Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση

του Ι. Ν. Καζάζη (με τη συνεργασία της Μαργαρίτας Σωτηρίου)

Α4. Τα μουσικά όργανα

Αυλός: γοητεία και ενθουσιασμός

Ο αυλός είναι το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαιότητας. Αν και η τελειοποιημένη μορφή του πρέπει να προήλθε από την Ανατολή (Φρυγία), κάποιο απλούστερο είδος αυτόχθονος αυλού πρέπει να προϋπήρχε και στον ελληνικό κόσμο.

Με ένα ήθος δαιμονικό, που ταιριάζει στην ανυπόταχτη φύση της έμπνευσης (που συνεπαίρνει και παρασύρει με τη δύναμη του αλόγου), χρησιμοποιήθηκε σε τελετές (κοινές και μυστηριακές), ιδίως σε εκείνες του Διονύσου, σε πομπές, στο δράμα, στους μεγάλους πανελλήνιους αγώνες, και στα συμπόσια. Ακόμη, συνόδευε τους περισσότερους χορούς, θρησκευτικούς και μη, και ρύθμιζε τις κινήσεις των κωπηλατών και το βήμα των στρατιωτών.

Αποτελούνταν από έναν κυλινδρικό σωλήνα με τρύπες (τέσσερις έως δεκαπέντε) που κατέληγε κάποτε σε έναν ανοιχτό, ελαφρά διευρυμένο «κώδωνα». Στο επάνω άκρο έμπαινε «επιστόμιο» στο οποίο εφάρμοζε η γλωσσίδα (γλῶσσα). Το αν η γλωσσίδα ήταν απλή ή διπλή προκάλεσε πολλές συζητήσεις: μάλλον υπήρχαν δύο τύποι αυλού: με διπλή γλωσσίδα, όπως το όμποε, και με απλή, όπως το κλαρινέτο. Ο αυλός συνήθως χρησιμοποιούνταν διπλός (γι' αυτό το όνομα απαντά στον πληθυντικό: οι αυλοί, δίαυλος), καθένας με το δικό του επιστόμιο.

 

Η λύρα: συντροφιά και εκπαίδευση

Το κατεξοχήν εθνικό έγχορδο όργανο: για τον ήχο του τον διαυγή, και τον γαλήνιο, το αριστοκρατικό και αρρενωπό ήθος του (σε άκρα αντίθεση προς τον «κοινό» και μυστηριώδη αυλό), συνδέθηκε με τη λατρεία του θεού του φωτός και της αρμονίας, του Απόλλωνα, και χρησιμοποιήθηκε ως το κατεξοχήν όργανο για την εκπαίδευση των νέων. Ούτε πολύπλοκο ούτε ιδιαίτερα ηχηρό, ήταν κατάλληλο για κοινωνικές εκδηλώσεις -και συμπόσια- κλειστών χώρων, αλλά ανεπαρκές για τους μεγάλους υπαίθριους μουσικούς αγώνες, όπου οι μουσικοί υποχρεώνονταν να καταφύγουν στη συγγενική του τη βαθύφωνη κιθάρα.

Το «ηχείο» (χέλυς, από το καύκαλο της χελώνας, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά), αργότερα από ξύλο· πάνω από το κοίλο μέρος του τεντωνόταν για να πάλλεται μια μεμβράνη από δέρμα βοδιού. Σε κάθε πλευρά του όστρακου στερεώνονταν οι δύο βραχίονες, ελαφροί, λίγο κυρτοί, από κέρατο αγριοκάτσικου· στο πάνω μέρος τους γεφυρώνονταν από μια ράβδο, που ονομαζόταν ζυγός. Οι χορδές, από έντερα ή νεύρα (τένοντες), στερεώνονταν σταθερά στο κάτω μέρος του ηχείου και ρυθμίζονταν κατάλληλα περισφιγγόμενοι στο άνω μέρος, στον ζυγό.

Πέρα από τις διαμετρικά αντίθετες τεχνικές δυνατότητες που είχαν μεταξύ τους τα δύο όργανα, η λύρα και ο αυλός, άβυσσος ήταν και η κοινωνική απόσταση που τα χώριζε. Γιατί η απαλή λύρα θεωρούνταν το ευγενές όργανο της αριστοκρατίας, ενώ ο οξύς και διαπεραστικός αυλός εξέφραζε το κίνημα των οργιαστικών λατρειών, που συνεπήρε τις μεγάλες μάζες του πληθυσμού και σχετίζεται με τις σφοδρές εμφύλιες ταραχές που ξέσπασαν στις πόλεις των αρχαϊκών χρόνων. Δεν είναι διόλου τυχαίο ούτε το μυθικό επεισόδιο του μουσικού ανταγωνισμού μεταξύ του Απόλλωνα και του σιληνού Μαρσύα, ούτε το ιστορικό γεγονός ότι ο Αλκιβιάδης αρνήθηκε ως νέος να μάθει τον αυλό!

 

Η κιθάρα: όργανο συναυλίας

Βαρύ και γεροδεμένο έγχορδο όργανο, τελειοποιημένη και επεξεργασμένη μορφή της λύρας: λόγω του εν γένει μεγέθους της, αλλά κυρίως της κατασκευής του ηχείου της, έβγαζε τόνο ηχηρότερο, πλατύτερο, πλουσιότερο. Ο εκτελεστής στεκόταν όρθιος και την κρατούσε σε όρθια θέση με κλίση προς τα μέσα, αντίθετα με την ελαφρότερη λύρα, που κρατιόταν με κλίση προς τα έξω. Πάλι αντίθετα με τη λύρα η οποία ως όργανο ερασιτεχνικό χρησιμοποιήθηκε κατεξοχήν στην εκπαίδευση των νέων, η κιθάρα ήταν όργανο επαγγελματικό, και χρησιμοποιόταν στους μεγάλους πανελλήνιους αγώνες. Ο αριθμός των χορδών της ποίκιλλε: από τρεις έως επτά στους προκλασικούς χρόνους· την έβδομη χορδή την προσέθεσε ο Τέρπανδρος, την όγδοοη ο έκτος αιώνας, τις λοιπές (μέχρι δωδεκάτης) ο πέμπτος αιώνας.

 

Η φόρμιγξ (-γγος)

Παραλλαγή της αρχαϊκής λύρας. Ίσως το αρχαιότερο έγχορδο στα χέρια των ομηρικών και προομηρικών αοιδών. Με τέσσερις συνήθως χορδές, που ανήλθαν κάποτε σε επτά. Ιερό και σεβάσμιο όργανο, που έδωσε τη θέση του στη λύρα.

 

Η ιαμβύκη

Έγχορδο όργανο, τριγωνικού σχήματος.

 

Ο κλεψίαμβος

Έγχορδο (εννεάχορδο) όργανο που συνόδευε τους ιάμβους του Αρχίλοχου.

 

Η βάρβιτος

Τρίχορδη, κατ' άλλους, πολύχορδη. Ως πιο μακρόστενη παραλλαγή τη λύρας, διέθετε χορδές μακρύτερες και έκταση χαμηλότερη. Το ότι η εύρεση της βαρβίτου αποδιδόταν από τους αρχαίους πότε στον Τέρπανδρο και πότε στον Ανακρέοντα συμβαδίζει καλά με τη μεγάλη τιμή που περιέβαλλε το όργανο αυτό στη λεσβιακή σχολή (Τέρπανδρος, Αλκαίος, Σαπφώ, Ανακρέων).