Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1249-1283)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ Δ΄


ΑΝ. καὶ μὴν ὅδ᾽ ἡμῖν, ὡς ἔοικεν, ὁ ξένος
1250 ἀνδρῶν γὲ μοῦνος, ὦ πάτερ, δι᾽ ὄμματος
ἀστακτὶ λείβων δάκρυον ὧδ᾽ ὁδοιπορεῖ.
ΟΙ. τίς οὗτος; ΑΝ. ὅνπερ καὶ πάλαι κατείχομεν
γνώμῃ, πάρεστι δεῦρο Πολυνείκης ὅδε.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
οἴμοι, τί δράσω; πότερα τἀμαυτοῦ κακὰ
1255 πρόσθεν δακρύσω, παῖδες, ἢ τὰ τοῦδ᾽ ὁρῶν
πατρὸς γέροντος; ὃν ξένης ἐπὶ χθονὸς
σὺν σφῷν ἐφηύρηκ᾽ ἐνθάδ᾽ ἐκβεβλημένον,
ἐσθῆτι σὺν τοιᾷδε, τῆς ὁ δυσφιλὴς
γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος
1260 πλευρὰν μαραίνων, κρατὶ δ᾽ ὀμματοστερεῖ
κόμη δι᾽ αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται·
ἀδελφὰ δ᾽, ὡς ἔοικε, τούτοισιν φορεῖ
τὰ τῆς ταλαίνης νηδύος θρεπτήρια.
ἁγὼ πανώλης ὄψ᾽ ἄγαν ἐκμανθάνω·
1265 καὶ μαρτυρῶ κάκιστος ἀνθρώπων τροφαῖς
ταῖς σαῖσιν ἥκειν· τἀμὰ μὴ ᾽ξ ἄλλων πύθῃ.
ἀλλ᾽ ἔστι γὰρ καὶ Ζηνὶ σύνθακος θρόνων
Αἰδὼς ἐπ᾽ ἔργοις πᾶσι, καὶ πρὸς σοί, πάτερ,
παρασταθήτω· τῶν γὰρ ἡμαρτημένων
1270 ἄκη μέν ἐστι, προσφορὰ δ᾽ οὐκ ἔστ᾽ ἔτι.
τί σιγᾷς;
φώνησον, ὦ πάτερ, τι· μή μ᾽ ἀποστραφῇς.
οὐδ᾽ ἀνταμείβῃ μ᾽ οὐδέν, ἀλλ᾽ ἀτιμάσας
πέμψεις ἄναυδος, οὐδ᾽ ἃ μηνίεις φράσας;
1275 ὦ σπέρματ᾽ ἀνδρὸς τοῦδ᾽, ἐμαὶ δ᾽ ὁμαίμονες,
πειράσατ᾽ ἀλλ᾽ ὑμεῖς γε κινῆσαι πατρὸς
τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμα,
ὡς μή μ᾽ ἄτιμον, τοῦ θεοῦ γε προστάτην,
οὕτως ἀφῇ με μηδὲν ἀντειπὼν ἔπος.
1280 ΑΝ. λέγ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽, αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει.
τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ᾽ ἢ τέρψαντά τι
ἢ δυσχεράναντ᾽ ἢ κατοικτίσαντά πως
παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


ΑΝ. Νά τος, πατέρα, έρχεται ο ξένος κατά δω,
1250μόνος του κι ασυνόδευτος, με μάτια βουρκωμένα,
βρύση τρέχει το δάκρυ του.
ΟΙ. Ποιός;
ΑΝ. Αυτός που ώρα τώρα μελετούσαμε, ο Πολυνείκης,
βρίσκεται εδώ, μπροστά μας.
ΠΟ. Πώς πρέπει αλήθεια να φερθώ; να κλάψω πρώτα
1255τα δικά μου βάσανα, αδελφές μου, ή τα πάθη βλέποντας
του γέροντα πατέρα μου;
Που εδώ τον βρίσκω, μαζί μ᾽ εσάς, σε ξένη χώρα εξόριστο,
μ᾽ αυτό το απαίσιο ρούχο, που η λέρα του φριχτή
1260γέρασε πάνω στο γέρικο κορμί του, και το μάρανε.
Πρόσωπο δίχως μάτια, και τα μαλλιά του αχτένιστα
τα παίρνει ο αγέρας. Παρόμοια φαίνεται και της ταλαίπωρης
κοιλιάς του η θρέψη.
Κι εγώ ο κατάρατος, που τα μαθαίνω όλα τόσο αργά,
1265ομολογώ, άλλος κανείς χειρότερος δεν φάνηκε στον κόσμο
από μένα, αφού του φέρθηκα όπως του φέρθηκα,
αδιάφορος για τη συντήρησή του.
Ολέθρια τα σφάλματά μου, δεν θα τ᾽ ακούσεις
από ξένο στόμα.
Αλλά στον θρόνο του Διός μαζί του κάθεται πονετική
η Αιδώς, για κάθε πράξη ανθρώπινη. Η λύπηση, πατέρα,
1270πλάι σου ας παρακαθήσει. Πολλά τα λάθη που έκανα,
δεν περισσεύουν άλλα. Όμως γιατί σωπαίνεις;
Μίλα, πατέρα, πες μου κάτι, μην αποστρέφεις
το πρόσωπό σου. Καμιά ανταπόκριση; έτσι αμίλητος
θα με περιφρονήσεις, θα με διώξεις; μήτε
τον λόγο της οργής σου δεν θα φανερώσεις;
1275Ω, σεις βλαστάρια του, αδελφές από το ίδιο αίμα,
εσείς τουλάχιστον κάντε κάτι, το στόμα του ο πατέρας μου
ν᾽ ανοίξει, που σφραγισμένο τώρα το κρατεί κι άφωνος
μένει· να μη μ᾽ αφήσει ατιμασμένο, δίχως μια λέξη να μου
πει, ικέτης είμαι του θεού.
1280ΑΝ. Καλύτερα να πεις εσύ, ταλαίπωρε, ποιά η ανάγκη
που σε φέρνει εδώ.
Γιατί ατσιγκούνευτα τα λόγια δίνουν τη μια φορά ευχαρίστηση,
δυσφορία την άλλη· άλλοτε συγκινούν, συχνά ωστόσο
βγάζουν κι απ᾽ τον αμίλητο φωνή.


ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΑΝΤ. Μα νά τον, καθώς φαίνεται, κι ο ξένος
1250που μόνος δίχως συντροφιά, πατέρα,
προσχωρεί κατά δω και βρύση χύνει
το δάκρυ από τα μάτια του. ΟΙΔ. Ποιός είναι;
ΑΝΤ. Αυτός που βάλαμ᾽ εξαρχής στο νου μας,
ο Πολυνείκης, στέκεται εδώ μπρος μας.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Αχ, τί να κάμω; του ίδιου εμένα πρώτα
τα βάσανα, αδερφές μου, να θρηνήσω,
ή αυτά, που βλέπω εδώ του γέρνοντά μας
πατέρα; που έτσι εδώ στα ξένα μέρη
μαζί με σας τον βρίσκω εξορισμένο,
με τέτοια φορεσιά, που η άθλιά της λέρα
γερνά πάνω στο γέρικο κορμί του
και το καταφρονά, κι ο αγέρας γύρω
1260στ᾽ αόμματο κεφάλι του ανεμίζει
τ᾽ αχτένιστα μαλλιά του· κι όμοια θα ᾽ναι,
μου φαίνεται, και της φτωχής κοιλιάς του
η πόρεψη, που κουβαλάει μαζί του.
Κι όλα αυτά εγώ ο κατάρατος μαθαίνω
αργά παρά πολύ κι ομολογώ
μπρος σ᾽ αυτές σου τις στέρησες, πως σου είμαι
ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου.
Μα όμως και πλάι στο Δία ομόθρονή του
η Συμπάθηση κάθεται για κάθε
πράξη· κι ας σου παρασταθεί και σένα,
πατέρα μου, γιατί τα φταίσματά μου
1270έχουν γιατρειά και πια δεν είναι φόβος
χειρότερα να γίνουν. — Τί σωπαίνεις;
Πατέρα, πες μου κάτι· μη μου στρέφεις
το πρόσωπό σου· δε θα μου απαντήσεις
μια λέξη, μα έτσι περιφρονημένο
θα με διώξεις, χωρίς μιλιά να βγάλεις
να μου πεις γιατί μου είσαι οργισμένος;
Μα, ω σεις, παιδιά του κι αδερφές δικές μου,
εσείς καν προσπαθήστε τον ν᾽ ανοίξει
το πεισμωμένο δύσκολό του στόμα,
για να μη στείλει του Θεού ικέτη εμένα
από κει που ήρθα καταφρονεμένο
και δίχως μήτε λέξη ν᾽ απαντήσει.
1280ΑΝΤ. Μα πες και συ, ταλαίπωρε, ποιά ανάγκη
σε φέρνει εδώ· γιατί τα πολλά λόγια,
ή ευχαριστήσουν, ή εξοργίσουν, είτε
και κάπως συγκινήσουν, δίνουν τέλος
φωνή στο στόμα που φωνή δεν είχε.


ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΑΝΤ. Και νά, καθώς μου φαίνεται, έρχεται δώθε ο ξένος
1250μονάχος του, πατέρα μου, χωρίς ακολουθία,
από τα μάτια χύνοντας τα δάκρυα σαν ποτάμι.
ΟΙΔ. Ποιός είναι αυτός; ΑΝΤ. Εκείνος, που τον είχαμε στο νου μας
από πρωτύτερα· είν᾽ εδώ, νά τος ο Πολυνείκης.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Σαν τί να κάμω, αλίμονο! Πρώτα τις συφορές μου
να κλάψω εγώ, αδερφούλες μου, ή τούτα εδώ, που βλέπω
του γέρου του πατέρα μας; που εδώ σε ξένη χώρα
τον βρίσκω εξόριστο μ᾽ εσάς, φορώντας τέτοια ρούχα,
όπου η παλιά σιχαμερή λέρα είναι καθισμένη
για συντροφιά του γέροντα, τρώγοντας τα πλευρά του·
1260και τα μαλλιά τ᾽ αχτένιστα του κεφαλιού, που μάτια
δεν έχει πια, ανεμίζουνται εδώθε-κείθε · κι όμοια
μ᾽ αυτά, καθώς μου φαίνεται, και τη θροφή θενά ᾽χει
της κακορίζικης κοιλιάς· και τούτα τα μαθαίνω
εγώ ο χαμένος πολύ αργά · και μόνος μου το λέω:
δείχτηκα ο πιο παλιάνθρωπος όσο για τη θροφή σου·
—δεν είναι ανάγκη απ᾽ άλλονε κανένα να τ᾽ ακούσεις.
Όμως κι ο Δίας στο θρόνο του παραστεκάμενη έχει
την Καλοσύνη· και σ᾽ εσέ σιμά ας σταθεί, πατέρα.
Για τα δικά μου σφάλματα υπάρχει θεραπεία
1270κι ούτε είναι δυνατό ποτέ να μεγαλώσουν άλλο.
Γιατί σωπαίνεις;
Πες μου, πατέρα, τίποτα· το πρόσωπο μη στρίβεις
αλλού· διόλου δε μ᾽ απαντάς; μα θα με διώξεις τόσο
περιφρονητικά, χωρίς να μου μιλήσεις, δίχως
για όσα θυμώνεις να μου ειπείς; Μα εσείς, σπορές του ανθρώπου
τούτου, κι εμέναν᾽ αδερφές, εσείς για δοκιμάστε
ν᾽ ανοίξτε του πατέρα μας το στόμα το κλεισμένο
και το δυσκολοσίμωτο, να μη με διώξει εδώθε
ατιμασμένο και χωρίς να μ᾽ απαντήσει λέξη.
1280ΑΝΤ. Ποιά ανάγκη σ᾽ έκαμε να ᾽ρθείς, δυστυχισμένε, λέγε.
Γιατί τα λόγια τα πολλά, αν δυσαρέσκεια φέρουν
ή κάποια ευχαρίστηση ή συγκινήσουν κάπως,
κάνουνε τους αμίλητους να ξεστομίσουν κάτι.