Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (939-1013)

ΚΡ. ἐγὼ οὔτ᾽ ἄνανδρον τήνδε τὴν πόλιν νέμων,
940 ὦ τέκνον Αἰγέως, οὔτ᾽ ἄβουλον, ὡς σὺ φῄς,
τοὖργον τόδ᾽ ἐξέπραξα, γιγνώσκων δ᾽ ὅτι
οὐδείς ποτ᾽ αὐτοὺς τῶν ἐμῶν ἂν ἐμπέσοι
ζῆλος ξυναίμων, ὥστ᾽ ἐμοῦ τρέφειν βίᾳ.
ᾔδη δ᾽ ὁθούνεκ᾽ ἄνδρα καὶ πατροκτόνον
945 κἄναγνον οὐ δεξοίατ᾽, οὐδ᾽ ὅτῳ γάμοι
ξυνόντες ηὑρέθησαν ἀνόσιοι τέκνων.
τοιοῦτον αὐτοῖς Ἄρεος εὔβουλον πάγον
ἐγὼ ξυνῄδη χθόνιον ὄνθ᾽, ὃς οὐκ ἐᾷ
τοιούσδ᾽ ἀλήτας τῇδ᾽ ὁμοῦ ναίειν πόλει·
950 ᾧ πίστιν ἴσχων τήνδ᾽ ἐχειρούμην ἄγραν.
καὶ ταῦτ᾽ ἂν οὐκ ἔπρασσον, εἰ μή μοι πικρὰς
αὐτῷ τ᾽ ἀρὰς ἠρᾶτο καὶ τὠμῷ γένει·
ἀνθ᾽ ὧν πεπονθὼς ἠξίουν τάδ᾽ ἀντιδρᾶν.
θυμοῦ γὰρ οὐδὲν γῆράς ἐστιν ἄλλο πλὴν
955 θανεῖν· θανόντων δ᾽ οὐδὲν ἄλγος ἅπτεται.
πρὸς ταῦτα πράξεις οἷον ἂν θέλῃς· ἐπεὶ
ἐρημία με, κεἰ δίκαι᾽ ὅμως λέγω,
σμικρὸν τίθησι· πρὸς δὲ τὰς πράξεις ὅμως,
καὶ τηλικόσδ᾽ ὤν, ἀντιδρᾶν πειράσομαι.
960 ΟΙ. ὦ λῆμ᾽ ἀναιδές, τοῦ καθυβρίζειν δοκεῖς,
πότερον ἐμοῦ γέροντος ἢ σαυτοῦ τόδε;
ὅστις φόνους μοι καὶ γάμους καὶ συμφορὰς
τοῦ σοῦ διῆκας στόματος, ἃς ἐγὼ τάλας
ἤνεγκον ἄκων· θεοῖς γὰρ ἦν οὕτω φίλον,
965 τάχ᾽ ἄν τι μηνίουσιν ἐς γένος πάλαι.
ἐπεὶ καθ᾽ αὑτόν γ᾽ οὐκ ἂν ἐξεύροις ἐμοὶ
ἁμαρτίας ὄνειδος οὐδέν, ἀνθ᾽ ὅτου
τάδ᾽ εἰς ἐμαυτὸν τοὺς ἐμούς θ᾽ ἡμάρτανον.
ἐπεὶ δίδαξον, εἴ τι θέσφατον πατρὶ
970 χρησμοῖσιν ἱκνεῖθ᾽ ὥστε πρὸς παίδων θανεῖν,
πῶς ἂν δικαίως τοῦτ᾽ ὀνειδίζοις ἐμοί,
ὃς οὔτε βλάστας πω γενεθλίους πατρός,
οὐ μητρὸς εἶχον, ἀλλ᾽ ἀγέννητος τότ᾽ ἦ;
εἰ δ᾽ αὖ φανεὶς δύστηνος, ὡς ἐγὼ ᾽φάνην,
975 εἰς χεῖρας ἦλθον πατρὶ καὶ κατέκτανον,
μηδὲν ξυνιεὶς ὧν ἔδρων εἰς οὕς τ᾽ ἔδρων,
πῶς ἂν τό γ᾽ ἆκον πρᾶγμ᾽ ἂν εἰκότως ψέγοις;
μητρὸς δέ, τλῆμον, οὐκ ἐπαισχύνῃ γάμους
οὔσης ὁμαίμου σῆς μ᾽ ἀναγκάζων λέγειν
980 οἵους ἐρῶ τάχ᾽; οὐ γὰρ οὖν σιγήσομαι
σοῦ γ᾽ εἰς τόδ᾽ ἐξελθόντος, ἀνόσιον στόμα.
ἔτικτε γάρ μ᾽ ἔτικτεν, ὤμοι μοι κακῶν,
οὐκ εἰδότ᾽ οὐκ εἰδυῖα, καὶ τεκοῦσά με
αὑτῆς ὄνειδος παῖδας ἐξέφυσέ μοι.
985 ἀλλ᾽ ἓν γὰρ οὖν ἔξοιδα, σὲ μὲν ἑκόντ᾽ ἐμὲ
κείνην τε ταῦτα δυσστομεῖν· ἐγὼ δέ νιν
ἄκων τ᾽ ἔγημα, φθέγγομαί τ᾽ ἄκων τάδε.
ἀλλ᾽ οὐ γὰρ οὔτ᾽ ἐν τοῖσδ᾽ ἀκούσομαι κακὸς
γάμοισιν οὔθ᾽ οὓς αἰὲν ἐμφορεῖς σύ μοι
990 φόνους πατρῴους ἐξονειδίζων πικρῶς.
ἓν γάρ μ᾽ ἄμειψαι μοῦνον ὧν σ᾽ ἀνιστορῶ.
εἴ τίς σε, τὸν δίκαιον, αὐτίκ᾽ ἐνθάδε
κτείνοι παραστάς, πότερα πυνθάνοι᾽ ἂν εἰ
πατήρ σ᾽ ὁ καίνων, ἢ τίνοι᾽ ἂν εὐθέως;
995 δοκῶ μέν, εἴπερ ζῆν φιλεῖς, τὸν αἴτιον
τίνοι᾽ ἄν, οὐδὲ τοὔνδικον περιβλέποις.
τοιαῦτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά,
θεῶν ἀγόντων· οἷς ἐγὼ οὐδὲ τὴν πατρὸς
ψυχὴν ἂν οἶμαι ζῶσαν ἀντειπεῖν ἐμοί.
1000 σὺ δ᾽, εἶ γὰρ οὐ δίκαιος, ἀλλ᾽ ἅπαν καλὸν
λέγειν νομίζων, ῥητὸν ἄρρητόν τ᾽ ἔπος,
τοιαῦτ᾽ ὀνειδίζεις με τῶνδ᾽ ἐναντίον.
καί σοι τὸ Θησέως ὄνομα θωπεῦσαι καλόν,
καὶ τὰς Ἀθήνας ὡς κατῴκηνται καλῶς·
1005 κᾆθ᾽ ὧδ᾽ ἐπαινῶν πολλὰ τοῦδ᾽ ἐκλανθάνῃ,
ὁθούνεκ᾽ εἴ τις γῆ θεοὺς ἐπίσταται
τιμαῖς σεβίζειν, ἥδε τῷδ᾽ ὑπερφέρει·
ἀφ᾽ ἧς σὺ κλέψας τὸν ἱκέτην γέροντ᾽ ἐμὲ
αὐτόν τ᾽ ἐχειροῦ τὰς κόρας τ᾽ οἴχῃ λαβών.
1010 ἀνθ᾽ ὧν ἐγὼ νῦν τάσδε τὰς θεὰς ἐμοὶ
καλῶν ἱκνοῦμαι καὶ κατασκήπτω λιταῖς
ἐλθεῖν ἀρωγοὺς ξυμμάχους θ᾽, ἵν᾽ ἐκμάθῃς
οἵων ὑπ᾽ ἀνδρῶν ἥδε φρουρεῖται πόλις.

ΚΡ. Εγώ, του Αιγέα γιε, μήτε την πόλη αυτήν άνανδρη
940τη λογάριασα μήτε κι αστόχαστα, όπως εσύ το λες,
συντέλεσα το έργο μου. Ποτέ μου δεν φαντάστηκα
πως κάποιους θα τους έπιανε, για συγγενείς δικούς μου,
τόσος και τέτοιος ζήλος, αυτούς να τρέφουν με το έτσι θέλω.
Πίστευα μέσα μου πως ένας πατροκτόνος, αιμομίκτης,
945δεν θα γινότανε εδώ δεκτός, ένας που βρέθηκε χωμένος
σ᾽ ανίερους γάμους, παιδιού με μάνα.
Είχα εξάλλου επίγνωση ότι στα χώματά σας σύμβουλος στέκει
συνετός ο Άρειος Πάγος, κι αυτός δεν επιτρέπει
στην πόλη να κυκλοφορούν τέτοιοι αλήτες.
950Σ᾽ αυτόν στηρίχτηκα κι έβαλα χέρι στο θήραμά μου.
Και μολαταύτα δεν θα το τολμούσα, αν αυτός ο άθλιος
δεν έριχνε βαριές κατάρες πάνω μου, σ᾽ εμένα και στο γένος μου.
Μετά από τόση προσβολή, ένιωσα χρέος
ν᾽ αντιδράσω. Γιατί ο θυμός ποτέ του δεν γερνά·
πεθαίνει με τον θάνατο, και μόνο οι πεθαμένοι
955μένουν αναίσθητοι.
Απέναντι σ᾽ αυτά εσύ θα πράξεις όπως θες.
Όσο για μένα η μοναξιά, κι ας λέω δίκαια πράγματα,
με κάνει αδύναμο. Κι όμως μπροστά σε τέτοιες πράξεις,
παρά τα τόσα χρόνια μου, θα δοκιμάσω κι εγώ ν᾽ αντισταθώ.
960ΟΙ. Γλώσσα αναίσχυντη, ποιόν καθυβρίζεις τώρα;
εμένα που είμαι γέρος; ή τα δικά σου γηρατειά;
Που βρώμισες το στόμα σου μιλώντας για φόνους και για γάμους,
για συμφορές που τις φορτώθηκα ο ταλαίπωρος χωρίς να φταίω;
Μπορεί και να ᾽ταν θέλημα θεού, αν οι θεοί οργίστηκαν
965με τη γενιά μου. Όμως σ᾽ εμένα, πάνω μου, όσο κι αν ψάξεις,
δεν θα βρεις ένοχο στίγμα ανάλογο με τα μεγάλα σφάλματα,
όσα με βάρυναν κι έπληξαν τους δικούς μου.
Πες μου ωστόσο για να μάθω· αν ήταν πεπρωμένο του,
αν στον πατέρα μου έφτασε ο χρησμός πως κάποιο
970απ᾽ τα παιδιά του θα τον σκότωνε, με ποιό δικαίωμα φορτώνεις
πάνω στους ώμους μου αυτό το όνειδος;
Όταν δεν μ᾽ είχε ακόμη σπείρει εκείνος στην κοιλιά της μάνας μου
κι ήμουν αγέννητος; Αλλά, κι όταν γεννήθηκα,
όπως γεννήθηκα, μαύρη μου συμφορά, όταν
975με τον πατέρα μου ήλθα στα χέρια και τον σκότωσα,
δίχως να ξέρω το τί κάνω, σε ποιόν το κάνω, πώς
μια τέτοια πράξη αθέλητη μπορείς εσύ σε βάρος μου
να την καταλογίζεις; Αλλά και για της μάνας μου τους γάμους,
της αδελφής σου άθλιε, δεν ντρέπεσαι να μ᾽ αναγκάζεις
980τώρα να μιλήσω; Γιατί θα πω πώς έγιναν, δεν θα κρατήσω πια
το στόμα μου κλειστό, αφού κι εσύ ξεστόμισες
τ᾽ ανόσια λόγια σου.
Με γέννησε, αυτή με γέννησε, αρχή της συμφοράς μου,
δίχως να ξέρει, δίχως να το ξέρω.
Κι αφού στον κόσμο μ᾽ έφερε, μαζί μου φύτεψε παιδιά,
985όνειδος φοβερό. Απ᾽ όλα αυτά, ένα καλά το ξέρω·
σ᾽ αρέσει να ονειδίζεις τη μάνα μου κι εμένα.
Κι όμως εγώ ζευγάρωσα μαζί της δίχως να το θέλω,
όπως κι αυτά που ομολογώ, άθελα βγαίνουν απ᾽ το στόμα μου.
Γι᾽ αυτό κανείς εδώ δεν θα με κρίνει ένοχο, πιστεύω,
μήτε για τους παλιούς μου γάμους, που εσύ μου ρίχνεις πάντα
κατά πρόσωπο, μήτε και για τον φόνο του πατέρα μου,
990που λίγο πριν γι᾽ αυτόν πικρά με κατηγόρησες.
Σ᾽ άλλο ερώτημά μου αποκρίσου τώρα· αν προς στιγμή
στεκόταν πλάι σου θέλοντας κάποιος, τον δίκαιο εσένα,
να σκοτώσει, μήπως θα γύρευες να μάθεις πρώτα
αν ο φονιάς είναι ο πατέρας σου; Ή θα τον τιμωρούσες πάραυτα;
995Αν τη ζωή σου αγαπάς, πιστεύω πως θα σκότωνες
τον ένοχο, δίχως την ώρα εκείνη να σκεφτείς τί λέει το δίκιο.
Λοιπόν σε τέτοια συμφορά της τύχης βούλιαξα κι εγώ,
μπορεί κάποιος θεός να μ᾽ έσπρωξε. Όμως το αισθάνομαι,
δεν θα ᾽λεγε το αντίθετο και του πατέρα μου η ψυχή, αν ζούσε.
1000Μα τώρα εσύ, άδικος από φυσικού σου, ωραίο νομίζεις είναι
το καθετί να ξεστομίζεις, ρητό κι απόρρητο, κι έτσι μπροστά
σ᾽ αυτούς τολμάς να μ᾽ ονειδίζεις.
Αλλά και του Θησέα τ᾽ όνομα βρίσκεις καλό να κολακέψεις,
και την Αθήνα βέβαια, που πολιτεύεται τόσο σωστά.
1005Ωστόσο μέσα στους πολλούς επαίνους, ένα σου ξέφυγε·
αν κάποια χώρα υπάρχει που ξέρει τους θεούς να σέβεται
και να τιμά, η πόλη αυτή σ᾽ αυτό πολύ υπερέχει.
Κι όμως πήγες εσύ κρυφά έναν ικέτη γέροντα να κλέψεις,
να βάλεις χέρι σ᾽ εμένα και τις κόρες μου, τις πήρες κιόλας
για να φύγεις.
1010Αλλά κι εγώ επικαλούμαι τώρα τις θεές του τόπου,
στα γόνατα προσπέφτω και παρακαλώ, πλάι μου να σταθούν,
να με συντρέξουν, ώστε κι εσύ να μάθεις κάποτε
την πόλη αυτή ποιοί την φρουρούν.


ΚΡΕ. Όχι γιατί νομίζω αυτή την πόλη
έρημη από άντρες, ω Θησέα, μα κι ούτε
940άσκεφτα, καθώς λες εσύ, έχω κάμει
αυτά που ᾽καμα, αλλά γιατί γνωρίζω
πως δεν μπορούνε αυτοί ποτέ γι᾽ ανθρώπους
ομοαίματούς μου να ᾽χουν τέτοιο ζήλο,
που αθέλητά μου εμένα να τους τρέφουν.
Κι ήξερ᾽ ακόμα πως δε θα δεχόνταν
στη γη τους ένα πατροχτόνο κι ένα
μιαρό, που βρέθηκαν να τον βαραίνουν
ανόσιοι γάμοι με παιδιά από κείνους.
Γιατί, γνώριζα εγώ, πως έχουν τέτοιο
στον τόπο εδώ καλό συμβουλευτή των,
τον Άρειο Πάγο, που δεν επιτρέπει
να κάθουνται στην πόλη τους μαζί των
παρόμοιοι αλήτες· και μ᾽ αυτή την πίστη
950βάλθηκα και την άγρη αυτή να πιάσω.
Μα πάλι δε θα το ᾽κανα αν δεν ήταν
να ξεστόμιζε αυτός πικρές κατάρες
για μένα και για τη γενιά μου· κι έτσι
πειραγμένος και γω νόμισα δίκιο
να τον εκδικηθώ μ᾽ αυτό τον τρόπο·
γιατ᾽ ο θυμός γεράματα δεν ξέρει,
παρ᾽ αν τον σβήσει ο θάνατος και μόνο
τους πεθαμένους τίποτα δεν πιάνει.
Και σ᾽ αυτά πάνω κάμε εσύ ό,τι θέλεις,
γιατ᾽ εγώ μόνος μου είμαι, κι αυτό, μ᾽ όλα
τα δίκια πὄχω, αδύνατο με κάνει·
στα έργα σας όμως, όσο γέρος να ᾽μαι,
μ᾽ έργα θα προσπαθήσω ν᾽ αντιπράξω.
960ΟΙΔ. Τέρας αδιαντροπιάς, ποιόν θαρρείς τάχα,
εμέ τον γέροντα ή τον εαυτό σου
πως πιάνουν πιότερο οι βρισιές αυτές σου;
Που φόνους απ᾽ το στόμα σου και γάμους
και συφορές μού πέταξες, που πήρα
ο δύστυχος απάνω μου άθελά μου·
μα θ᾽ άρεσ᾽ έτσι στους θεούς, που θα ᾽ταν
ίσως από παλιά με τη γενιά μας
οργισμένοι· μα όσο για με τον ίδιο
δε θα μου ᾽βρισκες φταίξιμο κανένα
να μου ονειδίσεις, που εξ αιτίας του
να πέσω σ᾽ όσες έπεσα αμαρτίες,
για δικό μου κακό και των δικών μου.
Γιατί, μάθε μου αλήθεια, αν οι χρησμοί
προφήτευαν πως ήθελε πεθάνει
970ο πατέρας μου από παιδιών του χέρια,
πώς θα ᾽ταν δίκιο απάνω μου να ρίχνεις
το έγκλημ᾽ αυτό, που ακόμη εγώ δεν είχα
δεχτεί το σπέρμα της ζωής μου μήτε
από πατέρα μήτε από μητέρα,
παρά ήμουν τότε αγέννητος; Κι αν πάλι,
αφού ο δόλιος στο φως βγήκα όπως βγήκα,
ήρθα με τον πατέρα μου στα χέρια
και τον σκότωσα, δίχως να γνωρίζω
ούτε τί κάνω, ούτε σε ποιούς το κάνω,
πώς σωστό θα ᾽ταν πράξη να μου βρίζεις
αθέλητή μου; Το ίδιο και για τους γάμους
της μητέρας μου, άθλιε, δεν ντρέπεσαι
που σού ηταν κι αδερφή, να μ᾽ αναγκάζεις
να κάνω λόγο κι όμως θα μιλήσω
980γι᾽ αυτούς· γιατί δεν πρέπει να σιωπήσω
μια που στο ανόσιο στόμα σου τους πήρες.
Ναι, μάνα μου ήταν, μάνα, οϊμέ, οϊμένα,
κι ενώ παιδί της ήμουν, γέννησε
παιδιά, για ατίμωσή της, από μένα.
Μα ένα ξέρω καλά, πως συ το θέλεις
και κακομελετάς και με και κείνη,
ενώ εγώ την παντρεύτηκα άθελά μου
κι άθελά μου φέρνω σ᾽ αυτά το λόγο.
Μα ούτε ποτέ κανείς γι᾽ αυτούς τους γάμους
ένοχο θα με πει κι ούτε για κείνους
που μου φορτώνεις πάντα εσύ τους φόνους
990πικρά ονειδίζοντάς με, του πατέρα.
Γιατί ένα μόνο απάντα μου, που θέλω
να σε ρωτήσω· αν έβγαινε κανένας
έξαφνα εδώ να σε σκοτώσει εσένα
το δίκαιο, θα καθόσουν να εξετάσεις
μη θα ᾽τανε πατέρας σου ο φονιάς σου,
ή θα ᾽βλεπες ευτύς να τον πλερώσεις;
Πιστεύω, αν τη ζωή αγαπάς, πως μόνο
θα κοίταζες να τον ξεκάμεις κι ούτε
θα εξέταζες αν ήταν δίκιο ή όχι.
Σε τέτοια λοιπόν μ᾽ έσυραν και μένα
κακά οι θεοί να πέσω· κι είμαι βέβαιος
πως ούτε του πατέρα μου η ψυχή
δε θα ᾽χε, αν ζούσε, τίποτα να λέει
άλλο απ᾽ αυτά που λέω κι εγώ. Μα εσύ,
1000γιατί δεν είσαι δίκιος και νομίζεις
καλό να λες όσα στο στόμα σού έρθουν
άρρητ᾽ αθέμιτα, τέτοιες μου ρίχνεις
βρισιές εδώ μπροστά σ᾽ αυτούς τους ξένους.
Κι ενώ βρίσκεις καλό να κολακεύεις
τ᾽ όνομα του Θησέα και την Αθήνα,
πόσο στέκει καλά κυβερνημένη,
μες στους πολλούς αυτούς επαίνους, ένα
μόνο ξεχνάς, πως αν υπάρχει χώρα
που ξέρει τους θεούς να σέβεται
και να τιμά, πρώτη σ᾽ αυτό είναι τούτη,
που θέλησες εσύ να της αρπάξεις
τον ικέτη της, το γέροντα εμένα,
που και στον ίδιο απάνω έβαλες χέρι
και που παίρνεις τις κόρες μου και πας.
1010Γι᾽ αυτό τώρα κι εγώ τις θέαινες τούτες
κράζοντας ικετεύω και προσπέφτω
με παρακάλια ολόθερμα, να μου έρθουν
βοηθοί και σύμμαχοί μου, για να μάθεις
και συ ποιοί άντρες φρουρούν αυτή την πόλη.


ΚΡΕ. Μήτε από ανθρώπους έρημη την πολιτεία τούτη,
940παιδί του Αιγέα, παίρνοντας, μηδέ και σκλαβωμένη,
καθώς συ λες, έκαμα αυτά, παρά ξέροντας ότι
ποτέ δε θα την έπιανεν η πιθυμιά να θρέφει
τους εδικούς μου συγγενείς χωρίς τη θέλησή μου.
Και το ᾽ξερα πως άνθρωπο, που μολεμένος είναι
και του πατέρα του φονιάς και που βρεθήκαν να ᾽ναι
οι γάμοι του τόσο άνομοι, δε θα τονε δεχόταν.
Ήξερα ακόμη, πως εδώ Άρειος Πάγος είναι
ντόπιος, με τόση φρόνηση, που δεν αφήνει τέτοιους
ζητιάνους να κονεύουνε μαζί στη χώρα τούτη·
950σ᾽ αυτόν εγώ πιστεύοντας έπαιρν᾽ αυτές τις κόρες.
Και τούτο δε θα το ᾽κανα, ανίσως με κατάρες
πικρές δεν καταριότανε κι εμέ και τη γενιά μου·
να κάμω αυτά από μέρος μου για όσα έπαθα ζητούσα.
Γιατί άλλο από το θάνατο δεν έχει ο θυμός τέλος,
κι οι πεθαμένοι μοναχά δε νιώθουν καμιά λύπη.
Ό,τι κι αν θέλεις ημπορείς για τούτα να μου κάμεις·
γιατί με κάνει αδύνατον η μοναξιά μου, μόσο
κι αν λέω τώρα τα σωστά· μ᾽ ανίσως βάλεις χέρι
σ᾽ εμένα, θα διαφεντευτώ, μόσο κι αν είμαι γέρος.
960ΟΙΔ. Ω ξαδιαντροπρόσωπε! ποιόνε θαρρείς πως βρίζεις
μ᾽ αυτά, που λες, εμένανε το γέρο ή εσέ τον ίδιο;
Τί μολογάει το στόμα σου για με φόνους και γάμους
και συφορές, που τράβηξα χωρίς να θέλω ο δόλιος,
γιατί άρεσ᾽ έτσι στους θεούς, που απ᾽ τα παλιά τα χρόνια
ίσως θενά ᾽χαν μάνητα βαριά για τη γενιά μου!
Γιατί για εμέ τον ίδιονε δε θα μπορέσεις νά ᾽βρεις
καμιάν από αμαρτία ντροπή, που απ᾽ αφορμή της τούτα
για εμέ τον ίδιο αμάρτημα και τους δικούς μου ήταν.
Γιατί για πες μου: αν έλεγαν οι προφητείες ότ᾽ είναι
970γραμμένο στον πατέρα μου να πάει απ᾽ το παιδί του,
πώς δίκια θα ᾽ριχνες σ᾽ εμέ την κατηγόρια τούτη,
που ακόμη ούτε ο πατέρας μου δε μ᾽ είχε σπείρει, μήτε
κι η μάνα μ᾽ είχε στην κοιλιά, παρ᾽ αγέννητος ήμουν;
Κι αν πάλι, αφού κακόμοιρος στο φως βγήκα, όπως βγήκα,
ήλθα με τον πατέρα μου στα χέρια και τον σκότωσα,
χωρίς να ξέρω τί έκανα και σε ποιανούς, πώς δίκια
για πράγμ᾽ αθέλητο μπορείς να με κατηγορήσεις;
Μα, δύστυχε, δεν ντρέπεσαι να μ᾽ αναγκάζεις τώρα
να λέω για της μάνας μου, που είν᾽ αδερφή δική σου,
980τους γάμους; Θα τους πω· γιατί κι εγώ δε θα σωπάσω,
αφού κι εσύ ξεστόμισες αυτά τ᾽ άτιμα λόγια.
Ήτανε μάνα μου, ήτανε, οϊμένα συφορές μου,
χωρίς να ξέρω μήτε εγώ μήτε κι αυτή, κι αν κι ήταν
μητέρα μου, μου γέννησε παιδιά, να ᾽ναι ντροπή της.
Ένα όμως ξέρω εγώ καλά, πως συ με θέλησή σου
γι᾽ αυτά κι εμέ κακολογάς κι εκείνη, ενώ άθελά μου
εγώ την επαντρεύτηκα κι άθελα τούτα λέω.
Μα μήτε για το γάμο αυτό θα με κατηγορήσουν,
μήτε για του πατέρα μου το σκοτωμό, που πάντα
990ωσάν βρισιά φαρμακερή κατάμουτρα μου ρίχνεις.
Όμως σ᾽ έν᾽ αποκρίσου μου απ᾽ όσα σε ρωτάω·
εδώ αν ερχότανε κανείς άξαφνα να σκοτώνει
το δίκιο εσένα, θα ᾽θελες να μάθεις πρώτα μήπως
είναι πατέρας σου ο φονιάς ή θα χτυπάς αμέσως;
Μα, αν αγαπάς τη ζήση σου, θαρρώ, πως τον κακούργο
θα τιμωρείς και το σωστό δε θα ᾽ψαχνες να βρίσκεις.
Κι εμένα τέτοια συφορά, θεοσταλμένη, μ᾽ ήβρε,
που εγώ, κι αν του πατέρα μου ζούσε η ψυχή, νομίζω,
ότι δε θα ᾽χε τίποτα σ᾽ αυτά να μ᾽ αντιλέει.
1000Όμως εσύ, επειδή σωστός δεν είσαι, αλλά νομίζεις,
ότι να λες κάθε κρυφό και φανερό καλό ειναι,
εμπρός σ᾽ αυτούς τέτοιες βρισιές μού ρίχνεις. Του Θησέα
να κολακέψεις τ᾽ όνομα, είναι καλό για σένα,
και την Αθήνα, ότι έχει
καλή πολιτεία· μα έπειτα, αν κι έτσι τους παινεύεις,
τούτο ξεχνάς: ότι, αν καμιά χώρα τους θεούς της ξέρει
να τους λατρεύει με τιμές, τούτη σ᾽ αυτό είναι πρώτη.
Μα εσύ, σαν κλέφτης, απ᾽ αυτή κι εμέ τον ίδιο αρπάζεις
το γέρο παρακαλεστή, και φεύγεις αφού πήρες
1010τις κόρες μου. Κι εγώ γι᾽ αυτό γονατιστός προσπέφτω
τώρα σε τούτες τις θεές κι απ᾽ της καρδιάς τα βάθη
παρακαλώ να μου ᾽ρθουνε βοηθοί μου, για να μάθεις
απ᾽ άντρες ποιούς φυλάγεται η πολιτεία τούτη.