιο εντυπωσιακή ποίηση, του Ίβυκου και Ανακρέοντα. Ύστερα από το μπαρόκ του Ίβυκου, η υποψιασμένη επιστροφή στη μεγάλη απλότητα του επαναστατημένου αρχηγέτη της λυρικής ποίησης Αρχίλοχου αποτελεί το επίτευγμα μιας αληθινά μεγάλης μορφής, του Σιμωνίδη, ο οποίος ταυτοχρόνως θεωρείται και εκπρόσωπος του αρχαιοελληνικού διαφωτισμού.

Παροιμιώδης για τη μακροζωΐα και τη φιλαργυρία του ο Σιμωνίδης δούλεψε στην Αθήνα μετά από πρόσκληση του Ίππαρχου (βλ. Πλάτωνα Ίππαρχος 228c), στη Θεσσαλία στις αυλές των Αλευάδων και Σκοπάδων και πάλι στην Αθήνα την περίοδο των Περσικών πολέμων για να καταλήξει στην αυλή του Ιέρωνα στη Σικελία.

Συνέθεσε τα έργα του στην ιωνική διάλεκτο. Στη μακρά ζωή του καλλιέργησε όλα σχεδόν τα λυρικά ποιητικά είδη, κάποια μάλιστα τα διαμόρφωσε πρώτος ή κυρίως ο ίδιος. Συστηματικά υπηρέτησε τη μελική ποίηση και πιο συγκεκριμένα το μεγάλης κλίμακας χορικό άσμα (ύμνους, παιάνες, διθυράμβους για διάφορες ελληνικές πόλεις, όπως την Αθήνα, την Σπάρτη κ.ά., εγκώμια, επινίκια, θρήνους και σκόλια) από τα οποία σώζονται μόνον αποσπάσματα. Επιδόθηκε, ωστόσο, με εξίσου μεγάλη επιτυχία στη σύνθεση ελεγειακής και ιαμβικής ποίησης. Θεωρείται ότι υπήρξε ο πρώτος συνθέτης επινίκων προς τιμή επιφανών ανδρών της εποχής του, όπως του Ιέρωνα από τις Συρακούσες, του Αναξίλα τύραννου του Ρηγίου, των Αλευάδων από την Θεσσαλία κ.ά. Στα αριστουργήματά του συγκαταλέγεται η μικροτεχνουργική του επιγράμματος.

Η συνοπτική κρίση του Κοϊντιλιανού είναι απολύτως εύστοχη: «Ο Σιμωνίδης έχει ύφος απλό, αλλά συνιστάται για την εύστοχη γλώσσα και για τη γοητεία του· η κύρια όμως αρετή του είναι η ικανότητά του να προκαλεί τον οίκτο, σε βαθμό που, από αυτή την άποψη, πολλοί τον προτιμούν από όλους τους ποιητές του είδους». Πράγματι, με την ποιητική τεχνική του συναγωνίζονται μόνον η ρωμαλέα στοχαστική διάθεσή του, η οποία προεξέτεινε τα όρια της φιλοσοφικής σκέψης της εποχής του. Προπάντων διακρίθηκε για τη βαθιά μελέτη της ζωής και της άλλης όψης της, που είναι ο θάνατος. Για τη σύλληψή του τού ανθρώπινου, κυρίως στην πιο τραγική του εκδοχή, δίκαια μπορεί να θεωρηθεί ομφάλιος λώρος μεταξύ της ώριμης λυρικής ποίησης και της τραγωδίας.

12.1. Οι θρήνοι: Σπουδή στο τραγικό βάθος

Οι θρήνοι του Σιμωνίδη αποτέλεσαν αντικείμενο θαυμασμού ήδη από την αρχαιότητα. Οι στίχοι του Κάτουλλου: «πιο λυπηρό κι από τα δάκρυα του Σιμωνίδη» αντανακλούν τη φήμη των σιμωνίδειων θρήνων αλλά και τη δυναμική του πάθους που αναπτύσσεται μέσα σε αυτούς, ενώ ο Κοϊντιλιανός ισχυρίζεται ότι «κύρια αρετή του Σιμωνίδη είναι το πάθος· μερικοί μάλιστα πιστεύουν ότι σ' αυτό ο Σιμωνίδης ξεπερνά όλους τους ποιητές θρήνων».

Στα χορικά θρηνητικά τραγούδια του (απόσπ. 355P) ο Σιμωνίδης καινοτομεί καθώς τώρα για πρώτη φορά στη λυρική ποίηση ο ποιητής απευθύνεται όχι προς κάποιον προσωπικό του φίλο ή έστω το κοινό μιας πόλης, αλλά προς τον άνθρωπο γενικά και χωρίς προσδιορισμούς. Η έκφραση του πανανθρώπινου ουμανισμού, κύριο χαρακτηριστικό της κλασικής εποχής, αποκτά εδώ προδρομικά τη μέγιστη δυνατή, για τα προχριστιανικά χρόνια, εμβέλειά του.

Με εικόνες ευρηματικές, όπως αυτή που συγκρίνει την ανθρώπινη ζωή με το ξαφνικό πέταγμα μιας μύγας (απόσπ. 354P), ο Σιμωνίδης εκφράζει με ενάργεια την πεποίθησή του για την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Στα αγαπημένα θέματα των σιμωνίδειων θρήνων συγκαταλέγεται, επίσης, η φιλοσοφημένη επιμονή του ποιητή στους περιορισμούς που υπόκειται το ανθρώπινο γένος, θέμα γνώριμο ήδη από την ομηρική Οδύσσεια (18. 130-140). Στο ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο ο θάνατος, κοινό πεπρωμένο όλων των θνητών, συνιστά το απαραίτητο φόντο που θα αναδεικνύει καλύτερα το μεγ' αγαθό και πρώτο (απόσπ. 356P, 11D). Η ποιητική στόχευση είναι ξεκάθαρα παρηγορητική. Η επισήμανση των ελλείψεων και των αδυναμιών ακόμη και της μυθικής γενιάς των ημιθέων (απόσπ. 357P) αποδεικνύεται διπλά σωτήρια: αφενός γιατί επιβεβαιώνει την τήρηση των ορίων μεταξύ ανθρώπινου και θείου και αφετέρου γιατί συστήνει μιαν «ανθρώπινη» στάση απέναντι στον συνάνθρωπο και στους κοινούς για όλους τους θνητούς περιορισμούς.

Στη φήμη (κῦδος) αναζητούσε ο αρχαίος Έλληνας το αντίδοτο για την πρόσκαιρο της ατομικής του ύπαρξης. Περίφημοι τεχνίτες της αρχαϊκής εποχής δημιούργησαν έξοχα αριστουργήματα από πέτρα και ορείχαλκο στη βάση των οποίων χάραζαν τα ονόματά τους προσδοκώντας την επιβίωση και τη διάδοση της φήμης τους στο διηνεκές. Χωρίς να αρνείται αυτή τη διαπίστωση, ο Σιμωνίδης θέτει τα όριά του: μέσα από την αντιπαράθεση του μεγαλείου της φύσης με τα κορυφαία επιτεύγματα της ανθρώπινης δημιουργίας, ο ποιητής καταδεικνύει με σαφήνεια ότι το ποίημα είναι το μόνο όχημα που εξασφαλίζει στον εξυμνούμενο αθανασία (απόσπ. 387P).

Ζωγραφία λαλοῦσα - Η Λάρνακα της Δανάης (απόσπ. 371P)

Στο απόσπασμα που είναι γνωστό ως η Λάρνακα της Δανάης(απόσπ. 371P) ο Σιμωνίδης απομονώνει μια σκηνή από τις περιπλανήσεις της Δανάης και του νεογέννητου γιου της Περσέα στη θάλασσα πριν καταλήξουν στη Σέριφο. Η δραματικότητα που προσδίδει στην αφήγηση ο ευθύς λόγος αποτελεί τη βασική συνιστώσα της επιτυχίας του ποιήματος. Η ζωγραφική ποιότητα του ύφους της γραφής αποδίδει με τη μέγιστη δυνατή ευκρίνεια τη συμπάθεια με την οποία ο ποιητής διεισδύει στον κόσμο των μητρικών αισθημάτων. Χαρακτηριστική για το μεγαλείο και το βάθος της σιμωνίδειας απλότητας είναι η ροή του λόγου: προσομοιάζει περισσότερο σε πεζό, φυσικό λόγο και πολύ λιγότερο στον πεποιημένο ποιητικό (Διονύσιος Αλικαρνασεύς). Στην απόδοση της σκηνής συμβάλλουν τα λιγοστά, αλλά βασικά και χτυπητά, χρώματα. Τα ουσιαστικά συνοδεύονται σχεδόν πάντοτε από επίθετα, από τα απλούστερα έως τα πιο εντυπωσιακά. Στις αρετές της σύνθεσης - τεχνικής εγγράφεται χωρίς δεύτερη σκέψη η κατανομή της περιγραφής: τα περισσότερα περιγραφικά στοιχεία προκύπτουν μέσα από μια διόλου αυτονόητη εσωτερίκευση της ίδιας της Δανάης και έχουν ως αποτέλεσμα την ένταση του πάθους έως ότου ακουστεί η ευχή της μητέρας και η προσευχή προς τον φυσικό πατέρα του βρέφους που δεν είναι άλλος από τον Δία (στ. 21-27).

Δεινός φόβος, τρυφερή αγάπη, απελπισία, κουράγιο και ελπίδα, συντριβή και συγνώμη συνθέτουν το συναισθηματικό τοπίο του ποιήματος -που προδίδει βαθιά κατανόηση του ανθρώπινου, γιατί η Δανάη, έχοντας αποβάλει όλα τα λίγο πολύ τυποποιημένα χαρακτηριστικά των μορφών του μύθου, είναι μόνον ένας άνθρωπος, η πανανθρώπινη μητέρα.

12.2. Ο αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός

Με τόνο γνήσιας θρησκευτικότητας ο Σιμωνίδης, αυτός ο σοφὸς καὶ θεῖος ἀνὴρ κατά τον χαρακτηρισμό του Σωκράτη στην πλατωνική Πολιτεία, αντλεί τα βασικά θεματικά στοιχεία της ησιόδειας αρετής, τα επεξεργάζεται και την ανάγει από αφηρημένο ουσιαστικό σε θεότητα (απόσπ. 10D, 386P). Η επινοητικότητα και η ευφυΐα του θεού βοηθούν τον άνθρωπο να κατακτήσει την αρετή. Για τον Σιμωνίδη η σύνθετη αυτή ικανότητα του θεού (παμμηχανία) συνιστά το άκρως αντίθετο όριο της ἀμηχανίας, μιας έννοιας συχνής στους αρχαϊκούς ποιητές από τον Αρχίλοχο έως τον Πίνδαρο που αποτελεί σύμβολο του ανθρώπου ως ανθρώπου. Στις εσχατιές της αμηχανίας τον δρόμο φράζει η ανάγκη -υψώνοντας εμπόδια ανυπέρβλητα και για τους ίδιους τους θεούς.

Ο Σιμωνίδης επιλέγει όχι να αντιπαραθέσει την ανθρώπινη αδυναμία στη γνωστή παντοδυναμία του θεού, αλλά να προσδιορίσει τον θεό με ένα επίθετο κατεξοχήν χαρακτηριστικό του ομηρικού Οδυσσέα: εκείνος αποκλειστικά από όλους τους ομηρικούς ήρωες χαρακτηριζόταν ως πολύμητις. Ωστόσο, αυτό το παμμήχανον του θεού δεν αναλώνεται αποκλειστικά στην υπερνίκηση των πρακτικών δυσκολιών ή στην κατανίκηση των μυθικών τεράτων -άλλωστε, ένας τέτοιος θεός κομμένος στα μέτρα του («ηρωϊκού» έστω) ανθρώπου δεν μπορεί να ενδιέφερε τον φιλοσοφικότατο Σιμωνίδη.

Η αρετή αποτελεί τη λυδία λίθο της αρχαϊκής ιδεολογίας. Ετυμολογικά προέρχεται από το ρ. ἀραρίσκω (= εφαρμόζω, ταιριάζω) και αναφέρεται στην εξωτερική διάκριση που προσλαμβάνει κάθε μορφή υπεροχής φυσικής, πνευματικής και κοινωνικής: κάλλος και σοφία, κοινωνική προβολή και επιτυχία, πλούτο και ακτινοβολία. Όποιος τεκμηριώνει τη θετική επιδοκιμασία, και άρα χαίρει της θεϊκής ευλογίας, εισάγεται στην κάστα των αγαθών, ενώ όποιος δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, και στερείται τη θεία χάρη, θεωρείται αυτομάτως κακός. Η καλώς εννοούμενη μετριότητα απουσιάζει. Ο Σιμωνίδης εναντιώνεται ουσιαστικά σε αυτό το διπολικό σχήμα θέτοντας έτσι τις βάσεις του αρχαίου ελληνικού διαφωτισμού.

Με την κριτική που άσκησε στην παλαιότερη ρήση του Πιττακού του Μυτιληναίου ότι είναι δύσκολο κάποιος να συνδυάζει κάθε μορφής αρετή (χερσίν τε καὶ ποσὶ καὶ νόῳ), ο Σιμωνίδης υποστήριξε ότι οι άνθρωποι εξισωνόμαστε στην κακία, όταν η πτώση μας οφείλεται όχι σε μια τυχαία ή κοινή συμφορά αλλά προκαλείται από τις δυνάμεις εκείνες που μας ξεπερνούν και κατά συνέπεια δεν μπορούμε να ελέγξουμε (ἀμήχανη συμφορά). Οι δυνάμεις εκείνες δύνανται να κάμψουν ακόμη και τους άριστους (απόσπ. 370P).

Στη σύντομη ζωή του, ο άνθρωπος οφείλει να απομακρυνθεί από την ψευδαίσθηση της τελειότητας που του έχει δοθεί, καθώς εξ ορισμού δεν μπορεί να συγκριθεί με τους θεούς. Το ζήτημα, λοιπόν, που πρέπει να μας απασχολήσει είναι όχι αν είμαστε κακοί εξαιτίας της αποτυχίας μας ή καλοί εξαιτίας της επιτυχίας, αλλά αν εκόντες πράττουμε έργα για τα οποία πρέπει να ντρεπόμαστε (αἰσχρά). Ο Σιμωνίδης αποσαφηνίζει ότι μόνον εκείνες οι πράξεις καταλογίζονται, στις οποίες ο πράττων ασκεί την ελευθερία της βούλησής του. Η ηθικώς εσφαλμένη συμπεριφορά εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο ποιητής αντιτίθεται σε όσους επικρίνουν τους συνανθρώπους τους για την αποτυχία τους να ανταποκριθούν σε απαιτήσεις ή κριτήρια παράλογα υψηλά. Άξιος επαίνου είναι όποιος δεν έχει διανοητική στέρηση ή συναισθηματική αδυναμία ή δεν είναι πλήρως ανίκανος. Καλόν, δηλαδή ωραίο είναι ό,τι δεν περιέχει στοιχεία αισχρά. Το τελευταίο συμπέρασμα ακολουθεί τον απόλυτο διπολισμό που σφράγισε την αρχαϊκή φιλοσοφία κυρίως του Παρμενίδη. Όμως τον ξεπερνά σχετικοποιώντας τις απόλυτες ποιότητες και υποστηρίζοντας ότι μόνο μία διπολικότητα απομένει αδιαμεσολάβητη, ο άνθρωπος και ο θεός. Αυτό το ζεύγος παίρνει τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στο απόλυτο και το σχετικό. Το «σχετικώς απόλυτο» (μόνο ο θεός είναι καλός, ποτέ οι άνθρωποι) είναι κάτι που μπορεί να ισχύσει για λιγοστές εξαιρέσεις μέσα από το πλήθος των κοινών θνητών.

Σε αντίθεση προς τον Τυρταίο ή τον Σόλωνα που επιμερίζουν την αρετή σε διάφορα είδη ο Σιμωνίδης ομιλεί για τον τύπο της καθολικής και συλλογικής αρετής ως του συνόλου των επιμέρους αρετών. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η σύλληψη της ουσιαστικής φύσης και του αληθινού νοήματος της αρετής. Είναι φιλόσοφος.

Οι ανθρώπινοι περιορισμοί που για άλλους ποιητές οδηγούν σε ηθικό αδιέξοδο για τον Σιμωνίδη η συνείδησή τους ταυτίζεται με τη σύλληψη ενός γαλήνιου και στερεότυπου ουμανισμού, σε αντίθεση προς τον Θέογνη (373-392), η σκέψη του οποίου βαραίνει από την αμήχανη πενία που καταστρέφει το φυσικό του ανθρώπου και τον οδηγεί σε έργα «κακά» αντίθετα προς την θέλησή του.

Για τον Σιμωνίδη οι άνθρωποι πρέπει να κρίνονται όχι με των θεών τα μέτρα αλλά με τα δικά τους και μόνον. Τη θέση αυτή υιοθετεί και επεξεργάζεται ο χορός της τραγωδίας. Το Σιμωνίδειο δόγμα «μακριά από τις άπιαστες φιλοδοξίες» δεν οδηγεί σε χαλάρωση αλλά σε ένταση των προσπαθειών. Ο αγώνας του ανθρώπου για την αρετή θα εξακολουθήσει να είναι το ανώτερο ιδεώδες γιατί έτσι το όρισαν οι θεοί.

12.3. Τα επινίκια, οι διθύραμβοι και τα επιγράμματα

Ελάχιστοι στίχοι σώζονται από τα επινίκια του Σιμωνίδη. Ήταν ο πρώτος ποιητής που ανήγαγε το απλό αυτοσχέδιο τραγούδι προς τιμή αθλητών νικητών στις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις της αρχαιότητας σε λογοτεχνικό είδος: ένα ανώτερο χορικό άσμα με υψηλό περιεχόμενο εμπλουτισμένο με στοιχεία ύμνου (ως άσματος για τους θεούς). Έμμεσες πηγές αναφέρουν ότι το επίσημο είδος που προέκυψε από την επέμβασή του έφερε τους δικούς του θεματικούς τόπους και τις αφηγηματικές τεχνικές δημιουργώντας όλες τις προϋποθέσεις για να εξελιχθούν μέσα από αυτό οι κορυφαίες λυρικές συνθέσεις του Πινδάρου και του Βακχυλίδη.

Σπαραγματικά σώζονται και οι διθύραμβοι του ποιητή. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η συμβολή του Σιμωνίδη στη διαμόρφωση του οικείου τρόπου λυρικής αφήγησης άνοιξε τον δρόμο στον βακχυλίδειο διθύραμβο.

Εξέχουσα θέση μεταξύ των αριστουργημάτων της αρχαίας ποίησης κατέχουν τα σωζόμενα επιγράμματα που συνέθεσε ο Σιμωνίδης για να τιμήσει τους Έλληνες πεσόντες κατά τα Μηδικά. Προς τιμήν των πολεμιστών αυτών, που ηρωοποιήθηκαν, ανεγέρθηκαν βωμοί και προσφέρονταν τακτικά οι αρμόζουσες επιτάφιες τιμές (απόσπ. 105D, απόσπ. 362P).

Αρχαία Κείμενα

Σιμωνίδης απόσπ. 354-357P, 362P, 386-387P, 370-371P, 10D, 11D, 105D.

Πλάτων Ίππαρχος 228c.

Ομήρου Οδύσσεια 18. 130-140.

Θέογνις 373-392.

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία

Boedeker, D. & Sider, D. 2001 (εκδ.) The New Simonides: Contexts of Praise and Desire, New York - Oxford.

Ford, A. 2002 The Origins of Criticism: Literary Culture and Poetic Theory in Classical Greece, Princeton, N.J. - Oxford.

Most, G. W. 1994 «Simonides' ode to Scopas in contexts», στο: I. J. F. de Jong - J. P. Sullivan (εκδ.) Modern Critical Theory and Classical Literature, Leiden: 127-52.