Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (254-309)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ Α΄

ΧΟ. ἀλλ᾽ ἴσθι, τέκνον Οἰδίπου, σέ τ᾽ ἐξ ἴσου
255 οἰκτίρομεν καὶ τόνδε συμφορᾶς χάριν·
τὰ δ᾽ ἐκ θεῶν τρέμοντες οὐ σθένοιμεν ἂν
φωνεῖν πέρα τῶν πρὸς σὲ νῦν εἰρημένων.
ΟΙ. τί δῆτα δόξης ἢ τί κληδόνος καλῆς
μάτην ῥεούσης ὠφέλημα γίγνεται,
260 εἰ τάς γ᾽ Ἀθήνας φασὶ θεοσεβεστάτας
εἶναι, μόνας δὲ τὸν κακούμενον ξένον
σῴζειν οἵας τε καὶ μόνας ἀρκεῖν ἔχειν;
κἄμοιγε ποῦ ταῦτ᾽ ἐστίν; οἵτινες βάθρων
ἐκ τῶνδέ μ᾽ ἐξάραντες εἶτ᾽ ἐλαύνετε,
265 ὄνομα μόνον δείσαντες· οὐ γὰρ δὴ τό γε
σῶμ᾽ οὐδὲ τἆργα τἄμ᾽· ἐπεὶ τά γ᾽ ἔργα μου
πεπονθότ᾽ ἐστὶ μᾶλλον ἢ δεδρακότα,
εἴ σοι τὰ μητρὸς καὶ πατρὸς χρείη λέγειν,
ὧν οὕνεκ᾽ ἐκφοβῇ με· τοῦτ᾽ ἐγὼ καλῶς
270 ἔξοιδα. καίτοι πῶς ἐγὼ κακὸς φύσιν,
ὅστις παθὼν μὲν ἀντέδρων, ὥστ᾽ εἰ φρονῶν
ἔπρασσον, οὐδ᾽ ἂν ὧδ᾽ ἐγιγνόμην κακός;
νῦν δ᾽ οὐδὲν εἰδὼς ἱκόμην ἵν᾽ ἱκόμην,
ὑφ᾽ ὧν δ᾽ ἔπασχον, εἰδότων ἀπωλλύμην.
275 ἀνθ᾽ ὧν ἱκνοῦμαι πρὸς θεῶν ὑμᾶς, ξένοι,
ὥσπερ με κἀνεστήσαθ᾽, ὧδε σώσατε,
καὶ μὴ θεοὺς τιμῶντες εἶτα τοὺς θεοὺς
μώρους ποεῖσθε μηδαμῶς· ἡγεῖσθε δὲ
βλέπειν μὲν αὐτοὺς πρὸς τὸν εὐσεβῆ βροτῶν,
280 βλέπειν δὲ πρὸς τοὺς δυσσεβεῖς· φυγὴν δέ του
μήπω γενέσθαι φωτὸς ἀνοσίου †βροτῶν†.
ξὺν οἷς σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας
ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις ὑπηρετῶν.
ἀλλ᾽, ὥσπερ ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον,
285 ῥύου με κἀκφύλασσε· μηδέ μου κάρα
τὸ δυσπρόσοπτον εἰσορῶν ἀτιμάσῃς.
ἥκω γὰρ ἱερὸς εὐσεβής τε καὶ φέρων
ὄνησιν ἀστοῖς τοῖσδ᾽· ὅταν δ᾽ ὁ κύριος
παρῇ τις, ὑμῶν ὅστις ἐστὶν ἡγεμών,
290 τότ᾽ εἰσακούων πάντ᾽ ἐπιστήσῃ· τὰ δὲ
μεταξὺ τούτου μηδαμῶς γίγνου κακός.
ΧΟ. ταρβεῖν μέν, ὦ γεραιέ, τἀνθυμήματα
πολλή ᾽στ᾽ ἀνάγκη τἀπὸ σοῦ· λόγοισι γὰρ
οὐκ ὠνόμασται βραχέσι· τοὺς δὲ τῆσδε γῆς
295 ἄνακτας ἀρκεῖ ταῦτά μοι διειδέναι.
ΟΙ. καὶ ποῦ ᾽σθ᾽ ὁ κραίνων τῆσδε τῆς χώρας, ξένοι;
ΧΟ. πατρῷον ἄστυ γῆς ἔχει· σκοπὸς δέ νιν,
ὃς κἀμὲ δεῦρ᾽ ἔπεμψεν, οἴχεται στελῶν.
ΟΙ. ἦ καὶ δοκεῖτε τοῦ τυφλοῦ τιν᾽ ἐντροπὴν
300 ἢ φροντίδ᾽ ἕξειν αὐτὸν ὥστ᾽ ἐλθεῖν πέλας;
ΧΟ. καὶ κάρθ᾽, ὅταν περ τοὔνομ᾽ αἴσθηται τὸ σόν.
ΟΙ. τίς δ᾽ ἔσθ᾽ ὁ κείνῳ τοῦτο τοὖπος ἀγγελῶν;
ΧΟ. μακρὰ κέλευθος· πολλὰ δ᾽ ἐμπόρων ἔπη
φιλεῖ πλανᾶσθαι, τῶν ἐκεῖνος ἀίων,
305 θάρσει, παρέσται. πολὺ γάρ, ὦ γέρον, τὸ σὸν
ὄνομα διήκει πάντας, ὥστε κεἰ βραδὺς
εὕδει, κλύων σοῦ δεῦρ᾽ ἀφίξεται ταχύς.
ΟΙ. ἀλλ᾽ εὐτυχὴς ἵκοιτο, τῇ θ᾽ αὑτοῦ πόλει
ἐμοί τε· τίς γὰρ ἐσθλὸς οὐ χαὐτῷ φίλος;

ΕΠΕΙΔΟΔΙΟ ΠΡΩΤΟ


ΧΟ. Παιδί του Οιδίποδα, να ξέρεις, σε πονάμε
255όσο κι αυτόν, για τη βαριά σας μοίρα.
Αλλά ο φόβος των θεών μάς αφαιρεί
το σθένος, να πούμε κάτι περισσότερο σε σένα,
απ᾽ ό,τι ώς τώρα είπαμε.
ΟΙ. Τί ωφελεί λοιπόν η δόξα, σε τί το φημισμένο
όνομα που πάει χαμένο, αν είναι,
260όπως το λεν, θεοσεβέστατη η Αθήνα, η μόνη που μπορεί
τον κακοπαθημένο ξένο να τον σώσει, μόνη
να του παρασταθεί;
Πού πήγαν όλα αυτά για μένα; όταν εσείς, αφού
με ξεσηκώσατε από τη θέση αυτή,
τώρα με διώχνετε, μόνο και μόνο από φόβο
265για τ᾽ όνομά μου· όχι ασφαλώς γι᾽ αυτό που είμαι
μήτε για τα δικά μου έργα, αφού τα έργα μου
είναι τα πάθη μάλλον που έχω πάθει, όχι οι πράξεις μου,
αν επιτρέπεται κι εγώ να πω
όσα έχουν σχέση με τη μάνα, τον πατέρα μου,
αυτά που σε φοβίζουν και με διώχνεις.
Καλά το ξέρω αυτό. Όμως πώς θα μπορούσα εγώ
270να ᾽μαι κακούργος από φυσικού μου, όταν
αμύνθηκα αντιδρώντας στο κακό. Ακόμη κι αν
εν γνώσει μου το είχα κάνει, πάλι
δεν θα γινόμουνα εγκληματίας γι᾽ αυτό.
Μα τώρα φτάνω εδώ που έφτασα σε απόλυτη άγνοια,
ενώ εκείνοι που προκάλεσαν τη βλάβη μου,
γνωρίζοντας μ᾽ έφεραν στον χαμό.
275Γι᾽ αυτό, σας ικετεύω, ξένοι, στο όνομα των θεών,
όπως καλά με ξεσηκώσατε, έτσι
και να με σώσετε· και μην, τιμώντας τους θεούς
τη μια φορά, την άλλη μωρούς τούς λογαριάζετε.
Αλλά σκεφτείτε, βλέπουν τον ευσεβή οι θεοί,
280βλέπουν ωστόσο και τους δυσσεβείς· ποτέ κανείς
θνητός ανόσιος δεν μπόρεσε να τους ξεφύγει.
Προσέχοντας κι εσύ το βλέμμα τους,
μην αμαυρώσεις τη μακαρισμένη Αθήνα,
μ᾽ ανόσια έργα μην την κηλιδώσεις.
Αλλά, καθώς με δέχτηκες ικέτη κι έδωσες την υπόσχεση,
285προστάτεψέ με, σώσε με, μη με καταφρονήσεις
μόνο και μόνο για την όψη μου που ανθρώπου μάτι
δεν μπορεί να την αντέξει.
Έφτασα εδώ αφιερωμένος κι ευσεβής,
φέρνω μαζί μου στους πολίτες όφελος· όταν ο αρμόδιος
φανεί, όποιος κι αν είναι ο ηγεμόνας σας,
290τότε κι εσύ θ᾽ ακούσεις, θα τα μάθεις όλα.
Στο μεταξύ κοίτα ο ίδιος μην κριματιστείς.
ΧΟ. Μεγάλη ανάγκη, γέροντα, τις σκέψεις σου
να σεβαστούμε, αφού τις ομολόγησες μιλώντας
βαρυσήμαντα. Όμως οι άρχοντες της χώρας θα πάρουν
295την απόφαση που πρέπει — αυτό μου φτάνει.
ΟΙ. Πού μένει τώρα ο κύριος της χώρας, ξένε;
ΧΟ. Στην πατρική πρωτεύουσα· κι εκείνος ο σκοπός
που μ᾽ έστειλε εδώ, ο ίδιος τρέχοντας
πήγε να τον γυρέψει.
ΟΙ. Αλήθεια, το πιστεύετε πως θα ντραπεί αυτός
έναν τυφλό, θα δείξει ενδιαφέρον τόσο,
300να ᾽ρθει εδώ αυτοπροσώπως;
ΧΟ. Και μάλιστα πολύ, μόλις ακούσει το όνομά σου προπαντός.
ΟΙ. Κι αυτό το μήνυμα σ᾽ εκείνον ποιός θα φέρει;
ΧΟ. Είναι μακρύς ο δρόμος, αλλά στο διάβα τους
κυκλοφορούν πολλές ειδήσεις οι διαβάτες. Όταν
το νέο φτάσει στα δικά του αφτιά, μην αμφιβάλλεις,
305θά ᾽ρθει. Γιατί έχει γίνει διαβόητο στον κόσμο τ᾽ όνομά σου,
γέροντα, οπότε κι αν νωχελικά αναπαύεται,
θα φτάσει εδώ πετώντας.
ΟΙ. Μακάρι νά ᾽ρθει, για τη δική του πόλη
και για μένα· γιατί ποιός κάνει το καλό,
που να μη σκέφτεται και το δικό του το καλό;


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΧΟΡ. Μα ξέρε πως την ίδια τη συμπόνια
νιώθομε και για σε, κόρη του Οιδίπου,
και για τον ίδιο, για τις συφορές σας,
μα τρέμοντας τα θεία, δε θα ᾽ταν τρόπος
τίποτα περισσότερο να λέμε
απ᾽ όσα τώρα σου έχομε ειπωμένα.
ΟΙΔ. Τί τ᾽ όφελος λοιπόν από τη δόξα
κι από τη φήμη που άδικα έτσι βγαίνει;
τί κι αν την έχει ο κόσμος την Αθήνα
260πως είν᾽ η πιο θεοφοβούμενη πόλη
κι η μόνη που μπορεί κατατρεγμένο
ξένο να προστατέψει και να σώσει;
Και πού είναι αυτά για μένα, αφού από τούτα
τα καταφύγια ξεσηκώνοντάς με
με διώχνετε έτσι, τρομαγμένοι μόνο
απ᾽ τ᾽ όνομα, κι όχι απ᾽ τον ίδιο βέβαια
κι από τις πράξεις μου· γιατί τις πράξεις
τις έπαθα εγώ πιότερο, παρ᾽ όσο
τις έκαμα — αν ταιριάζει να τα λέγω
τί μὄχουν κάμει μάνα και πατέρας,
που ένεκ᾽ αυτούς με πήρατε από φόβο.
Τα ξέρω εγώ καλά όλ᾽ αυτά· κι αλήθεια
270πώς θα ᾽μουν από φυσικού κακούργος,
που έπαθα πρώτος για ν᾽ αντιδικήσω,
ώστε, που και να το ᾽ξερα τί κάνω,
ουδ᾽ έτσι θα περνούσα για κακούργος;
μα τώρα, χωρίς τίποτε να ξέρω,
έφτασα εκεί όπου έφτασα, ενώ εκείνοι
μ᾽ όσα μου έκαμαν, ξέροντας ζητούσαν
το χαμό μου. Γι᾽ αυτό σας εξορκίζω
στ᾽ όνομα, ξένοι, των θεών, καθώς
με ξεσηκώσετ᾽ απ᾽ εδώ, έτσι πάλι
και σώσετέ με. Μη, ενώ τους τιμάτε
τους θεούς σας, των δείξετε μια τέτοια
καταφρόνια· σκεφτείτε το πως βλέπουν
από ψηλά τους ευσεβείς ανθρώπους,
280πως βλέπουν και τους ασεβείς και πως
κανείς στον κόσμο ως τώρα ανόσιος άντρας
δε βρέθηκε να τους ξεφύγει ακόμα.
Και συ γι᾽ αυτό, μη θες να κηλιδώσεις
τ᾽ όνομα της μακάριας της Αθήνας
μ᾽ ανόσια έργα· και καθώς με πήρες
ικέτη εμένα στην εγγύησή σου,
προστάτεψε και σώσε με, μηδέ
καταφρονέσεις βλέποντας την όψη
την κακοθώρητή μου αυτή· γιατ᾽ ήρθα
ιερός εδώ κι αμόλευτος και φέρνω
στους κατοίκους αυτής της χώρα κέρδος.
Μα όταν φανεί ο αρμόδιος, όποιος είναι
ο άρχοντάς σας, θ᾽ ακούσεις και θα μάθεις
290τότε τα πάντα· μόνο μη φανείτε
σ᾽ αυτό το μεταξύ κακοί σε μένα.
ΧΟΡ. Να ευλαβηθούμε ανάγκη πάσα, ξένε,
τα κατηχήματά σου, γιατί μ᾽ όχι
ελαφριά λόγια ειπώθηκαν· μα εμένα
με φτάνει την απόφαση να πάρουν
πάνω σ᾽ αυτά της χώρας οι αφεντάδες.
ΟΙΔ. Και πού ᾽ναι ο βασιλιάς της χώρας, ξένοι;
ΧΟΡ. Στα πατρικά του αυτής της γης τα κάστρα·
κι ο μηνυτής, πὄστειλ᾽ εδώ και μένα,
έφυγε για να πάει να τον ζητήσει.
ΟΙΔ. Και λέτε τάχα σημασία να δώσει
300και να γνοιαστεί για τον τυφλό, ώστε νά ᾽ρθει
κι ο ίδιος εδώ; ΧΟΡ. Και πολύ μάλιστα, όταν
τ᾽ όνομα θεν᾽ ακούσει το δικό σου.
ΟΙΔ. Και ποιός θα πάει κι αυτό να του το μάθει;
ΧΟΡ. Μακρός ο δρόμος, κι απ᾽ τους στρατοκόπους,
λόγο σε λόγο απλώνουνται τα νέα
παντού, που άμα τ᾽ ακούσει εκείνος θά ᾽ρθει,
να ᾽σαι βέβαιος, εδώ· γιατ᾽ έχει γίνει,
γέροντα, ξακουσμένο τ᾽ όνομά σου
σ᾽ όλο τον κόσμον, ώστε όσο και να ᾽ναι
βαρυκίνητος πια, όταν θα μάθει
για σένα, ευτύς θενά ᾽ρθει εδώ πετώντας.
ΟΙΔ. Ω είθε να ᾽ρθει και για την ευτυχία
της χώρας του και για τον ίδιο εμένα·
γιατί ποιός άνθρωπος με νου δε θέλει
και το δικό του το καλό;


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΧΟΡ. Μάθε παιδί του Οιδίποδα, πως και για τις συφορές σας
το ίδιο λυπόμαστε κι εσέ κι αυτόν· μα δε μπορούμε,
γιατί πολύ φοβούμαστε τα όσα οι θεοί προστάζουν,
απ᾽ όσα τώρα σου ᾽παμε περσότερα να πούμε.
ΟΙΔ. Λοιπόν απ᾽ το καλό όνομα ή τη μεγάλη δόξα,
όταν του κάκου χύνεται, τί διάφορο απομένει,
260ανίσως θεοφοβούμενη λεν την Αθήνα ότ᾽ είναι
κι ότι μονάχ᾽ αυτή μπορεί τον κακομοίρη ξένο
να σώζει και μονάχ᾽ αυτή να τονε διαφεντεύει;
Μα αυτά για μένα πού είναι τα; Εσείς που με σηκώστε
απ᾽ τα καθίσματά μου αυτά με διώχνετε κατόπι,
γιατί κατατρομάξατε μονάχ᾽ απ᾽ τ᾽ όνομά μου·
βέβαια μόνο το σώμα μου μήτε και τα έργατά μου
το φόβο δε σας έφερεν· αφού με τα έργατά μου
εγώ έπαθα περσότερο κι άλλος δεν βλάβη· ή πρέπει
να σου ιστορώ το ριζικό της μάνας και του κύρη
που είναι αφορμή του φόβου σου; αυτό καλά το ξέρω.
270Κι όμως πώς είμαι εγώ κακός, που κι όταν αδικιόμουν
διαφεντευόμουν τόσο που, ανίσως ενεργούσα
φρόνιμα, δε θα γίνομουν κακός όπως και τώρα;
Μα τώρα δίχως τίποτα να ξέρω ήλθα, όπου ήλθα,
ενώ κακόπαθα απ᾽ αυτούς που ξέραν πως χανόμουν.
Γι᾽ αυτά στους θεούς ορκίζω σας, παρακαλώ σας, ξένοι,
όπως με βγάλτε απ᾽ το κακό έτσι και να με σώστε,
και μη, αφού σέβεστε τους θεούς, τους αψηφάτε διόλου,
280μα να θαρρείτε πως αυτοί θρήσκους κι άθρησκους βλέπουν
και πως ως τώρα δα άθεος δεν έχει τους γλυτώσει.
Με τη βοήθεια των θεών εσύ μη μουντζουρώσεις,
σ᾽ έργ᾽ άδικα δουλεύοντας, τη δοξασμένη Αθήνα,
μα, όπως τον παρακαλεστή στην προστασία σου πήρες,
βοήθα με και σώσε με· και μη το πρόσωπό μου
το τόσον άγριο βλέποντας, μη με καταφρονέσεις,
γιατί ήρθα θεοφοβούμενος και με τους θεούς προστάτες
κι όφελος φέρνοντας σ᾽ αυτούς που κατοικούν τη χώρα.
Κι όταν εδώ φτάσει ο άρχοντας, που βασιλιάς σας είναι,
290τότε, γροικώντας με καλά, θα μάθει όλα τα πάντα.
Μα εσύ στ᾽ ανάμεσα κακός μη γίνεσαι καθόλου.
ΧΟΡ. Να σεβαστούμε, γέροντα, τους στοχασμούς σου ανάγκη
μεγάλη είναι, γιατί τα ᾽χεις πωμένα
με βαριά λόγια. Και γι᾽ αυτά ο βασιλιάς της χώρας
ν᾽ αποφασίσει είν᾽ αρκετό για μένα.
ΟΙΔ. Και πού είναι τώρα ο βασιλιάς της χώρας τούτης, ξένοι;
ΧΟΡ. Μένει στην πολιτεία του, που απ᾽ τον πατέρα του έχει,
μα πάει μαντάτορας σ᾽ αυτόν εδώ να τονε φέρει
εκείνος, που με φώναξε κι εμέναν᾽ εδώ πέρα.
ΟΙΔ. Αλήθεια, το πιστεύετε πως θα ᾽χει καμιάν έγνοια
300ή σεβασμό για τον τυφλόν, ώστε να ᾽ρθει σιμά μας;
ΧΟΡ. Το δίχως άλλο, τη στιγμή που τ᾽ όνομά σου ακούσει.
ΟΙΔ. Και ποιός αυτός, που θενα πει σ᾽ εκείνον τ᾽ όνομά μου;
ΧΟΡ. Μακρύς ο δρόμος· μα οι ομιλιές των στρατοκόπων το ᾽χουν
συνήθειο να διαδίνουνται, που ακούγοντάς τες κείνος,
μην απελπίζεσαι, θα ᾽ρθει · τι τ᾽ όνομά σου γέρο,
έφτασεν ως τ᾽ αυτιά ολονών, που κι αν βαριέται από ύπνο,
εδώ θενά ᾽ρθει γλήγορος, ακούγοντας για σένα.
ΟΙΔ. Ας έρθει καλορίζικος για με και για τη χώρα,
γιατί ποιός μεγαλόκαρδος δε θέλει το καλό του;