Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (117-175)

ΠΑΡΟΔΟΣ

ΧΟΡΟΣ
ὅρα· τίς ἄρ᾽ ἦν; ποῦ ναίει; [στρ. α]
ποῦ κυρεῖ ἐκτόπιος συθεὶς ὁ πάντων,
120 ὁ πάντων ἀκορέστατος;
προσδέρκου, λεῦσσέ νιν,
προσπεύθου πανταχᾷ.
πλανάτας,
πλανάτας τις ὁ πρέσβυς, οὐδ᾽
125 ἔγχωρος· προσέβα γὰρ οὐκ
ἄν ποτ᾽ ἀστιβὲς ἄλσος ἐς
τᾶνδ᾽ ἀμαιμακετᾶν κορᾶν,
ἃς τρέμομεν λέγειν,
καὶ παραμειβόμεσθ᾽
130 ἀδέρκτως,
ἀφώνως, ἀλόγως τὸ τᾶς
εὐφήμου στόμα φροντίδος
ἱέντες· τὰ δὲ νῦν τιν᾽ ἥκειν
λόγος οὐδὲν ἅζονθ᾽,
135 ὃν ἐγὼ λεύσσων περὶ πᾶν οὔπω
δύναμαι τέμενος
γνῶναι ποῦ μοί ποτε ναίει.

ΟΙ. ὅδ᾽ ἐκεῖνος ἐγώ· φωνῇ γὰρ ὁρῶ,
τὸ φατιζόμενον.
140 ΧΟ. ἰὼ ἰώ,
δεινὸς μὲν ὁρᾶν, δεινὸς δὲ κλύειν.
ΟΙ. μή μ᾽, ἱκετεύω, προσίδητ᾽ ἄνομον.
ΧΟ. Ζεῦ ἀλεξῆτορ, τίς ποθ᾽ ὁ πρέσβυς;
ΟΙ. οὐ πάνυ μοίρας εὐδαιμονίσαι
145 πρώτης, ὦ τῆσδ᾽ ἔφοροι χώρας.
δηλῶ δ᾽· οὐ γὰρ ἂν ὧδ᾽ ἀλλοτρίοις
ὄμμασιν εἷρπον
κἀπὶ σμικροῖς μέγας ὥρμουν.

150 ΧΟ. ἐή· ἀλαῶν ὀμμάτων [αντ. α]
ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος; δυσαίων
μακραίων θ᾽, ὅσ᾽ ἐπεικάσαι.
ἀλλ᾽ οὐ μὰν ἔν γ᾽ ἐμοὶ
προσθήσῃ τάσδ᾽ ἀράς.
155 περᾷς γάρ,
περᾷς· ἀλλ᾽ ἵνα τῷδ᾽ ἐν ἀ-
φθέγκτῳ μὴ προπέσῃς νάπει
ποιάεντι, κάθυδρος οὗ
κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν
160 ῥεύματι συντρέχει·
τό, ξένε πάμμορ᾽, εὖ
φύλαξαι·
μετάσταθ᾽, ἀπόβαθι. πολ-
λὰ κέλευθος ἐρατύοι·
165 κλύεις, ὦ πολύμοχθ᾽ ἀλᾶτα;
λόγον εἴ τιν᾽ οἴσεις
πρὸς ἐμὰν λέσχαν, ἀβάτων ἀποβάς,
ἵνα πᾶσι νόμος,
φώνει· πρόσθεν δ᾽ ἀπερύκου.

170 ΟΙ. θύγατερ, ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ;
ΑΝ. ὦ πάτερ, ἀστοῖς ἴσα χρὴ μελετᾶν
εἴκοντας ἃ δεῖ κἀκούοντας.
ΟΙ. πρόσθιγέ νύν μου. ΑΝ. ψαύω καὶ δή.
ΟΙ. ξεῖνοι, μὴ δῆτ᾽ ἀδικηθῶ σοὶ
175 πιστεύσας καὶ μεταναστάς.

ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Κοίτα καλά. Ποιός ήταν; Πού να ξέμεινε;
Πού γλίστρησε αποδώ, πού κρύφτηκε;
120Άπληστος λέω, απ᾽ όλους ο πιο άπληστος.
Το μάτι στύλωσε, ψάξε τριγύρω,
ρώτησε παντού.
Αλήτης είναι, κάποιος
αλήτης γέρος, σίγουρα όχι
125από τα μέρη μας. Αλλιώς δεν θα τολμούσε
απάτητο άλσος να πατήσει
ακαταμάχητων Παρθένων.
Που τρέμουμε εμείς και το όνομά τους να προφέρουμε,
περνούμε πλάι, δίχως καν να ρίχνουμε εκεί
130το βλέμμα μας,
άφωνοι, άλαλοι, και τις ευχές
κλειστό το στόμα μας τις αναδεύει.
Μα νά που τώρα κάποιος φτάνει
και φαίνεται καθόλου δεν τις σέβεται.
135Και μολονότι εγώ, γύρω στο τέμενος
τα μάτια μου στυλώνω, ακόμη
να τον εντοπίσω δεν μπορώ.
ΟΙ. Εγώ εκείνος, είμαι εγώ.
Βλέπω ακούγοντας, που λέει
ο λόγος.
140ΧΟ. Φριχτός αλίμονο να βλέπεσαι,
φριχτός αλίμονο ν᾽ ακούγεσαι.
ΟΙ. Σας ικετεύω, μη με βλέπετε παράνομο.
ΧΟ. Δία που διώχνεις το κακό, ποιός είναι αυτός ο γέρος;
ΟΙ. Ένας, φρουροί της χώρας, που
δεν στέκει πρώτη η μοίρα του
145στη λίστα της ευδαιμονίας.
Και το αποδείχνω· αλλιώς δεν θα σερνόμουν
με ξένα μάτια, μήτε και μ᾽ άγκυρα μικρή
μεγάλος θ᾽ αγκυροβολούσα.

ΧΟ. Μάτια τυφλά τα μάτια σου,
151ήσουν τυφλός από τη γέννα σου;
Ζωή αβίωτη, αλλά μακρόβια —
το πράγμα φαίνεται.
Όμως, όσο απ᾽ το χέρι μου περνά,
155δεν θα προσθέσεις κι άλλες καταραμένες βλάβες.
Γιατί, περνάς, το όριο περνάς. Όμως,
για να μην πέσεις σε λαγκάδι αλάλητο
και χλοερό, όπου σπονδή από κρατήρα
160υδροφόρο τρέχει, ανάμεικτο νερό με μέλι,
καλά φυλάξου, ξένε δύστυχε,
μετακινήσου, απομακρύνσου.
Μεγάλη η απόσταση που μας χωρίζει
165ακόμη· ακούς, πολύπαθε οδοιπόρε;
Αν θες ο λόγος σου να φτάσει
στη συντροφιά μας, βγες έξω από το άβατο
και μίλησε αποκεί που σ᾽ όλους είναι θεμιτό·
όμως πιο πριν κρατήσου αμίλητος.
170ΟΙ. Κόρη μου, πώς κάποιος σωστά μπορεί ν᾽ αποφασίσει;
ΑΝ. Πατέρα, πρέπει μ᾽ αυτούς τους ντόπιους
να συμπέσουμε· ας υπακούσουμε λοιπόν υποχωρώντας
στα οφειλόμενα.
ΟΙ. Πιάσε με τότε. ΑΝ. Να, σε πιάνω.
ΟΙ. Ξένοι, πιστεύω αλήθεια να μην αδικηθώ
175που σ᾽ εμπιστεύομαι κι αλλάζω θέση.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Κοίτα, ποιός να ᾽ταν; πού να ᾽ναι;
πού αναπέτασ᾽ εδώθε και κρύβεται
ο πιο απ᾽ όλους, απ᾽ όλους
120στον κόσμο πιο αδιάντροπος;
—Ζήτα τον, ψάχνε να δεις,
κοίτα γύρω παντού.
—Κάποιος αλήτης, αλήτης ο γέρος·
αδύνατο ντόπιος· αλλιώς
πόδι ποτέ του δε θα ᾽βαζε
στο απάτητο τ᾽ άλσος αυτών
των φοβερών των Παρθένων,
που τρέμομε και τ᾽ όνομά των να λέμε,
130που προσπερνούμε χωρίς να κοιτάξομε,
άφωνοι, αμίλητοι, αναδεύοντας
βαθιά μες στην ψυχή μας
μ᾽ ευλαβικιά συνοχή τις δεήσεις μας.
Και τώρα μού ειπαν πως ήρθ᾽ ένας άγνωστος
που δε σέβεται τίποτα
και που ενώ γύρω παντού τον γυρεύω
στον ιερό τον περίβολο, ακόμα
δε μπορώ να τον βρω, πού μου κρύβεται.

ΟΙΔ. Ιδού αυτός· είμαι εγώ· γιατί βλέπω
με τ᾽ αυτιά, καθώς λένε.
140ΧΟΡ. Ω πω πω, Θεέ μου,
φριχτός να τον βλέπεις,
φριχτός να τον ακούς!
ΟΙΔ. Σας ξορκίζω, μη με βλέπετε
σα νά ημουν έξω από νόμο.
ΧΟΡ. Βάλε, Δία, το χέρι σου·
ποιός μπορεί να ᾽ναι τάχατε ο γέροντας;
ΟΙΔ. Ένας όχι και πάρα πολύ
πρώτης μοίρας, που να τον ζηλεύεις,
ω της χώρας αυτής προεστοί·
και το δείχνω· ειδαλλιώς
δε θα σέρνομουν έτσι
με τα ξέν᾽ αυτά μάτια·
ουδέ θ᾽ άραζα, τόσο μεγάλος,
σε τέτοια άγκυρα επάνω.

150ΧΟΡ. Αχ, έτσι να ᾽σουνα τάχα
κι από γενετής σου με μάτια τυφλά;
δυστυχίες και χρόνια πολλά
σε βαραίνουν, αν κρίνω απ᾽ την όψη.
—Όμως όσο από μένα, κι αυτή
δε θα πάρεις την κάταρα επάνω σου.
—Γιατί, πας, όλο πας και πιο πέρα·
να μην έξαφνα πέσεις και μέσα σ᾽ αυτό
το χλοερό το λαγκάδι το αλάλητο,
όπου μέσα σε κρατήρα νερού
160γλυκοεύφραντο σμίγεται ανάμα σπονδών.
—Και φυλάξου, βαριόμοιρε ξένε, από κει·
μετατόπισε, μάκρυνε,
πολύς δρόμος ακόμα χωρίζει.
—Ακούς, πολυστέναχτε αλήτη;
αν θέλεις και τίποτα λόγο να πεις
σε μας που είμαστ᾽ εδώ μαζεμένοι,
έβγα πρώτ᾽ απ᾽ τον άβατο τόπον εδώ
και κει που ᾽ναι καθένας ελεύτερος,
μίλησέ μου· μα πριν, ούτε λέξη.

ΟΙΔ. Θυγατέρα, ποιά απόφαση
170λες να πάρει κανείς;
ΑΝΤ. Ω πατέρα, την ίδια πρέπει να ᾽χομε γνώμη
με τους ανθρώπους του τόπου
και να κλίνομε και να υπακούομε
σ᾽ ό, τι πρέπει. ΟΙΔ. Λοιπόν, πιάσε με τότε.
ΑΝΤ. Νά, σε πιάνω.
ΟΙΔ. Μη μου κάμετε, ξένοι, κακό·
σας μπιστεύομαι, νά,
και μακραίνω από δω.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Κοίτα· ποιός ήταν τάχα; [στρ. α]
πού στέκεται; πού να ᾽ναι ;
σαν έφυγε από δώθε
120ο απόκοτος αυθάδης;
Ξέταζε· ζήταγέ τον,
σ᾽ όλα τα μέρη ψάχνε·
κάποιος πλανητεμένος,
πλανητεμένος είναι
ο γέρος, όχι ντόπιος.
Αλλιώς αυτός ποτέ του
δεν ήθελε σιμώσει
στ᾽ απάτητο το δάσος
των φοβερών παρθένων,
που δεν αποκοτούμε
να πούμε τ᾽ όνομά τους
και που τις προσπερνούμε
130χωρίς να τις κοιτάμε,
χωρίς να πούμε λέξη,
και σαν βουβοί τα χείλη
κινώντας, με το νου μας
τις βαθυπροσκυνάμε.
Μα τώρα λεν ότι ήλθε
κάποιος, που δεν τις τρέμει,
που εγώ, κι αν όλο φέρνω
το δάσος γύρα, ακόμη
δε δύνουμαι να μάθω
πού τάχατε να μού ειναι.
ΟΙΔ. Εγώ είμαι εκείνος, που ζητάτε·
γιατί με τη φωνή σάς βλέπω
εσάς, που μου μιλάτε.
140ΧΟΡ. Πω, πω!
Φοβερός και στη θωριά,
φοβερός και στη φωνή.
ΟΙΔ. Παρακαλώ σας, γι᾽ άνομο μη με νομίστε.
ΧΟΡ. Δία προστάτη, ο γέροντας ποιός τάχα να ᾽ναι;
ΟΙΔ. Κάποιος που δεν τ᾽ αξίζει
να τον καλοτυχίστε,
βλεπάτορες του τόπου
αυτού. Και τ᾽ αποδείχνω·
γιατί δε θα σερνόμουν
εδώ με ξένα μάτια
και δε θα στηριζόμουν
μεγάλος σε μικρή.

150ΧΟΡ. Ω! μάτια χαλασμένα! [αντ. α]
Τάχα είσαι κακομοίρης
από γεννησιμιό σου;
πολύχρονος, αλήθεια,
μου φαίνεται πώς είσαι.
Μα όσο από μένανε είναι,
στις τόσες συφορές σου
δε θα προσθέσεις τώρα
και τούτες τις κατάρες.
Γιατί τραβάς εμπρός.
Όμως για να μη πέσεις
μες στη βαθιά λαγκάδα,
όπου φωνή καμία
να γροικηθεί δεν πρέπει,
όπου και το κροντήρι
από νερό γεμάτο
σμίγει με το ποτάμι
160των ιερών πιοτώνε,
καλά απ᾽ αυτά φυλάξου,
δυστυχισμένε ξένε,
μετατοπίσου, έξω έβγα.
Διάστημα μεγάλο
εσέ κι εμάς χωρίζει.
Ακούς, βασανισμένε
τριγυριστή; κι αν ίσως
να μου απαντήσεις θέλεις
για όσα σου λέω, λέγε,
αφού απ᾽ τ᾽ απάτητα έβγεις,
εκείθε όπουθε ο νόμος
σ᾽ όλους να λεν ορίζει.
Μα πριν μιλιά μη βγάλεις.
170ΟΙΔ. Κόρη μου, σαν τί ν᾽ αποφασίσω;
ΑΝΤ. Πατέρα, πρέπει προσοχή να δίνουμε στους ντόπιους
υποχωρώντας στα σωστά κι υπάκουοι να φανούμε.
ΟΙΔ. Πιάσε το χέρι μου λοιπόν. ΑΝΤ. Και να που σε κρατάω.
ΟΙΔ. Ω ξένοι, ας μην αδικηθώ με το να σας πιστέψω
κι από δω πέρα βγαίνοντας.