Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (720-760)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ Β΄


720 ΑΝ. ὦ πλεῖστ᾽ ἐπαίνοις εὐλογούμενον πέδον,
νῦν σὸν τὰ λαμπρὰ ταῦτα δὴ φαίνειν ἔπη.
ΟΙ. τί δ᾽ ἔστιν, ὦ παῖ, καινόν; ΑΝ. ἆσσον ἔρχεται
Κρέων ὅδ᾽ ἡμῖν οὐκ ἄνευ πομπῶν, πάτερ.
ΟΙ. ὦ φίλτατοι γέροντες, ἐξ ὑμῶν ἐμοὶ
725 φαίνοιτ᾽ ἂν ἤδη τέρμα τῆς σωτηρίας.
ΧΟ. θάρσει, παρέσται. καὶ γὰρ εἰ γέρων κυρῶ,
τὸ τῆσδε χώρας οὐ γεγήρακε σθένος.
ΚΡΕΩΝ
ἄνδρες χθονὸς τῆσδ᾽ εὐγενεῖς οἰκήτορες,
ὁρῶ τιν᾽ ὑμᾶς ὀμμάτων εἰληφότας
730 φόβον νεώρη τῆς ἐμῆς ἐπεισόδου·
ὃν μήτ᾽ ὀκνεῖτε μήτ᾽ ἀφῆτ᾽ ἔπος κακόν.
ἥκω γὰρ οὐχ ὡς δρᾶν τι βουληθείς, ἐπεὶ
γέρων μέν εἰμι, πρὸς πόλιν δ᾽ ἐπίσταμαι
σθένουσαν ἥκων, εἴ τιν᾽ Ἑλλάδος, μέγα.
735 ἀλλ᾽ ἄνδρα τόνδε τηλικόσδ᾽ ἀπεστάλην
πείσων ἕπεσθαι πρὸς τὸ Καδμείων πέδον,
οὐκ ἐξ ἑνὸς στείλαντος, ἀλλ᾽ ἀστῶν ὑπὸ
πάντων κελευσθείς, οὕνεχ᾽ ἧκέ μοι γένει
τὰ τοῦδε πενθεῖν πήματ᾽ ἐς πλεῖστον πόλεως.
740 ἀλλ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽ Οἰδίπους, κλύων ἐμοῦ
ἱκοῦ πρὸς οἴκους· πᾶς σε Καδμείων λεὼς
καλεῖ δικαίως, ἐκ δὲ τῶν μάλιστ᾽ ἐγώ,
ὅσῳπερ, εἰ μὴ πλεῖστον ἀνθρώπων ἔφυν
κάκιστος, ἀλγῶ τοῖσι σοῖς κακοῖς, γέρον,
745 ὁρῶν σε τὸν δύστηνον ὄντα μὲν ξένον,
ἀεὶ δ᾽ ἀλήτην κἀπὶ προσπόλου μιᾶς
βιοστερῆ χωροῦντα, τὴν ἐγὼ τάλας
οὐκ ἄν ποτ᾽ ἐς τοσοῦτον αἰκίας πεσεῖν
ἔδοξ᾽, ὅσον πέπτωκεν ἥδε δύσμορος,
750 ἀεί σε κηδεύουσα καὶ τὸ σὸν κάρα
πτωχῷ διαίτῃ, τηλικοῦτος, οὐ γάμων
ἔμπειρος, ἀλλὰ τοὐπιόντος ἁρπάσαι.
ἆρ᾽ ἄθλιον τοὔνειδος, ὦ τάλας ἐγώ,
ὠνείδισ᾽ εἰς σὲ κἀμὲ καὶ τὸ πᾶν γένος;
755 ἀλλ᾽, οὐ γὰρ ἔστι τἀμφανῆ κρύπτειν, σύ νυν
πρὸς θεῶν πατρῴων, Οἰδίπους, πεισθεὶς ἐμοὶ
κρύψον θελήσας ἄστυ καὶ δόμους μολεῖν
τοὺς σοὺς πατρῴους, τήνδε τὴν πόλιν φίλως
εἰπών· ἐπαξία γάρ· ἡ δ᾽ οἴκοι πλέον
760 δίκῃ σέβοιτ᾽ ἄν, οὖσα σὴ πάλαι τροφός.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ


720ΑΝ. Χώρα αξιέπαινη και πολυδοξασμένη,
έφτασε η ώρα ν᾽ αποδείξεις τη λαμπρή σου φήμη.
ΟΙ. Τί τρέχει πάλι, θυγατέρα;
ΑΝ. Μας έρχεται, πατέρα, ο Κρέων με σπουδή,
όχι ασυντρόφευτος.
ΟΙ. Καλοί μου γέροντες, το βλέπω, κρέμεται τώρα
725από σας η σωτηρία μου.
ΧΟ. Και θα την έχεις. Γιατί αν εμένα με βαραίνουν
τα γεράματα, δεν γέρασε γι᾽ αυτό κι η δύναμη της πόλης μου.
ΚΡΕΩΝ
Άντρες της χώρας, ευγενικοί μου κάτοικοι,
βλέπω στα μάτια σας κάτι σαν φόβο
730να φέρνει ο ερχομός μου.
Μη με φοβάστε όμως και μην αφήσετε άσχημος λόγος
από το στόμα σας να βγει. Γιατί δεν ήλθα με την πρόθεση
να κάνω το κακό. Γέρος ο ίδιος, έχω επίγνωση πως βρίσκομαι
σε πόλη με μεγάλη δύναμη, όση δεν έχει
άλλη πόλη στην Ελλάδα.
735Κι έρχομαι εδώ, στα χρόνια ώριμος, αποσταλμένος
να πείσω αυτόν μαζί μου στη Θήβα να γυρίσει.
Σας βεβαιώνω, δεν είναι ένας που με στέλνει,
προσέρχομαι μ᾽ όλων των πολιτών την εντολή· το επιβάλλει
εξάλλου κι η συγγένεια, να υποφέρω τα παθήματα του Οιδίποδα
όσο κανείς άλλος στην πόλη.
740Έλα λοιπόν, Οιδίποδα ταλαίπωρε, τα λόγια μου άκουσε
και γύρισε μαζί μου στην πατρίδα.
Όλος της Θήβας ο λαός σε προσκαλεί, και με το δίκιο του,
εγώ απ᾽ όλους περισσότερο.
Αν απ᾽ τη φύση μου δεν είμαι κάκιστος,
πονώ με τον δικό σου πόνο, γέροντα, που δύστυχο
745σε βλέπω· ξένος, στα ξένα ν᾽ αλητεύεις στερημένος,
με μια κοπέλα μόνον οδηγό σου.
Δεν το φαντάστηκα ο κακότυχος πως θα μπορούσε
η άμοιρη να φορτωθεί τόση μιζέρια, όση σηκώνει τώρα.
750Μοναδική φροντίδα της εσύ, το πώς θα ζήσεις, στη φτώχια
βουτηγμένη· και μολονότι νέα, του γάμου τις χαρές
δεν γεύεται, έρμαιο στον πρώτο που θα ᾽ρθει να την αρπάξει.
Έριξα μήπως όνειδος βαρύ, ο δύσμοιρος,
σ᾽ εσένα, σ᾽ εμένα, στη γενιά μας;
755Αν όμως στο φως της μέρας τα φανερά δεν κρύβονται,
έλα, Οιδίποδα, στους πατρικούς θεούς μας σε ξορκίζω,
τα λόγια μου άκουσε και κρύψε τις ντροπές μας,
γυρίζοντας στο πατρικό σου σπίτι, στην πόλη τη δική σου,
κι αυτήν εδώ την πόλη αποχαιρέτησε, όπως το αξίζει
άλλωστε. Ωστόσο στην πατρίδα ανήκει πάντα
760ο πιο μεγάλος σεβασμός, είναι η τροφός μας.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


720ΑΝΤ. Ω χώρα, που με τόσους σε δοξάζουν
πολλούς επαίνους, τώρα είναι που πρέπει
τη λαμπρή αυτή σου φήμη να τη δείξεις.
ΟΙΔ. Τί νέο τρέχει κόρη μου; ΑΝΤ. Κατά μας φτάνει,
νά, ο Κρέοντας, πατέρα, κι όχι δίχως
μεγάλη ακολουθία. ΟΙΔ. Ω γέροντές μου
αγαπημένοι, είναι από σας που τώρα
προσμένω τη στερνή μου σωτηρία.
ΧΟΡ. Έχε θάρρος, δε θα σου λείψει· αν είμαι
γέρος εγώ, μα όμως αυτής της χώρας
δεν έχει ακόμα η δύναμη γεράσει.
ΚΡΕΩΝ
Ω εσείς, ευγενείς κάτοικοι της χώρας,
βλέπω από τα μάτια σας σαν κάποιο φόβο
730να ᾽χετε πάρει ευτύς με το δικό μου
τον έξαφνο ερχομό, μα π᾽ ούτε πρέπει
να τον φοβάστε κι ούτε να βιαστείτε
κακό λόγο να βγάλετε· γιατ᾽ ήρθα
όχι με κακή πρόθεση, αφού κι ο ίδιος
γέρος είμαι και πως έρχομαι ξέρω
σε πόλη, που ίσως να μην είναι κι άλλη
σαν κι αυτή δυνατή μες στην Ελλάδα.
Μα είμαι σταλμένος για να πείσω αυτόν
εδώ το γηραλέο να μ᾽ ακλουθήσει
στη χώρα των Καδμείων· και δε μ᾽ έχει
ένας μονάχα στείλει, μ᾽ απ᾽ την πόλη
ολόκληρη την εντολή έχω πάρει,
γιατί σα συγγενής, σε μένα απ᾽ όλους
μου έπεφτε για τα πάθη του να κλαίω.
740Μα, Οιδίποδα ταλαίπωρε, άκουσέ μου
και γύρνα στην πατρίδα· ο λαός όλος
σε προσκαλεί της Θήβας με το δίκιο
κι απ᾽ όλους εγώ πιότερο, που εχτός
αν ήμουν ο χειρότερος του κόσμου,
και πιότερο πονώ απ᾽ τις συφορές σου,
όταν σε βλέπω το δυστυχισμένο
στα ξένα πάντα να γυρνάς αλήτης
στερημένος απ᾽ όλα και με μόνο
στήριγμά σου μια νέα, που αλίμονό μου!
δεν το φαντάστηκα ποτέ σε τόση
να ξέπεφτε αθλιότητα σε όση έχει
ξεπέσει αυτή η βαριόμοιρη, για να ᾽χει
750πάντα για σένα και για το κορμί σου
να φροντίζει και να φτωχοπορεύεται
σ᾽ αυτή την ηλικία, δίχως του γάμου
τις χαρές να γνωρίσει, μα να τρέχει
τον κίντυνο ποιός να την πρωταρπάξει.
Δεν είν᾽ αυτή η χειρότερη βρισιά
που είχα να κάμω —αλίμονό μου ο άθλιος—
για με, για σε, και για όλη τη γενιά μας;
Μ᾽ αφού δεν ημπορούν να σκεπαστούνε
τα ολοφάνερα πράματα, λοιπόν εσένα,
Οιδίποδα, στους πατρικούς θεούς μας
σε ξορκίζω, άκουσέ με, κρύψε αυτές μας
τις ντροπές κι αποφάσισέ το νά ᾽ρθεις
στη Θήβα και στα πατρικά σου σπίτια,
αφού αποχαιρετήσεις φιλικά
την πόλη αυτή, γιατί το αξίζει· μα έχει
πιο δίκιο να τη σέβεσαι η πατρίδα,
760γιατί αυτή εξ αρχής σ᾽ έχει αναθρέψει.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


720ΑΝΤ. Ω χώρα, που με περισσούς επαίνους σε παινεύουν,
τώρα είν᾽ δουλειά σου αληθινά τα λόγι᾽ αυτά να δείξεις.
ΟΙΔ. Κόρη μου, τί αναπάντεχο είναι; ΑΝΤ. Με βία, πατέρα,
ο Κρέοντας και με βοηθούς έρχεται κατά μας.
ΟΙΔ. Αγαπημένοι γέροντες, τώρ᾽ από σας μονάχα
μπορεί σ᾽ εμένα να δειχτεί του γλυτωμού το τέλος.
ΧΟΡ. Μη σκιάζεσαι και θα δειχτεί· γιατί κι ανίσως είμαι
γέρος εγώ, δε γέρασε κι η δύναμη της χώρας.
ΚΡΕΩΝ
Ευγενικοί άντρες, που σ᾽ αυτή τη χώρα κατοικείτε,
μέσα στα μάτια σας θωρώ, πως με τον ερχομό μου
730σας έχει πιάσει τώρα δα κάποιος μεγάλος φόβος·
μη με φοβόσαστε, μηδέ λόγο κακό να βγάλτε.
Γιατί δεν ήλθα θέλοντας κάνα κακό να κάμω
αφού κι εγώ είμαι γέροντας και ξέρω, ότι σε χώρα
έρχουμαι, που είναι δυνατή όσο δεν είν᾽ καμιά άλλη
Ελληνική. Όμως στάλθηκα μήπως και καταφέρω
το γέρο τούτον άνθρωπο στη Θήβα νά ᾽λθει πίσω·
Θηβαίος ένας δε μ᾽ έστειλε, μα με προστάξαν όλοι,
γιατί από τη συγγένεια μας μου πρέπει να λυπάμαι
για τα παθήματ᾽ αυτουνού περσότερο απ᾽ τη χώρα.
740Μα, Οιδίπου κακορίζικε, ακούγοντας εμένα,
γύρισε στην πατρίδα σου. Σε προσκαλνάει δίκια
όλης της Θήβας ο λαός· και πιο πολύ από τούτον
εγώ, γιατί περσότερο —αν μέσα στους ανθρώπους
δεν είμαι ο πιο κακότερος— πονώ στις συφορές σου,
θωρώντας σε τον άμοιρο να ᾽σαι χωρίς πατρίδα,
πάντ᾽ αλανιάρης, νηστικός, κι έχοντας στήριγμά σου
μια κόρη· δε φαντάζομουν ποτέ μου ο κακομοίρης
ότι θενα ᾽χε πέσει αυτή σε τόση δυστυχία
σ᾽ όση είν᾽ πεσμέν᾽ η δύστυχη, παντοτινά για σένα
750τον άραχλο φροντίζοντας με στερεμένη ζήση,
τόσο μικρούλα ανύπαντρη και που μπορεί καθένας
να την αρπάξει. Τάχατες βαριά ντροπή δεν είπα,
μαύρος εγώ, για εσέ, για εμέ και τη γενιά μας όλη;
Μα αφού δεν είναι βολετό τα φανερά να κρύβω,
Οιδίπου εσύ, στους πατρικούς θεούς μας σ᾽ εξορκίζω,
κρύψε τα, ακούγοντας εμέ, στέργοντας να γυρίσεις
ξανά στην πολιτεία σου, στο πατρικό σου σπίτι,
τη χώρα τούτη φιλικά σαν αποχαιρετήσεις,
τι της αξίζει· μα σωστό είναι την εδική σου
760να σεβαστείς περσότερο, γιατί σ᾽ έχει αναθρέψει.