Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (844-886)

ΑΝ. ἀφέλκομαι δύστηνος, ὦ ξένοι, ξένοι.
845 ΟΙ. ποῦ, τέκνον, εἶ μοι; ΑΝ. πρὸς βίαν πορεύομαι.
ΟΙ. ὄρεξον, ὦ παῖ, χεῖρας. ΑΝ. ἀλλ᾽ οὐδὲν σθένω.
ΚΡ. οὐκ ἄξεθ᾽ ὑμεῖς; ΟΙ. ὢ τάλας ἐγώ, τάλας.
ΚΡ. οὔκουν ποτ᾽ ἐκ τούτοιν γε μὴ σκήπτροιν ἔτι
ὁδοιπορήσῃς· ἀλλ᾽ ἐπεὶ νικᾶν θέλεις
850 πατρίδα τε τὴν σὴν καὶ φίλους, ὑφ᾽ ὧν ἐγὼ
ταχθεὶς τάδ᾽ ἔρδω, καὶ τύραννος ὢν ὅμως,
νίκα· χρόνῳ γάρ, οἶδ᾽ ἐγώ, γνώσῃ τάδε,
ὁθούνεκ᾽ αὐτὸς αὐτὸν οὔτε νῦν καλὰ
δρᾷς οὔτε πρόσθεν εἰργάσω, βίᾳ φίλων
855 ὀργῇ χάριν δούς, ἥ σ᾽ ἀεὶ λυμαίνεται.
ΧΟ. ἐπίσχες αὐτοῦ, ξεῖνε. ΚΡ. μὴ ψαύειν λέγω.
ΧΟ. οὔτοι σ᾽ ἀφήσω, τῶνδέ γ᾽ ἐστερημένος.
ΚΡ. καὶ μεῖζον ἆρα ῥύσιον πόλει τάχα
θήσεις· ἐφάψομαι γὰρ οὐ τούτοιν μόναιν.
860 ΧΟ. ἀλλ᾽ ἐς τί τρέψῃ; ΚΡ. τόνδ᾽ ἀπάξομαι λαβών.
ΧΟ. δεινὸν λέγεις. ΚΡ. καὶ τοῦτο νῦν πεπράξεται.
ἢν μή μ᾽ ὁ κραίνων τῆσδε γῆς ἀπειργάθῃ.
ΟΙ. ὦ φθέγμ᾽ ἀναιδές, ἦ σὺ γὰρ ψαύσεις ἐμοῦ;
ΚΡ. αὐδῶ σιωπᾶν. ΟΙ. μὴ γὰρ αἵδε δαίμονες
865 θεῖέν μ᾽ ἄφωνον τῆσδε τῆς ἀρᾶς ἔτι,
ὅς μ᾽, ὦ κάκιστε, ψιλὸν ὄμμ᾽ ἀποσπάσας
πρὸς ὄμμασιν τοῖς πρόσθεν ἐξοίχῃ βίᾳ.
τοιγὰρ σὲ καὐτὸν καὶ γένος τὸ σὸν θεῶν
ὁ πάντα λεύσσων Ἥλιος δοίη βίον
870 τοιοῦτον οἷον κἀμὲ γηρᾶναί ποτε.
ΚΡ. ὁρᾶτε ταῦτα, τῆσδε γῆς ἐγχώριοι;
ΟΙ. ὁρῶσι κἀμὲ καὶ σέ, καὶ φρονοῦσ᾽ ὅτι
ἔργοις πεπονθὼς ῥήμασίν σ᾽ ἀμύνομαι.
ΚΡ. οὔτοι καθέξω θυμόν, ἀλλ᾽ ἄξω βίᾳ
875 κεἰ μοῦνός εἰμι τόνδε καὶ χρόνῳ βραδύς.

ΟΙ. ἰὼ τάλας. [αντ.]
ΧΟ. ὅσον λῆμ᾽ ἔχων ἀφίκου, ξέν᾽, εἰ
τάδε δοκεῖς τελεῖν.
ΚΡ. δοκῶ. ΧΟ. τάνδ᾽ ἄρ᾽ οὐκέτι νέμω πόλιν.
880 ΚΡ. τοῖς τοι δικαίοις χὠ βραχὺς νικᾷ μέγαν.
ΟΙ. ἀκούεθ᾽ οἷα φθέγγεται; ΧΟ. τά γ᾽ οὐ τελεῖ
‹. . . . . . . . . . .› ΚΡ. Ζεύς ταῦτ᾽ ἂν εἰδείη, σὺ δ᾽ οὔ.
ΧΟ. ἆρ᾽ οὐχ ὕβρις τάδ᾽; ΚΡ. ὕβρις, ἀλλ᾽ ἀνεκτέα.
ΧΟ. ἰὼ πᾶς λεώς, ἰὼ γᾶς πρόμοι,
885 μόλετε σὺν τάχει, μόλετ᾽· ἐπεὶ πέραν
περῶσ᾽ οἵδε δή.

ΑΝ. Σέρνομαι η δύστυχη, φιλόξενοί μου ξένοι.
ΟΙ. Πού πας, κορίτσι μου;
845ΑΝ. Όπου η βία με πάει.
ΟΙ. Δώσ᾽ μου το χέρι σου.
ΑΝ. Δεν έχω δύναμη.
ΚΡ. Εσείς, δεν θα την πάρετε αυτή αποδώ;
ΟΙ. Τάλας εγώ, τάλας εγώ.
ΚΡ. Ποτέ σου πια δεν θα ᾽χεις τα δυο σου δεκανίκια.
Αλλά επειδή το θες, να βγαίνεις πάντα νικητής,
850νικώντας την πατρίδα, τους δικούς σου, που με δική τους
εντολή κάνω αυτά που κάνω, σ᾽ αφήνω τώρα
να νικήσεις, κι ας ήμουν της Θήβας βασιλιάς.
Όμως, καθώς ο χρόνος θα κυλάει, το ξέρω·
θα καταλάβεις μόνος σου και τα στραβά που κάνεις
κι αυτά που έκανες στο παρελθόν, περιφρονώντας
τους δικούς σου, μόνο από πείσμα, πείσμα που έγινε
855στο μεταξύ η καταστροφή σου.
ΧΟ. Σταμάτα, ξένε.
ΚΡ. Μη με κρατάς, σου λέω.
ΧΟ. Όχι, δεν θα σ᾽ αφήσω, τώρα που πια στερήθηκα
τα δυο κορίτσια του.
ΚΡ. Τότε λοιπόν μεγάλο ενέχυρο στην πόλη σου
θα βάλεις, γιατί δεν πρόκειται να μείνω
μόνο μ᾽ αυτές τις δυο στο χέρι.
ΧΟ. Πού πάει τώρα ο νους σου;
860ΚΡ. Κι αυτόν εδώ θα τον συλλάβω, μαζί μου θα τον πάρω.
ΧΟ. Αυτό δεν γίνεται με τίποτε.
ΚΡ. Κι όμως θα γίνει, φτάνει να μη σταθεί ο βασιλιάς
της χώρας σας εμπόδιό μου.
ΟΙ. Στόμα ξεδιάντροπο. Τολμάς αλήθεια χέρι να βάλεις πάνω μου;
ΚΡ. Φωνάζω να σωπάσεις.
ΟΙ. Ποτέ οι θεοί του τόπου μην αφήσουν
865άφωνη την κατάρα μου, παγκάκιστε,
που ανυπεράσπιστο με βρήκες και μου παίρνεις
το τρίτο μάτι μου, μετά τα δυο που μόνος μου τα τύφλωσα.
Να δώσει ο Ήλιος, που τα πάντα βλέπει
πάνω στη γη, το σόι σου κι εσύ να μαραθείτε στην υπόλοιπη
870ζωή σας, σαν τα δικά μου γηρατειά.
ΚΡ. Το βλέπετε κι εσείς, οι κάτοικοι της χώρας.
ΟΙ. Εμένα βλέποντας κι εσένα, κρίνουν·
σ᾽ έργα κατάφωρα αμύνομαι με λόγια.
ΚΡ. Άλλο δεν γίνεται να συγκρατήσω τον θυμό μου,
875με βία θα τον σύρω, κι ας είμαι μόνος και βαρύς στα χρόνια.
ΟΙ. Ιώ, τάλας εγώ.
ΧΟ. Μεγάλο θράσος κουβανάς στα μέρη μας,
αν το φαντάζεσαι πως ό,τι λες θα γίνει.
ΚΡ. Ναι, το φαντάζομαι.
ΧΟ. Τότε κι εγώ δεν θα ᾽μουν πια πολίτης αυτής της πόλης.
880ΚΡ. Όσο κρατεί το δίκιο, νικάει τον ψηλό ο κοντός.
ΟΙ. Ακούτε τί μας λέει;
ΧΟ. Δεν θα το κατορθώσει ωστόσο.
ΚΡ. Αυτό ο Δίας το ξέρει, όχι εσύ.
ΧΟ. Ύβρις ο λόγος σου.
ΚΡ. Ύβρις, που πρέπει όμως να την υποστείς.
885ΧΟ. Όλοι στο πόδι, λαός της πόλης κι άρχοντες,
αυτοί περνούν τα αξεπέραστα.


ΑΝΤ. Ω η δύστυχη, με παίρνουν, ξένοι, ω ξένοι.
ΟΙΔ. Παιδί μου, πού είσαι; ΑΝΤ. Με τη βία με σέρνουν.
ΟΙΔ. Δωσ᾽ τα χέρια σου, κόρη. ΑΝΤ. Μα καθόλου
δεν ημπορώ. ΚΡΕ. Ε σεις, δεν την τραβάτε;
ΑΝΤ. Ω συφορά μου, εγώ η δυστυχισμένη!
ΚΡΕ. Κι έτσι, μ᾽ αυτά τα δυο σου δεκανίκια
για στήριγμα, πια δε θα περπατήσεις
ποτέ· μ᾽ αφού το θέλεις να ᾽σαι απάνω
850κι από πατρίδα κι από τους δικούς σου,
που εγώ, μ᾽ όσο κι αν είμαι βασιλιάς των,
την προσταγή των σ᾽ όλ᾽ αυτά εχτελώ,
κάνε καλά· γιατ᾽ είμαι βέβαιος ότι
με τον καιρό και συ θ᾽ αναγνωρίσεις
πως ο ίδιος του εαυτού σου ούτε και τώρα
κάνεις καλό, ούτε και πρι ᾽χες κάμει
στο πείσμα των δικώ σου· και μονάχα
για να κάμεις τη χάρη του θυμού σου,
που αυτός πάντα σού στάθηκε ο όλεθρός σου.
ΧΟΡ. Στάσου αυτού, ξένε. ΚΡΕ. Μη μου αγγίζεις, λέγω.
ΧΟΡ. Δε θα σ᾽ αφήσω ώσπου δεν πάρω πίσω
τις δυο τις κόρες. ΚΡΕ. Τότε πιο μεγάλο
κι άλλο ενέχυρο ευτύς θα ᾽χεις να δώσεις
για την πόλη· γιατί όχι αυτές μονάχα—
860ΧΟΡ. Σε τί άλλο θα στραφείς; ΚΡΕ. Κι αυτόν θα πάρω.
ΧΟΡ. Τολμηρός λόγος. ΚΡΕ. Μα θα γίνει κι έργο
αμέσως· φτάνει ο άρχοντας της χώρας
μη φέρει εμπόδιο. ΟΙΔ. Ω αναιδέστατη γλώσσα,
εσύ να βάλεις χέρι απάνω μου;
ΚΡΕ. Σώπαινε συ. ΟΙΔ. Μα είθε να μη μ᾽ αφήσουν
οι θεές αυτές χωρίς φωνή, για τούτην
ακόμη την κατάρα μου, ω πανάθλιε,
που αφού με στέρησες κι από το μόνο
που μ᾽ απόμενε μάτι αντίς τα πρώτα,
με βία ζητάς να μ᾽ αρπάξεις και φύγεις.
Ω άμποτε ο Ήλιος που τα πάντα βλέπει
και στον ίδιο και σ᾽ όλη τη γενιά σου
870να δίνει γερατειά σαν τα δικά μου.
ΚΡΕ. Τα βλέπετε λοιπόν εσείς οι ντόπιοι;
ΟΙΔ. Μας βλέπουνε και με και σε και ξέρουν
πως ενώ μ᾽ έργα έπαθα εγώ, με λόγια
σε πλερώνω. ΚΡΕ. Μα πια δε θα βαστάξω
την οργή μου, κι όσο και να ᾽μαι μόνος
και βαρύς απ᾽ τα χρόνια, θα τον πάρω
και με τη βία.
ΟΙΔ. Ω συφορά μου ο έρμος.
ΧΟΡ. Με πόσο θενά ᾽ρθες ξεθάρρεμα εδώ,
α φαντάζεσαι, ξένε,
πως θα το κάμεις αυτό. ΚΡΕ. Το φαντάζομαι.
ΧΟΡ. Τότε δεν έχω για πόλη αυτή πια.
880ΚΡΕ. Σαν έχει το δίκιο νικά
κι ο μικρός το μεγάλο. ΟΙΔ. Ακούτε
τί ξεστομίζει; ΧΟΡ. Μα που δε θα κάμει.
ΚΡΕ. Αυτό το ξέρει ο Δίας, μα εσύ όχι.
ΧΟΡ. Δεν είναι αποκοτιά σου αυτά; ΚΡΕ. Ας είναι
κι αποκοτιά, μα θα την υποφέρεις.
ΧΟΡ. Τρέξετ᾽ όλοι λαός
κι αρχοντάδες, βοήθεια
κάμετε γρήγορα, αυτοί
κάθε όριο περνούνε.


ΑΝΤ. Σέρνουμαι η κακομοίρα! Ξένοι, ξένοι!
ΟΙΔ. Παιδάκι μου, πού μου ᾽σαι;
ΑΝΤ. Φεύγω χωρίς να θέλω.
ΟΙΔ. Τα χέρια σου άπλωσέ μου.
ΑΝΤ. Μα δε μπορώ καθόλου.
ΚΡΕ. Ε, σεις! Δε θα την πάρτε;
ΟΙΔ. Οϊμένα, ο κακομοίρης!
ΚΡΕ. Λοιπόν με τα στηρίγματα τούτα δε θα βαδίσεις
ποτέ σου πια· όμως αφού θέλεις να στέκεις πάνω
850απ᾽ την πατρίδα σου κι από τους φίλους, που κι εμένα
προστάξανε και κάνω αυτά, αν κι ήμουν βασιλέας,
στέκα. Γιατί με τον καιρό, το ξέρω εγώ, θα νιώσεις
πως μήτε τώρα φέρνεσαι καλά στον εαυτό σου,
μήτε και πρώτα φέρθηκες, ενώ οι φίλοι δε θέλαν,
γιατί στο θυμό δούλεψες, που πάντα σε ζημιώνει.
ΧΟΡ. Να σταματήσεις, ξένε, αυτού. ΚΡΕ. Σου λέω να μη μ᾽ εγγίζεις.
ΧΟΡ. Όχι, δε θα σ᾽ αφήσω, αφού στερήθηκα εγώ τούτες.
ΚΡΕ. Έτσι λοιπόν ταχύτερη στη χώρα σου θα κάμεις
τρανότερη ζημία· γιατί δε θεν᾽ αρπάξω
860μονάχ᾽ αυτές. ΧΟΡ. Τί έχεις σκοπό να κάμεις; ΚΡΕ. Θενα πάρω
κι αυτόν εδώ. ΧΟΡ. Μεγάλα λες. ΚΡΕ. Θα γίνει τούτο αμέσως,
αν ίσως δε μου αντισταθεί ο βασιλιάς της χώρας.
ΟΙΔ. Ω ξαδιαντροπομίλητε! Στ᾽ αλήθεια εσύ μ᾽ εγγίζεις;
ΚΡΕ. Προστάζω σε να μη μιλείς. ΟΙΔ. Μακάρι οι θεές τούτες
να μη με κάνουν άλαλο για να σου πω και πάλι
ετούτη την κατάρα μου, παγκάκιστε, που φεύγεις
με βίαν, αφού αποστέρησες το μοναχό το φως μου
απ᾽ τα τυφλά τα μάτια μου. Μακάρι και σ᾽ εσένα
και στη γενιά σου ολάκερη γεράματα να δώσει
870ο Ήλιος, που όλα τα θωρεί, όποια έδωκε σ᾽ εμένα.
ΚΡΕ. Τ᾽ ακούτ᾽ εσείς, που κάθεστε σ᾽ αυτή τη χώρα; ΟΙΔ. Ακούνε
κι εσέ κι εμέ και σκέφτουνται, πως μόλο που ᾽χω πάθει
εγώ από σένα μ᾽ έργατα, με λόγια σ᾽ εκδικούμαι.
ΚΡΕ. Δε θα κρατήσω το θυμό, παρά με βία θα πάρω
τούτον, αν κι είμαι μόνος μου κι αργός από τα χρόνια.

ΟΙΔ. Ωιμένα, ο μαύρος! [αντ.]
ΧΟΡ. Με πόση, ξένε, ξαδιαντροπιά ήλθες,
αν απ᾽ το νου σου επέρασε, ότι
αυτά θα κάμεις. ΚΡΕ. Έτσι νομίζω.
ΧΟΡ. Λοιπόν ποτέ μου πια δε θα κάτσω
στη χώρα τούτη.
880ΚΡΕ. Κι ο μικρός, σαν έχει δίκιο,
τον τρανό καταπονάει.
ΟΙΔ. Γρικάτε τά ποιά λέει;
ΧΟΡ. Δε θα τα κάμει· καλά το ξέρω.
ΚΡΕ. Ο Δίας βέβαια μπορεί να ξέρει,
εσύ όμως όχι. ΧΟΡ. Λοιπόν ετούτα
βρισιά δεν είναι! ΚΡΕ. Βρισιά είν᾽ αλλ᾽ όμως
θα τη χωνέψεις.
ΧΟΡ. Ωέ! πολίτες όλοι,
ωέ, προεστοί της χώρας,
ελάτ᾽ εδώ τρεχάτοι,
ελάτε, γιατί φεύγουν
από δω πέρα τούτοι.