Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (800-843)

800 ΚΡ. πότερα νομίζεις δυστυχεῖν ἔμ᾽ εἰς τὰ σὰ
ἢ σ᾽ εἰς τὰ σαυτοῦ μᾶλλον ἐν τῷ νῦν λόγῳ;
ΟΙ. ἐμοὶ μέν ἐσθ᾽ ἥδιστον εἰ σὺ μήτ᾽ ἐμὲ
πείθειν οἷός τ᾽ εἶ μήτε τούσδε τοὺς πέλας.
ΚΡ. ὦ δύσμορ᾽, οὐδὲ τῷ χρόνῳ φύσας φανῇ
805 φρένας ποτ᾽, ἀλλὰ λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφῃ;
ΟΙ. γλώσσῃ σὺ δεινός· ἄνδρα δ᾽ οὐδέν᾽ οἶδ᾽ ἐγὼ
δίκαιον ὅστις ἐξ ἅπαντος εὖ λέγει.
ΚΡ. χωρὶς τό τ᾽ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὸ καίρια.
ΟΙ. ὡς δὴ σὺ βραχέα, ταῦτα δ᾽ ἐν καιρῷ λέγεις.
810 ΚΡ. οὐ δῆθ᾽ ὅτῳ γε νοῦς ἴσος καὶ σοὶ πάρα.
ΟΙ. ἄπελθ᾽, ἐρῶ γὰρ καὶ πρὸ τῶνδε, μηδέ με
φύλασσ᾽ ἐφορμῶν ἔνθα χρὴ ναίειν ἐμέ.
ΚΡ. μαρτύρομαι τούσδ᾽, οὐ σέ, πρός γε τοὺς φίλους
οἷ᾽ ἀνταμείβῃ ῥήματ᾽, ἤν σ᾽ ἕλω ποτέ …
815 ΟΙ. τίς δ᾽ ἄν με τῶνδε συμμάχων ἕλοι βίᾳ;
ΚΡ. ἦ μὴν σὺ κἄνευ τοῦδε λυπηθεὶς ἔσῃ.
ΟΙ. ποίῳ σὺν ἔργῳ τοῦτ᾽ ἀπειλήσας ἔχεις;
ΚΡ. παίδοιν δυοῖν σοι τὴν μὲν ἀρτίως ἐγὼ
ξυναρπάσας ἔπεμψα, τὴν δ᾽ ἄξω τάχα.
820 ΟΙ. οἴμοι. ΚΡ. τάχ᾽ ἕξεις μᾶλλον οἰμώζειν τάδε.
ΟΙ. τὴν παῖδ᾽ ἔχεις μου; ΚΡ. τήνδε τ᾽ οὐ μακροῦ χρόνου.
ΟΙ. ἰὼ ξένοι, τί δράσετ᾽; ἦ προδώσετε,
κοὐκ ἐξελᾶτε τὸν ἀσεβῆ τῆσδε χθονός;
ΧΟ. χώρει, ξέν᾽, ἔξω θᾶσσον· οὔτε γὰρ τανῦν
825 δίκαι᾽ ἃ πράσσεις, οὔθ᾽ ἃ πρόσθεν εἴργασαι.
ΚΡ. ὑμῖν ἂν εἴη τήνδε καιρὸς ἐξάγειν
ἄκουσαν, εἰ θέλουσα μὴ πορεύσεται.
ΑΝ. οἴμοι τάλαινα, ποῖ φύγω; ποίαν λάβω
θεῶν ἄρηξιν ἢ βροτῶν; ΧΟ. τί δρᾷς, ξένε;
830 ΚΡ. οὐχ ἅψομαι τοῦδ᾽ ἀνδρός, ἀλλὰ τῆς ἐμῆς.
ΟΙ. ὦ γῆς ἄνακτες. ΧΟ. ὦ ξέν᾽, οὐ δίκαια δρᾷς.
ΚΡ. δίκαια. ΧΟ. πῶς δίκαια; ΚΡ. τοὺς ἐμοὺς ἄγω.

ΟΙ. ἰὼ πόλις. [στρ.]
ΧΟ. τί δρᾷς, ὦ ξέν᾽; οὐκ ἀφήσεις; τάχ᾽ εἰς
835 βάσανον εἶ χερῶν.
ΚΡ. εἴργου. ΧΟ. σοῦ μὲν οὔ, τάδε γε μωμένου.
ΚΡ. πόλει μαχῇ γάρ, εἴ τι πημανεῖς ἐμέ.
ΟΙ. οὐκ ἠγόρευον ταῦτ᾽ ἐγώ; ΧΟ. μέθες χεροῖν
τὴν παῖδα θᾶσσον. ΚΡ. μὴ ᾽πίτασσ᾽ ἃ μὴ κρατεῖς.
840 ΧΟ. χαλᾶν λέγω σοι. ΚΡ. σοὶ δ᾽ ἔγωγ᾽ ὁδοιπορεῖν.
ΧΟ. προβᾶθ᾽ ὧδε, βᾶτε, βᾶτ᾽, ἔντοποι·
πόλις ἐναίρεται, πόλις ἐμά, σθένει·
προβᾶθ᾽ ὧδέ μοι.

800ΚΡ. Και ποιός νομίζεις τώρα πως βγαίνει δυστυχής
σ᾽ αυτή μας τη συζήτηση; εγώ με τα καμώματά σου;
εσύ μ᾽ αυτά που λες και κάνεις;
ΟΙ. Όχι, για μένα η πιο μεγάλη απόλαυση είναι
που δεν μπορείς κανέναν με τα λόγια σου να πείσεις,
σίγουρα όχι εμένα, μήτε κι αυτούς που παραστέκονται.
ΚΡ. Κακόμοιρε, τα χρόνια φαίνεται δεν σου έβαλαν μυαλό
805και τώρα μαγαρίζεις τα γεράματά σου.
ΟΙ. Κόβει καλά η γλώσσα σου. Όμως κι εγώ τ᾽ ομολογώ
δίκαιο άνθρωπο ποτέ δεν γνώρισα που να τα λέει όλα ωραία.
ΚΡ. Άλλο να λες πολλά, κι άλλο τα καίρια.
ΟΙ. Όπως τώρα κι εσύ, λίγα τα λόγια σου, αλλά στην ώρα τους.
810ΚΡ. Όχι για κάποιον με λειψό μυαλό, σαν το δικό σου.
ΟΙ. Φύγε επιτέλους. Θα μιλήσω καθαρά, με μάρτυρες αυτούς εδώ:
μη με κατασκοπεύεις, ώστε να δεις πού, από δω και πέρα,
είναι γραφτό να κατοικήσω.
ΚΡ. Τους ίδιους μάρτυρες κι εγώ επικαλούμαι,
πως θα πληρώσεις ακριβά τ᾽ αχάριστά σου λόγια,
αν πέσεις κάποτε στα χέρια μου.
ΟΙ. Ποιός όμως θα μπορούσε να με πάρει μέσα απ᾽ τα χέρια
815αυτών που τώρα συμμαχούν μαζί μου;
ΚΡ. Αλλά κι αυτό να μη συμβεί, έχεις να λυπηθείς.
ΟΙ. Ποιά πράξη εννοείς μ᾽ αυτή την απειλή σου;
ΚΡ. Από τις δυο σου θυγατέρες, τη μια την έχω
στο χέρι κιόλας, την ξαπόστειλα. Την άλλη
δεν θ᾽ αργήσω να την πάρω.
ΟΙ. Οίμοι.
820ΚΡ. Γρήγορα θα ᾽χεις κι άλλη αφορμή ν᾽ αναστενάζεις.
ΟΙ. Κατακρατείς αλήθεια τη μια μου θυγατέρα;
ΚΡ. Κι αυτήν εδώ σε λίγο, δεν θ᾽ αργήσω.
ΟΙ. Ξένοι μου, άπρακτοι θα μείνετε; πάτε να με προδώσετε;
δεν θα πετάξετε αυτόν τον ασεβέστατο έξω απ᾽ τη χώρα σας;
ΧΟ. Φύγε από δω, ξένε, και γρήγορα. Γιατί κι αυτά που τώρα
825πράττεις άδικα είναι, άδικες όμως κι οι τελεσμένες πράξεις σου.
ΚΡ. Ώρα, έστω και με το ζόρι, πάρτε την από δω.
ΑΝ. Οίμοι, τάλαινα. Πού να προσφύγω; ποιόν άνθρωπο
να βρω και ποιόν θεό να με συντρέξει;
ΧΟ. Τί πας να κάνεις ξένε;
830ΚΡ. Αυτόν δεν τον πειράζω. Παίρνω μονάχα τη δική μου.
ΟΙ. Ω άρχοντες της χώρας.
ΧΟ. Άδικες είναι, ξένε, οι πράξεις σου.
ΚΡ. Δίκαιες, λέω εγώ.
ΧΟ. Πώς δίκαιες;
ΚΡ. Ό,τι μου ανήκει παίρνω.
ΟΙ. Ω πόλη της Αθήνας.
ΧΟ. Τί πας να κάνεις, ξένε, επιτέλους;
Κάτω τα χέρια σου, αλλιώς θα δοκιμάσεις και
835των δικών μου των χεριών τη δύναμη.
ΚΡ. Τραβήξου πίσω.
ΧΟ. Όχι από σένα που τολμάς ν᾽ ασκήσεις βία.
ΚΡ. Μάχη θ᾽ ανοίξεις με την πόλη μου, αν με βλάψεις.
ΟΙ. Όλα συμβαίνουν, όπως τα φαντάστηκα.
ΧΟ. Άφησε αμέσως την κοπέλα, κάτω τα χέρια σου.
ΚΡ. Διαταγές δεν δέχομαι, δεν είσαι αφεντικό μου.
ΧΟ. Είπα, χαλάρωσε τα χέρια σου.
840ΚΡ. Κι εγώ σου λέω πάρε δρόμο.
ΧΟ. Εδώ, όλοι εδώ, ελάτε, συμπολίτες,
προστρέξτε, τρέξτε, καταπατείται η πόλη,
η πόλη μας βιάζεται.


800ΚΡΕ. Και ποιός νομίζεις πιο ζημιωμένος,
εγώ ή εσύ, απ᾽ αυτά που λες, πως βγαίνει;
ΟΙΔ. Η πιο μεγάλ᾽ είναι χαρά μου, π᾽ ούτε
μένα μπορείς, μήτ᾽ αυτούς δω να πείσεις.
ΚΡΕ. Ω κακόμοιρ᾽ εσύ, μα ούτε τα χρόνια
λοιπόν μυαλό δε θα σου βάλουν, μα έτσι
θα ζεις, τα γερατειά σου να ντροπιάζεις;
ΟΙΔ. Κανείς στη γλώσσα δε σου βγαίνει, μα ένας
δίκιος άνθρωπος, ξέρω, έτσι ωραία
δε μπορεί να μιλά για ό,τι και να ᾽ναι.
ΚΡΕ. Άλλο να λες πολλά κι άλλο όσα πρέπει.
ΟΙΔ. Βέβαια, καθώς εσύ, που λίγα λόγια
κι όλα στην ώρα των τα λες. ΚΡΕ. Βέβαια όχι
810για ένα που τα μυαλά έχει τα δικά σου.
ΟΙΔ. Πήγαινε· κι από μέρους των κι αυτών
σου λέγω, φεύγα, και μη θες καρτέρι
να μου φυλάεις εδώ, που είναι να μείνω.
ΚΡΕ. Αυτούς κι εγώ μάρτυρες παίρνω κι όχι
εσένα, που, έτσι που απαντάς σε φίλους,
αν στα χέρια μου πέσεις καμιά μέρα—
ΟΙΔ. Και ποιός θενα μπορούσε με τη βία
να μ᾽ αρπάξει απ᾽ αυτούς τους σύμμαχούς μου;
ΚΡΕ. Μα και χωρίς αυτό δε θα γλιτώσεις
από λύπες πικρές. ΟΙΔ. Και ποιό είναι τάχα
το πράμα, που μ᾽ αυτό με φοβερίζεις;
ΚΡΕ. Απ᾽ τις δυο κόρες σου, τη μια έχω κιόλας
σου την αρπάξει κι εκεί κάτω στείλει·
την άλλη θα την πάρω ευτύς. ΟΙΔ. Οϊμένα!
820ΚΡΕ. Πιότερα οϊμένα γρήγορα θα σκούξεις.
ΟΙΔ. Μου έχεις πάρει την κόρη μου; ΚΡΕ. Σε λίγο
κι αυτή την άλλη. ΟΙΔ. Ω ξένοι αγαπημένοι,
τί κάνετε; θα με προδώσετ᾽ έτσι
και δε θα διώξετε απ᾽ τη χώρα σας
αυτό τον ασεβή; ΧΟΡ. Πήγαινε, ξένε,
μιαν ώρ᾽ αρχύτερα απ᾽ εδώ, γιατί ούτε
κι αυτά, που τώρα κάνεις, είναι δίκια
ουδ᾽ όσα πριν κατάφερες να κάμεις.
ΚΡΕ. Καιρός σας τώρα εσείς και με τη βία
να την παίρνετ᾽ αυτή, αν δε θέλει μόνη
ν᾽ ακολουθήσει. ΑΝΤ. Οϊμέ η δυστυχισμένη,
πού να σταθώ, από ποιούς βοήθεια νά ᾽βρω
θεούς ή ανθρώπους; ΧΟΡ. Ε ξένε, τί κάνεις;
830ΚΡΕ. Δε θ᾽ αγγίξω σ᾽ αυτόν, μόνο αυτή παίρνω
που ᾽ναι δικιά μου. ΟΙΔ. Ω άρχοντες της χώρας!
ΧΟΡ. Ξένε, δεν είναι δίκια αυτά που κάνεις.
ΚΡΕ. Δίκια. ΧΟΡ. Πώς δίκια; ΚΡΕ. Τους δικούς μου παίρνω.
ΧΟΡ. Αλίμονο, ω πόλη!
ΧΟΡ. Ω ξένε, τί κάνεις;
Αν δεν την αφήσεις ευτύς,
θα δοκιμάσεις τα χέρια μου εμένα.
ΚΡΕ. Φυλάξου. ΧΟΡ. Από σένα;
Ποτέ μου, όσο τέτοια τολμάς.
ΚΡΕ. Πόλεμο θα ᾽χεις με τη Θήβα, αν κάμεις
κακό σε μένα. ΟΙΔ. Δε σας τα ᾽λεγα
λοιπόν εγώ; ΧΟΡ. Άφησ᾽ την κόρη αμέσως.
ΚΡΕ. Να μην προστάζεις όπου δεν ορίζεις.
840ΧΟΡ. Σου λέω, άφηνέ την. ΚΡΕ. Και γω εσένα, δρόμο.
ΧΟΡ. Τρέξετε, τρέξετ᾽ εδώ, πατριώτες, τρεχάτε,
χάνεται η πόλη, βιάζεται,
βοηθάτε, τρεχάτε.


800ΚΡΕ. Θαρρείς πως φέρνουνε κακόν αληθινά σ᾽ εμένα
ή περισσότερο σ᾽ εσέ αυτά που μου λες τώρα;
ΟΙΔ. Για με είναι πιο καλύτερο, ανίσως μήτ᾽ εμένα
να καταπείθεις δε μπορείς, μήτε και τους σιμά μου.
ΚΡΕ. Κακόμοιρε! μήτε ο καιρός δε θα σου βάλει λίγο
μυαλό, παρά για ντρόπιασμα των γερατειών υπάρχεις;
ΟΙΔ. Στη γλώσσα εσύ είσαι φοβερός· μα εγώ δεν ξέρω ούτ᾽ ένα
άνθρωπο δίκιο, που μιλεί καλά για όλα τα πάντα.
ΚΡΕ. Είν᾽ άλλο το να πεις πολλά κι άλλο κείνα που πρέπει.
ΟΙΔ. Όπως δα εσύ λίγα τα λες, όμως τα λες στην ώρα.
810ΚΡΕ. Όχι σ᾽ εκείνον που μυαλά με τα δικά σου έχ᾽ ίσια.
ΟΙΔ. Φύγε! το λέω και γι᾽ αυτούς, και μήτε να προσέχεις
πού πρέπει εγώ να κάθουμαι, παραμονεύοντάς με.
ΚΡΕ. Μαρτύρους βάνω αυτούς εδώ, εσένα όχι, ποιά λόγια
στους φίλους αποκρίνεσαι· καμιά φορά αν σε πιάσω…
ΟΙΔ. Και να με πάρει ποιός μπορεί με βία απ᾽ αυτούς τους φίλους;
ΚΡΕ. Κι όμως εσύ θα λυπηθείς χωρίς να γίνει τούτο.
ΟΙΔ. Σαν τί κατόρθωμα έκαμες, που έτσι με φοβερίζεις;
ΚΡΕ. Εγώ προλίγο, αφού άρπαξα, τη μια απ᾽ τις δυο σου κόρες
μακριά έστειλα, και γλήγορα και τούτη εδώ θα πάρω.
820ΟΙΔ. Οϊμένα! ΚΡΕ. Γλήγορ᾽ αφορμή να κλαις πιο πολύ θα ᾽χεις.
ΟΙΔ. Έχεις την κόρη μου; ΚΡΕ. Κι αυτήν εδώ σε λίγο θα ᾽χω.
ΟΙΔ. Οϊμένα! τί θα κάμετε φίλοι μου; Θα φανείτε
προδότες και δε διώχνετε τον έσεβο από δώθε;
ΧΟΡ. Έβγα έξω, ξένε, γλήγορα· γιατί μήτε και τώρα
φέρνεσαι δίκια, μήτε πριν είχες τα δίκια κάμει.
ΚΡΕ. Ε, σεις! Αυτή με το στανιό καιρός είναι να πάρτε
εδώθε, αν δε θα περπατεί τώρα με θέλησή της.
ΑΝΤ. Οϊμένα! πού η βαριόμοιρη να φύγω; ποιά βοήθεια
από θεούς ή απ᾽ άνθρωπους θα βρω; ΧΟΡ. Τί κάνεις, ξένε;
830ΚΡΕ. Δεν γγίζω αυτόν τον άνθρωπο, παρά την εδική μου.
ΟΙΔ. Ω της χώρας αφέντηδες! ΧΟΡ. Ξένε, δεν κάνεις δίκια.
ΚΡΕ. Δίκια. ΧΟΡ. Πώς είναι δίκια αυτά; ΚΡΕ. Τους εδικούς μου παίρνω.

ΟΙΔ. Οϊμένα, ω πολιτεία! [στρ.]
ΧΟΡ. Τί κάνεις ξένε; Θα την αφήσεις;
Αμέσως τώρα τη δύναμή μου
θα δοκιμάσεις. ΚΡΕ. Τραβήξου πίσω.
ΧΟΡ. Όχι μακριά σου, αφού γυρεύεις
αυτά να κάμεις. ΚΡΕ. Μα με τη Θήβα
θα ᾽χεις να κάμεις, αν θα πειράξεις
καθόλου εμένα.
ΟΙΔ. Ετούτα εγώ δεν τα ᾽λεγα;
ΧΟΡ. Άσε απ᾽ τα χέρια την κόρη αμέσως.
ΚΡΕ. Να μην προστάζεις καθόλου εκείνους,
που δεν ορίζεις. ΧΟΡ. Άσ᾽ τη, σου λέω.
840ΚΡΕ. Κι εγώ σας λέω να περπατάτε.
ΧΟΡ. Ελάτ᾽ εδώ, τρεχάτε,
τρεχάτ᾽ εσείς οι ντόπιοι.
Η χώρα μου πατιέται,
η χώρα μου με βία,
τρεχάτ᾽ εδώ σ᾽ εμένα.