Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (761-799)

ΟΙ. ὦ πάντα τολμῶν κἀπὸ παντὸς ἂν φέρων
λόγου δικαίου μηχάνημα ποικίλον,
τί ταῦτα πειρᾷ, κἀμὲ δεύτερον θέλεις
ἑλεῖν ἐν οἷς μάλιστ᾽ ἂν ἀλγοίην ἁλούς;
765 πρόσθεν τε γάρ με τοῖσιν οἰκείοις κακοῖς
νοσοῦνθ᾽, ὅτ᾽ ἦν μοι τέρψις ἐκπεσεῖν χθονός,
οὐκ ἤθελες θέλοντι προσθέσθαι χάριν,
ἀλλ᾽ ἡνίκ᾽ ἤδη μεστὸς ἦ θυμούμενος,
καὶ τοὐν δόμοισιν ἦν διαιτᾶσθαι γλυκύ,
770 τότ᾽ ἐξεώθεις κἀξέβαλλες, οὐδέ σοι
τὸ συγγενὲς τοῦτ᾽ οὐδαμῶς τότ᾽ ἦν φίλον·
νῦν τ᾽ αὖθις, ἡνίκ᾽ εἰσορᾷς πόλιν τέ μοι
ξυνοῦσαν εὔνουν τήνδε καὶ γένος τὸ πᾶν,
πειρᾷ μετασπᾶν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων.
775 καίτοι τίς αὕτη τέρψις, ἄκοντας φιλεῖν;
ὥσπερ τις εἰ σοὶ λιπαροῦντι μὲν τυχεῖν
μηδὲν διδοίη, μηδ᾽ ἐπαρκέσαι θέλοι,
πλήρη δ᾽ ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζοις, τότε
δωροῖθ᾽, ὅτ᾽ οὐδὲν ἡ χάρις χάριν φέροι·
780 ἆρ᾽ ἂν ματαίου τῆσδ᾽ ἂν ἡδονῆς τύχοις;
τοιαῦτα μέντοι καὶ σὺ προσφέρεις ἐμοί,
λόγῳ μὲν ἐσθλά, τοῖσι δ᾽ ἔργοισιν κακά.
φράσω δὲ καὶ τοῖσδ᾽, ὥς σε δηλώσω κακόν.
ἥκεις ἔμ᾽ ἄξων, οὐχ ἵν᾽ ἐς δόμους ἄγῃς,
785 ἀλλ᾽ ὡς πάραυλον οἰκίσῃς, πόλις δέ σοι
κακῶν ἄνατος τῆσδ᾽ ἀπαλλαχθῇ χθονός.
οὐκ ἔστι σοι ταῦτ᾽, ἀλλά σοι τάδ᾽ ἔστ᾽, ἐκεῖ
χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί·
ἔστιν δὲ παισὶ τοῖς ἐμοῖσι τῆς ἐμῆς
790 χθονὸς λαχεῖν τοσοῦτον, ἐνθανεῖν μόνον.
ἆρ᾽ οὐκ ἄμεινον ἢ σὺ τἀν Θήβαις φρονῶ;
πολλῷ γ᾽, ὅσῳπερ καὶ σαφεστέρων κλύω,
Φοίβου τε καὐτοῦ Ζηνός, ὃς κείνου πατήρ.
τὸ σὸν δ᾽ ἀφῖκται δεῦρ᾽ ὑπόβλητον στόμα,
795 πολλὴν ἔχον στόμωσιν· ἐν δὲ τῷ λέγειν
κάκ᾽ ἂν λάβοις τὰ πλείον᾽ ἢ σωτήρια.
ἀλλ᾽, οἶδα γάρ σε ταῦτα μὴ πείθων, ἴθι,
ἡμᾶς δ᾽ ἔα ζῆν ἐνθάδ᾽· οὐ γὰρ ἂν κακῶς
οὐδ᾽ ὧδ᾽ ἔχοντες ζῷμεν, εἰ τερποίμεθα.

ΟΙ. Παντού και πάντα αδίστακτε, στο καθετί
με δίκαιο λόγο μηχανεύεσαι την πανουργία σου.
Αλλά και τώρα, δεύτερη φορά, στο δίχτυ σου πας
να με πιάσεις, που αν παγιδευτώ, αφόρητος θα γίνει ο πόνος μου.
765Αρχή αρχή, τότε που τα οικεία πάθη πήγαν
να μου σαλέψουν το μυαλό, τότε που πίστεψα
πως το να φύγω από τον τόπο μου ήταν γλυκιά ανακούφιση,
δεν θέλησες, παρότι εγώ το θέλησα, τη χάρη αυτή
να μου προσφέρεις. Όμως μετά, όταν πια μέστωσε
κι ημέρεψε ο θυμός μου, όταν μου φάνηκε γλυκύτερο
770στο σπίτι να κουρνιάσω, τότε μ᾽ απόδιωξες, μ᾽ εξόρισες,
οπότε κι η συγγένεια που λες πήγε περίπατο.
Αλλά και τώρα, βλέποντας την πόλη αυτή και τον λαό της όλο
με τόση καλοσύνη να με δέχονται, θέλεις
να μ᾽ αποσπάσεις, κρύβοντας την κακία σου μ᾽ άκακα λόγια.
Τί ηδονή κι αυτή, αγάπη να προσφέρεις
775σ᾽ εκείνους που την απωθούν.
Σαν κάποιος που, όταν εσύ σε ζόρι τον εκλιπαρείς
για κάτι, δεν σου το δίνει κι αρνείται τη βοήθειά του.
Αντίθετα, όταν σε δει με την ψυχή χορτάτη, κάνει
τον γενναιόδωρο, οπότε βγαίνει άχαρη η χάρη του —
780καλύτερα να μη σου τύχει μια τέτοια κούφια απόλαυση.
Ανάλογες και οι δικές σου προσφορές σ᾽ εμένα,
καλές στα λόγια, κακές στην πράξη.
Θα το εξηγήσω όμως και σ᾽ αυτούς εδώ, για να τους δείξω
τη μοχθηρία σου. Ήλθες όχι για να με πας
785στο σπίτι μου, αλλά παράμερα για να με ρίξεις,
έξω απ᾽ το σύνορο της πόλης, στον νου σου έχοντας
το πώς η πόλη σου ασφαλής θα μείνει, ανέπαφη
από τη χώρα αυτή.
Αλλά δεν πρόκειται να σου περάσει αυτό, και θα συμβεί
το αντίθετο. Για πάντα εκεί, σαν την κατάρα ο ίσκιος μου
θα κατοικεί, κι οι προκομμένοι γιοι μου τόση θα πάρουν
790απ᾽ τη γη μου, όση για να ταφούν.
Λοιπόν τί λες, δεν βρίσκεις πως εγώ φρονώ καλύτερα
της Θήβας το συμφέρον;
Σίγουρα πιο καλά το σκέφτομαι, αφού κι οι μάρτυρες
βγαίνουν αλάνθαστοι που ακούω, ο Φοίβος λέω
κι ο πατέρας του, ο μέγας Δίας.
Ενώ εσύ με στόμα απύλωτο μας ήλθες, κι η γλώσσα σου
795πάει ροδάνι. Όμως, και με την τόση σου ευγλωττία,
μικρό το κέρδος, μεγάλη μάλλον η ζημιά σου.
Αλλά το βλέπω, πάνε τα λόγια μου στον βρόντο.
Τράβα λοιπόν εσύ τον δρόμο σου, κι άφησε εμάς
να ζούμε εδώ. Έτσι που είμαστε, δεν θα περάσουμε
και τόσο άσχημα, φτάνει να μείνουμε ικανοποιημένοι.


ΟΙΔ. Ω εσύ, που όλα τολμάς κι ικανός θα ᾽σουν
από το καθετί δολερές νά ᾽βρεις
κατεργαριές για δικαιολόγησή σου,
τί δοκιμάζεις και ζητάς εμένα
ξανά μες στις παγίδες σου να πιάσεις,
που αν έπεφτα, θα ᾽ταν ο πιο μεγάλος
πόνος για με. Γιατί και τότε που ήμουν
κάτω απ᾽ το βάρος τέτοιας δυστυχίας
και που χαρά μου το ᾽χα να διωχνόμουν
στην εξορία, δε θέλησες τη χάρη,
που ήθελα εγώ, να μου παραχωρήσεις·
μα όταν στο τέλος είχα πια χορτάσει
απ᾽ άγριο πάθος και μ᾽ ευχαριστούσε
να ᾽μενα στα παλάτια μου, εσύ τότε
770μ᾽ απόδιωχνες, με ξόριζες κι αυτή μας
τη συγγένεια, που λες, μα ούτε καθόλου
δεν ψήφισες· έτσι και τώρα πάλι
που βλέπεις πόση δείχνει καλοσύνη
για μένα η πόλη αυτή κι ο λαός όλος,
πασκίζεις, με γλυκά κρύβοντας λόγια
την κακία σου, απ᾽ εδώ να με τραβήξεις.
Μα τί ευχαρίστηση έχει ν᾽ αγαπάς
έναν, που την αγάπη σου δε θέλει;
Όμως αν κάποιος, μ᾽ όλα τα δικά σου
τα παρακάλια, τίποτ᾽ από κείνα
που ζητούσες δε σου ᾽δινε, και μήτε
να σε βοηθήσει θα ᾽θελε, ύστερα όμως
σα θα ᾽χες την καρδιά σου εσύ γεμάτη
απ᾽ όσα επιθυμούσες, τότε εκείνος
σου τα προσφέρει, όταν πια καμιά χάρη
η χάρη του δε θ᾽ άξιζε, δεν θα ᾽ταν
780κούφια η χαρά σου αυτή, που θα ᾽χες πάρει;
Τέτοια λοιπόν κι αυτά που μου προσφέρεις,
καλά στα λόγια, μα κακά στην πράξη.
Και θα τα πω κι αυτών, για ν᾽ αποδείξω
την απιστία σου: ήρθες να με πάρεις,
όχι για να με πας στην πόλη μέσα
στα σπίτια μου, μα για να με καθίσεις
κοντά, έξω από τα σύνορα και που έτσι
ν᾽ απαλλαχθεί κι η Θήβα από το φόβο
να μην πάθει κακό απ᾽ αυτή τη χώρα.
Μα όχι, δεν θα το δεις αυτό, και μόνο
την εκδικήτρα μου σκιά θενά ᾽χεις
να κάθετ᾽ εκεί πάντα ανάμεσό σας·
κι οι γιοι μου από τη χώρα μου δε θα ᾽χουν
790να πάρουνε, παρ᾽ όσο για ταφή τους.
Λοιπόν, δεν είμαι εγώ καλύτερά σου
για ό,τι αφορά τη Θήβα φωτισμένος,
και τόσο πιο πολύ, όσο τα ξέρω
από τους πιο αλάθευτους εγώ, το Φοίβο
και τον ίδιο το Δία, πατέρα εκείνου;
Μα εσύ μας ήρθες με την κάλπική σου
τη γλώσσα διπλοτροχισμένη, μα που όμως
όσα να πεις πιότερη θα σου φέρουν
ζημιά παρ᾽ ό,τι διάφορο κανένα.
Μα μια και ξέρω που άδικα τα χάνω
τα λόγια μου με σένα, λοιπόν τράβα
κι άφησ᾽ εμείς να ζούμ᾽ εδώ, γιατί, ούτε
και σ᾽ αυτή που είμαστε τη θέση, θα ᾽ταν
κακή η ζωή μας, μια που σ᾽ εμάς θ᾽ αρέσει.


ΟΙΔ. Ω εσύ, που όλα τ᾽ αποκοτάς και σ᾽ όλα μπορείς νά ᾽βρεις
κάθε λογής πονήρεμα για δικαιολόγησή σου
δόλωμ᾽ αυτά τί μου πετάς και θέλεις να με πιάσεις
πάλι, που αν επιανόμουνα, πιότερο θα λυπόμουν;
Γιατί κι όταν υπόφερνα πριν απ᾽ τις συφορές μου,
όταν για μένα ήταν χαρά να φύγω απ᾽ την πατρίδα,
αν κι ήθελα, δεν ήθελες τη χάρη να μου κάμεις.
Μα τον καιρό, που πια ο θυμός μου ᾽χε περάσει κι ήταν
γλυκός μου πόθος το να ζω μες στην πατρίδα, τότε
770μ᾽ εξόριζες και μ᾽ έδιωχνες στα ξένα, και δε σού ηταν
τότες αυτή η συγγένεια μας καθόλου αγαπημένη.
Και τώρα πάλι, που θωρείς καλόγνωμη να μού ειναι
η χώρ᾽ αυτή κι οι κάτοικοι, πασχίζεις να μ᾽ αλλάξεις
τη γνώμη, γλυκολέγοντας σκέψες σκληρές· μα ποιά ειναι
αυτή η χαρά να ευεργετείς ανθρώπους άθελά τους;
Αν δηλαδή κανείς, ενώ παρακαλάς για κάτι,
δε δίνει τίποτε, μηδέ να σε βοηθήσει θέλει,
αν κι η καρδιά σου λαχταρά γι᾽ αυτά που ανάγκη τα ᾽χεις,
τότε σου χάριζε, όταν πια τόπο δεν πιάνει η χάρη,
780ανώφελη ευχαρίστηση για σε δε θα ᾽ταν τούτη;
Αλλ᾽ όμως τέτοια δα κι εσύ σ᾽ εμένανε προσφέρνεις·
καλά στα λόγια βέβαια, μα ψεύτικα στα έργα.
Μα και σε τούτους θα τα πω για να σε δείξω ψεύτη.
Ήλθες να πάρεις με από δω όχι για να με φέρεις
πίσω στο σπίτι μου, παρά για να με κάτσεις έξω
και να γλιτώσει η Θήβα σου άβλαβη από τη χώρα
τούτη. Δε θα σου γίνει αυτό, παρά θα σ᾽ έβρουν τούτα:
Στον τόπο κείνον πάντοτε θα μένει η εκδίκησή μου·
κι ακόμη απ᾽ την πατρίδα μου θα βρούνε οι γιοι μου τόπο
790τόσον, όσος θα φτάσει τους για να τους θάψουν μόνο.
Λοιπόν καλύτερ᾽ από σε δεν ξέρω όσα θα γίνουν
στη Θήβα; Βεβαιότατα μια και γρικώ το Φοίβο
κι αυτόν το Δία, που είναι του γονιός, σωστά να λένε.
Όμως εσύ μου ήλθες εδώ με το ύπουλό σου στόμα
και με μεγάλες πονηριές· μα πιο πολλά σ᾽ εσένα
θα φέρουνε τα λόγια σου κακά παρά ευτυχία.
Μα φεύγα! γιατί, ξέρω το, πως δε σε καταπείθω·
κι εμάς να ζούμ᾽ εδώ άσε μας· γιατί δεν κακοζούμε
κι έτσι όπως είμαστε, αν χαρά μάς φέρνει αυτό περίσσα.