Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (887-938)

ΘΗ. τίς ποθ᾽ ἡ βοή; τί τοὖργον; ἐκ τίνος φόβου ποτὲ
βουθυτοῦντά μ᾽ ἀμφὶ βωμὸν ἔσχετ᾽ ἐναλίῳ θεῷ
τοῦδ᾽ ἐπιστάτῃ Κολωνοῦ; λέξαθ᾽, ὡς εἰδῶ τὸ πᾶν,
890 οὗ χάριν δεῦρ᾽ ᾖξα θᾶσσον ἢ καθ᾽ ἡδονὴν ποδός.
ΟΙ. ὦ φίλτατ᾽, ἔγνων γὰρ τὸ προσφώνημά σου,
πέπονθα δεινὰ τοῦδ᾽ ὑπ᾽ ἀνδρὸς ἀρτίως.
ΘΗ. τὰ ποῖα ταῦτα; τίς δ᾽ ὁ πημήνας; λέγε.
ΟΙ. Κρέων ὅδ᾽ ὃν δέδορκας οἴχεται τέκνων
895 ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα.
ΘΗ. πῶς εἶπας; ΟΙ. οἷά περ πέπονθ᾽ ἀκήκοας.
ΘΗ. οὔκουν τις ὡς τάχιστα προσπόλων μολὼν
πρὸς τούσδε βωμοὺς πάντ᾽ ἀναγκάσει λεὼν
ἄνιππον ἱππότην τε θυμάτων ἄπο
900 σπεύδειν ἀπὸ ῥυτῆρος, ἔνθα δίστομοι
μάλιστα συμβάλλουσιν ἐμπόρων ὁδοί,
ὡς μὴ παρέλθωσ᾽ αἱ κόραι, γέλως δ᾽ ἐγὼ
ξένῳ γένωμαι τῷδε, χειρωθεὶς βίᾳ;
ἴθ᾽, ὡς ἄνωγα, σὺν τάχει. τοῦτον δ᾽ ἐγώ,
905 εἰ μὲν δι᾽ ὀργῆς ἧκον ἧς ὅδ᾽ ἄξιος,
ἄτρωτον οὐ μεθῆκ᾽ ἂν ἐξ ἐμῆς χερός·
νῦν δ᾽ οὕσπερ αὐτὸς τοὺς νόμους εἰσῆλθ᾽ ἔχων,
τούτοισι κοὐκ ἄλλοισιν ἁρμοσθήσεται.
οὐ γάρ ποτ᾽ ἔξει τῆσδε τῆς χώρας, πρὶν ἂν
910 κείνας ἐναργεῖς δεῦρό μοι στήσῃς ἄγων·
ἐπεὶ δέδρακας οὔτ᾽ ἐμοῦ κατάξια
οὔθ᾽ ὧν πέφυκας αὐτὸς οὔτε σῆς χθονός,
ὅστις δίκαι᾽ ἀσκοῦσαν εἰσελθὼν πόλιν
κἄνευ νόμου κραίνουσαν οὐδέν, εἶτ᾽ ἀφεὶς
915 τὰ τῆσδε τῆς γῆς κύρι᾽ ὧδ᾽ ἐπεισπεσὼν
ἄγεις θ᾽ ἃ χρῄζεις καὶ παρίστασαι βίᾳ·
καί μοι πόλιν κένανδρον ἢ δούλην τινὰ
ἔδοξας εἶναι, κἄμ᾽ ἴσον τῷ μηδενί.
καίτοι σε Θῆβαί γ᾽ οὐκ ἐπαίδευσαν κακόν·
920 οὐ γὰρ φιλοῦσιν ἄνδρας ἐκδίκους τρέφειν,
οὐδ᾽ ἄν σ᾽ ἐπαινέσειαν, εἰ πυθοίατο
συλῶντα τἀμὰ καὶ τὰ τῶν θεῶν, βίᾳ
ἄγοντα φωτῶν ἀθλίων ἱκτήρια.
οὔκουν ἔγωγ᾽ ἄν, σῆς ἐπεμβαίνων χθονός,
925 οὐδ᾽ εἰ τὰ πάντων εἶχον ἐνδικώτατα,
ἄνευ γε τοῦ κραίνοντος, ὅστις ἦν, χθονὸς
οὔθ᾽ εἷλκον οὔτ᾽ ἂν ἦγον, ἀλλ᾽ ἠπιστάμην
ξένον παρ᾽ ἀστοῖς ὡς διαιτᾶσθαι χρεών.
σὺ δ᾽ ἀξίαν οὐκ οὖσαν αἰσχύνεις πόλιν
930 τὴν αὐτὸς αὐτοῦ, καί σ᾽ ὁ πληθύων χρόνος
γέρονθ᾽ ὁμοῦ τίθησι καὶ τοῦ νοῦ κενόν.
εἶπον μὲν οὖν καὶ πρόσθεν, ἐννέπω δὲ νῦν,
τὰς παῖδας ὡς τάχιστα δεῦρ᾽ ἄγειν τινά,
εἰ μὴ μέτοικος τῆσδε τῆς χώρας θέλεις
935 εἶναι βίᾳ τε κοὐχ ἑκών· καὶ ταῦτά σοι
τῷ νῷ θ᾽ ὁμοίως κἀπὸ τῆς γλώσσης λέγω.
ΧΟ. ὁρᾷς ἵν᾽ ἥκεις, ὦ ξέν᾽; ὡς ἀφ᾽ ὧν μὲν εἶ
φαίνῃ δίκαιος, δρῶν δ᾽ ἐφευρίσκῃ κακά.

ΘΗ. Τί ταραχή κι αυτή; Ποιός φόβος σας μ᾽ ανάγκασε
μπρος στον βωμό του ενάλιου Ποσειδώνα, θεού
προστάτη μας στον Κολωνό, να κόψω τη θυσία στη μέση;
Πείτε να μάθω πώς και τί μ᾽ έφερε εδώ πιο γρήγορα
890απ᾽ ό,τι ανέχονται τα πόδια μου.
ΟΙ. Φίλε ακριβέ, απ᾽ τη φωνή σου σ᾽ αναγνώρισα·
έπαθα πάθη φοβερά πριν από λίγο, απ᾽ αυτόν.
ΘΗ. Ποιά; ποιός σ᾽ έχει βλάψει; Μίλησε.
895ΟΙ. Ο Κρέων που τον βλέπεις, πήρε τα δυο στηρίγματά μου.
ΘΗ. Πώς είπες;
ΟΙ. Άκουσες ακριβώς τα πάθη μου.
ΘΗ. Κάποιος ακόλουθος αμέσως να τρέξει στους βωμούς,
τον κόσμο όλο ν᾽ αναγκάσει, έφιππους και πεζούς,
900αφήνοντας τα σφάγια, να σπεύσουν μ᾽ αχαλίνωτα άλογα
στο σταυροδρόμι, εκεί που σμίγουν οι δυο δρόμοι,
όπου οι διαβάτες πάνε κι έρχονται.
Να μην αφήσουν να προσπεράσουν οι δυο κόρες,
και γίνω εγώ περίγελος σ᾽ αυτόν τον ξένο, αν θα φανώ
υποχείριος της βίας του.
Τράβα, λοιπόν, άκου την προσταγή μου, φύγε.
905Όσο γι᾽ αυτόν, αν την οργή μου άφηνα προσώρας να ξεσπάσει,
άτρωτος απ᾽ τα χέρια μου δεν θα ᾽βγαινε.
Προς το παρόν, αφού στην πόλη εισέβαλε με νόμους
αλλοπρόσαλλους, μ᾽ αυτούς, κι όχι με άλλους, θα κριθεί.
Το λέω κι άκουσε· δεν πρόκειται να βγεις από τη χώρα αυτή,
910προτού να φέρεις πίσω τις δυο κόρες, εδώ μπροστά
στα μάτια όλων μας. Γιατί επιχείρησες πράξεις ανάξιες
σ᾽ εμένα, στους γονείς που σ᾽ έσπειραν, στην ίδια σου τη χώρα.
Που καταπάτησες μια πόλη, όπου το δίκιο βασιλεύει
και τίποτε παράνομο δεν γίνεται. Όμως εσύ,
915περιφρονώντας τις αρχές του τόπου, όρμησες πάνω της
κι αυθαίρετα άρπαξες ό,τι σου αρέσει, μόνο και μόνο
για να γίνει το δικό σου.
Πίστεψες μήπως πως στην πόλη μας λείπουν οι άντρες;
υπόδουλη την έχεις; κι εμένα με περνάς για τίποτα;
Όμως η Θήβα δεν σ᾽ ανάθρεψε κακόν, δεν συνηθίζουν
920οι Θηβαίοι άδικους άντρες ν᾽ ανατρέφουν. Κι αν τώρα
μάθαιναν πως σπίλωσες το δίκιο μου και των θεών τα θέσφατα,
πως θέλησες ν᾽ αρπάξεις δύστυχους ικέτες,
σίγουρα δεν θα σε παινούσαν.
Εγώ στη χώρα σου ποτέ δεν θα πατούσα,
925ακόμη κι αν όλο το δίκιο είχα με το μέρος μου,
δίχως του βασιλιά της τη συναίνεση, όποιος κι αν ήταν,
δεν θα ᾽σερνα κάποιον μαζί μου με τη βία, έχοντας γνώση
του πώς πρέπει ο ξένος να συμπεριφέρεται σε ξένη πόλη.
Όμως εσύ ντροπιάζεις, ανάξιά της,
930την ίδια σου την πόλη, οπότε τα πολλά σου χρόνια
σε κάνουν γέρο κι άμυαλο συνάμα.
Το δήλωσα και πριν, το λέω και τώρα·
κάποιος να πάει να φέρει το ταχύτερο εδώ τις κόρες,
αλλιώς θα γίνεις μέτοικος αυτής της πόλης με το στανιό,
935δίχως τη συγκατάθεσή σου. Τέλος, να ξέρεις, αυτά που λέω
τα εννοώ.
ΧΟ. Το βλέπεις, ξένε, ξέπεσες χαμηλά. Κι αν η καταγωγή σου
δίκαιο σ᾽ έδειξε, οι πράξεις σ᾽ αποδείχνουν άδικο.


ΘΗΣ. Τί ᾽ν᾽ αυτ᾽ η βοή, τί τρέχει; κι από ποιό σας φόβο εσείς
μ᾽ αναγκάσατε ν᾽ αφήσω τη θυσία, που στους βωμούς
πρόσφερα του άγιου προστάτη αυτού εδώ του Κολωνού,
του θαλάσσιου Ποσειδώνα; Πέστε μου να ξέρω αυτό
που για χάρη του πετώντας ήρθα πιο γοργά παρ᾽ όσο
890θ᾽ άρεσε στα πόδια μου!
ΟΙΔ. Ω φίλτατέ μου —γιατ᾽ απ᾽ τη φωνή σου
σε γνώρισα— έχω πάθει εδώ από τούτον
πράματα φοβερά τώρα προ ολίγου.
ΘΗΣ. Ποιά είν᾽ αυτά; λέγε· ποιός σ᾽ έχει πειράξει;
ΟΙΔ. Αυτός ο Κρέων που βλέπεις, μ᾽ άρπαξε
και πάει τα δυο που μὄμειναν παιδιά μου.
ΘΗΣ. Πώς είπες; ΟΙΔ. Άκουσες το τί έχω πάθει.
ΘΗΣ. Δεν τρέχει ευτύς, κι όσο πιο γρήγορα, ένας
από τους ακολούθους μου, να πάει
σε κείνους τους βωμούς και να βιάσει
όλο το λαό, πεζούς κι αλογολάτες,
ν᾽ αφήσουν τις θυσίες και να χυθούνε
900στα τέσσερα, ακριβώς εκεί που σμίγουν
σ᾽ έναν οι δυο πεζόδρομοι, μην τύχει
κι οι κόρες προσπεράσουνε και γίνω
περίγελο στον ξένο αυτό, αν θα μἔχαν
νικήσει με τη δύναμη; Πετάξου
κι όπως πρόσταξα, ευτύς. Όσο για τούτον,
αν άφηνα να μ᾽ έπαιρνε ο θυμός μου
που του άξιζε, δε θα ᾽βγαινε ποτέ του
γερός από τα χέρια μου· μα τώρα
με τους νόμους που μπήκ᾽ εδώ να φέρει,
μ᾽ αυτούς κι όχι άλλους θα κριθεί κι ο ίδιος.
Λοιπόν, μη φανταστείς ποτέ πως θά ᾽βγεις
απ᾽ τη χώρα μου αυτή, αν πρώτα εκείνες
910εδώ, μπροστά στα μάτια μου, δε φέρεις
να τις αφήσεις· γιατί φέρθηκες
όπως δεν ήταν άξιο ούτε για σένα
ούτε γι᾽ αυτούς που σε γεννούσαν, ούτε
για την πατρίδα σου, που ενώ ηρθες μέσα
σε πόλη που όλο με το δίκιο πάει
και τίποτε δεν κάνει έξω απ᾽ το νόμο,
εσύ αψηφώντας όσα εδώ έχουν κύρος,
ρίχνεσαι μέσα, αρπάς ό,τι σ᾽ αρέσει
και το κάνεις δικό σου με τη βία.
Θα φαντάστηκες, φαίνεται, πως έρμη
από άντρες είναι η πόλη, ή καμιά σκλάβα,
και μένα για ένα τίποτα· αν και η Θήβα
κακό δε θα σ᾽ ανάθρεψε, γιατί
920δεν αγαπά να θρέφει άδικους άντρες,
ούτε θα σε παινούσε αν ήθε μάθει
πως ληστεύεις εμένα και τα θεία,
όταν άθλιους αρπάς με βία ικέτες.
Όμως εγώ ποτέ μου, αν ήθελα έμπει
στη χώρα σου, κι ας είχα όλα τα δίκια,
δε θ᾽ άρπαζα, δε θα ᾽παιρνα κανένα
χωρίς την άδεια του άρχοντα, όποιος να ᾽ταν,
της χώρας, μα θα γνώριζα πώς πρέπει
να φέρνεται ένας ξένος στους πολίτες.
Μα εσύ ντροπιάζεις ο ίδιος τη δική σου
930την πόλη, που δεν τα ᾽ξιζε· κι ο χρόνος,
που απάνω σου πληθαίνει, δε σε κάνει
γέροντα μόνο, μα και δίχως κρίση.
Λοιπόν σού ειπα και πριν, σ᾽ το λέω και πάλι,
να πάει να φέρει κάποιος τώρα αμέσως
τις κόρες, αν δε θες εδώ να μείνεις
για πάντα με τη βία, θέλεις δε θέλεις.
Αυτά είναι που όμοια σκέπτομαι και λέγω.
ΧΟΡ. Βλέπεις πού φτάνεις, ξένε; ενώ η γενιά σου
σε δείχνει δίκιον άνθρωπο, όμως τα έργα
που κάνεις για κακό σε φανερώνουν.


ΘΗΣ. Τί είναι τάχα οι φωνές τούτες; τί έχει γίνει; από φόβο
τάχα ποιόν με σταματήστε μες στην ώρα που ᾽χ᾽ αρχίσει
τη θυσία στον Ποσειδώνα, που του Κολωνού είν᾽ προστάτης;
Πέτε μου, να μάθω θέλω για ποιό λόγο εδώ πέρα
890ήλθα πιο γοργά παρ᾽ όσο το πόδ᾽ ήθελε να τρέξει;
ΟΙΔ. Αγαπημένε μου, —γιατί γνώρισα τη φωνή σου—
από τον άνθρωπον αυτόν κακόπαθα προλίγου.
ΘΗΣ. Σαν τί έπαθες; Και ποιός αυτός που σ᾽ έχει βλάψει; λέγε.
ΟΙΔ. Αυτός ο Κρέοντας, που θωρείς, φεύγει μακριά, αφού πρώτα
απ᾽ τα παιδιά μου μ᾽ άρπαξε το μοναχό ζευγάρι.
ΘΗΣ. Πώς είπες; ΟΙΔ. Κείνα που ᾽παθα τ᾽ άκουσες όλα τώρα.
ΘΗΣ. Από τους δούλους στους βωμούς λοιπόν ας πάει κάποιος
όσο μπορεί γοργότερα κι όλους ας αναγκάσει
πεζούς και καβαλάρηδες ν᾽ αφήσουν τη θυσία
900και προσβολή να τρέξουνε στο μέρος, όπου σμίγουν
των στρατοκόπων οι διπλοί δρόμοι, για να εμποδίσουν
οι κόρες να περάσουνε, κι εγώ σ᾽ αυτόν το φίλο,
ότι με βία νικήθηκα, ντροπή μου να μην το ᾽χω.
Γλήγορα, καθώς πρόσταξα πηγαίνετε. Και τούτον
ανίσως εγώ εθύμωνα, όσο του αξίζει τώρα,
δε θα είχ᾽ αφήσει απλήγωτον απ᾽ το δικό μου χέρι.
Και μ᾽ όποιους νόμους τώρ᾽ αυτός μας ήλθεν εδώ πέρα,
με τέτοιους κι όχι μ᾽ αλλουνούς κι εμείς θα του φερθούμε·
ποτέ δε θά ᾽βγεις δηλαδή από τη χώρα τούτη,
910αν κείνες δε μου φέρεις πριν κι εμπρός μου εδώ τις στήσεις.
Γιατί εσύ πολιτεύτηκες με τρόπο, που δε στέκει
σ᾽ εμέ και στην πατρίδα σου και σ᾽ όλη τη γενιά σου,
σε πολιτεία μπαίνοντας, που προσκυνάει το δίκιο
και δίχως νόμο τίποτα δεν κάνει, και της χώρας
αυτής μη λογαριάζοντας τους νόμους, εδώ εχύθης
και τα όσα σου χρειάζουνται αρπάζεις και σκλαβώνεις
με το έτσι θέλω· νόμισες, πως είν᾽ η χώρα μου έρμη
απ᾽ άντρες, ή την πέρασες σαν κάποια σκλαβωμένη,
κι εμέ ίσιο με το τίποτα. Κι όμως εσένα η Θήβα
920πρόστυχο δε σ᾽ ανάθρεψε· γιατί κι αυτή δε θέλει
να θρέφει άντρες παράνομους, κι ούτε θα σε παινούσε,
ανίσως και το μάθαινε πως τα δικά μου αρπάζεις
και των θεώνε, παίρνοντας με βια παρακλητάδες
κακότυχους. Μα αν τύχαινε στη χώρα σου να μπαίνω,
κι αν είχα με το μέρος μου το πιο μεγάλο δίκιο,
χωρίς να θέλει ο βασιλιάς, όποιος κι αν ήταν, έξω
δε θα ᾽σερνα, ούτε θ᾽ άρπαζα, μα θα ᾽ξερα πώς πρέπει
ξένος εγώ να φέρνουμαι μπροστά στους χωραΐτες.
Μα εσύ την πολιτεία σου, κι αν δεν τ᾽ αξίζει, ο ίδιος
930τηνε ντροπιάζεις, κι ο καιρός, όσο περνάει, σε κάνει
γέροντα κι άμυαλο μαζί. Λοιπόν έχω δοσμένη
τη διαταγή μου κι από πριν και τώρα ξαναλέω,
κάποιος το γληγορότερο να φέρει εδώ τις κόρες,
αν δεν το θέλεις κάτοικος της χώρας τούτης να ᾽σαι
με το στανιό κι αθέλητα· και τούτα, όπως στο νου μου
τα κλείνω, έτσι απαράλλαχτα σ᾽ τα λέω και με τη γλώσσα.
ΧΟΡ. Βλέπεις, ω ξένε, πού έφτασες; απ᾽ τη γενιά σου δίκιος
φαίνεσαι· μα αποδείχνεσαι κακός με τα όσα κάνεις.