Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση

του Ι. Ν. Καζάζη (με τη συνεργασία της Μαργαρίτας Σωτηρίου)

Α3.3. Ίαμβος και Ελεγεία

Α3.3.1. Ίαμβος

Η ιαμβική ποίηση είναι ποίηση ποικίλης θεματικής που προοριζόταν για απαγγελία και είναι γραμμένη σε μέτρο είτε ιαμβικό (x - ∪ -) με τριπλή επανάληψη (= ιαμβικό τρίμετρο, όπου x = ∪ ή -) είτε τροχαϊκό (- ∪ - x) συνήθως με τετραπλή επανάληψη (= τροχαϊκό τετράμετρο, συνήθως καταληκτικό). Πρόκειται για το ίδιο ιαμβικό μέτρο, που χρησιμοποιούνταν αργότερα (με μικρές ιδιορρυθμίες) και στα διαλογικά μέρη της τραγωδίας και της κωμωδίας. Μουσικά συνοδευόταν από ένα έγχορδο μουσικό όργανο, την ἰαμβύκη.

Η προέλευση της λέξης ἴαμβος είναι άγνωστη, είναι όμως πιθανή η ξενική, μικρασιατική, καταγωγή της. Για πρώτη φορά απαντά στον Αρχίλοχο (απόσπ. 215W). Οι ρίζες της ιαμβικής ποίησης πρέπει να αναζητηθούν στις λατρευτικές εκδηλώσεις της γονιμότητας προς τιμή του Διόνυσου και της Δήμητρας, κατά τις οποίες πρωτεύοντα ρόλο έπαιζαν οι απερίφραστες βωμολοχίες και οι έμπρακτες αδιαντροπιές -και οι δύο χρησιμοποιούμενες για αποτροπαϊκούς λόγους. Έτσι κατέληξε το ἰαμβίζω στη σημασία του «βρίζω». Η προέλευση της ιαμβικής ποίησης καθόριζε, αρχικώς απόλυτα και στη συνέχεια σχετικά μόνον, και το ήθος της που ήταν επιθετικό, δηκτικό και σκωπτικό, ιδιαίτερα στους πρώιμους εκπροσώπους της, τον Αρχίλοχο και τον Ιππώνακτα.

Το μυθολογικό υπόβαθρο των ιάμβων ανάγεται στον Ομηρικό Ύμνο στη Δήμητρα (στ. 188 κεξ., 202-205). Εκεί αναφέρεται ότι η Ιάμβη, μια ηλικιωμένη υπηρέτρια στο παλάτι της Ελευσίνας, κατάφερε με τους τολμηρούς αστεϊσμούς της (χλεῦαι, παρασκωπτεῖν) να κάνει τη θεά Δήμητρα να χαμογελάσει, όταν εκείνη φτάνει στην πόλη απελπισμένη αναζητώντας την κόρη της (Απολλόδωρος 1. 5. 1).

Κατά τον Αριστοτέλη (Ποιητ. 1448b. 31) το ιαμβικό μέτρο ήταν ό,τι πιο κοντινό στην καθημερινή ομιλία, γι' αυτό και χρησιμοποιούνταν σε σατιρική ή υβριστική στιχοποιΐα. Η αισχρολογία, η τολμηρή και αδιάντροπη βωμολοχία, που συχνά συνοδευόταν και από άσεμνες επιδείξεις αποσκοπούσε καθαρά στην αποτροπή του κακού. Ο ίαμβος, λοιπόν, αποτελούσε στην αρχαιότητα το βασικό μέσο έκφρασης αυτής της αποτροπαιϊκής αισχρολογίας. Η λατρευτική αυτή καταγωγή του ιωνικού ιάμβου διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τα βασικά χαρακτηριστικά του, τα οποία θυμίζουν, σε πολλά σημεία, την παλαιά αττική κωμωδία. Σε επίπεδο θεματολογίας ο ίαμβος κινείται με ευχέρεια μεταξύ θεμάτων που άπτονται της καθημερινής ζωής, κυρίως της απόλαυσης του φαγητού και της ερωτικής συνεύρεσης, αναδεικνύοντας με ενάργεια πτυχές των περιγραφόμενων καταστάσεων που άλλα ποιητικά είδη συνειδητά αποφεύγουν να περιγράψουν.

Με τον Αρχίλοχο το λαϊκό αυτό προλογοτεχνικό είδος ανυψώνεται σε προσωπική, ανώτερη μορφή ποίησης με διευρυμένη θεματική. Άλλοι ποιητές που έγραψαν ιαμβική ποίηση ήταν ο Σημωνίδης και ο Ιππώνακτας. Στα πολιτικά του ποιήματα ο Σόλωνας μιμήθηκε προγενέστερούς του ποιητές, γράφοντας ιάμβους, οι οποίοι ταίριαζαν απόλυτα με τη μαχητική διάθεση των ποιημάτων, παρόλο που τα ποιήματά του δεν είναι σκωπτικά. Σταδιακά ο ίαμβος αποκτά μια επιπρόσθετη κοινωνική λειτουργία, καθώς επικυρώνει παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας, την οποία και «προστατεύει» με τον ίαμβό του αποκρούοντας όσους θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητά της. Τόπος εκτέλεσης των ιάμβων, όπως άλλωστε και της πλειονότητας των αρχαϊκών ποιημάτων, είναι το συμπόσιο. Χαρακτηριστικά παράλληλα του ποιητικού αυτού είδους και των λαϊκών δρωμένων έχουν προσαχθεί από τον Βεδικό πολιτισμό, τον Σλαβικό και άλλους.

 

Αρχαία Κείμενα

Αρχίλοχος 215W, Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα 188, 202-205, Απολλόδωρος 1. 5.1, Αριστοτέλης, Ποιητική 1448b. 31.