Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863-1933)

© (Ατελών ποιημάτων)
Ρενάτα Λαβανίνι, Εκδ. Ίκαρος
Αρχείο Καβάφη (Ίδρυμα Ωνάση)

  • Φωτογραφία του Καβάφη, στο φωτογραφείο Fettel & Bernard, πιθανότατα γύρω στα 1896 [α΄ δημοσίευση Ο Ταχυδρόμος 472 (27 Απρ. 1963) στο εξώφυλλο]. Λήμμα Γ48 στη Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη (1886-2000). Ευγενική παραχώρηση του Ιδρύματος Ωνάση από το Αρχείο Καβάφη. Το περιεχόμενο αποτελεί ιδιοκτησία του Ιδρύματος Ωνάση και προστατεύεται από το νόμο.

  • Ο Καβάφης το 1903 [α΄ δημοσίευση Νέα Εστία 872 (1.11.1963), 1414]. Λήμμα Γ49 στη Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη (1886-2000). Ευγενική παραχώρηση του Ιδρύματος Ωνάση από το Αρχείο Καβάφη. Το περιεχόμενο αποτελεί ιδιοκτησία του Ιδρύματος Ωνάση και προστατεύεται από το νόμο.

  • Φωτογραφία του Κ.Π. Καβάφη σε ηλικία περίπου 65 ετών, στο σαλόνι του σπιτιού του [α΄ δημοσίευση Ο Ταχυδρόμος 500 (9 Νοεμβρ. 1963], με έντονο ρετουσάρισμα. Λήμμα Γ50 στη Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη (1886-2000). Ευγενική παραχώρηση του Ιδρύματος Ωνάση από το Αρχείο Καβάφη. Το περιεχόμενο αποτελεί ιδιοκτησία του Ιδρύματος Ωνάση και προστατεύεται από το νόμο.

  • «Η μοναδική φωτογραφία του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητού Κ. Π. Καβάφη, η οποία τον παρουσιάζει όπως είνε σήμερα», Η Βραδυνή, 19 Ιουλ. 1931. Λήμμα Γ43 στη Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη (1886-2000).

  • Χαλκογραφία του Γιάννη Κεφαλληνού (1921), δημοσιευμένη στο μεταθανάτιο αφιέρωμα στη Νέα Εστία 158 (15 Ιουλ. 1933), 738. Το πορτρέτο κοσμεί τη δίτομη έκδοση των αναγνωρισμένων ποιημάτων από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη.

  • Σκίτσο του Κωνσταντίνου Μαλέα με ιδιόχειρη αφιέρωση (1923), Νέα Τέχνη 1/7-10 (Ιούλ.-Οκτ. 1924), 38. Αναδημοσίευση στη Νέα Εστία 158 (15 Ιουλ. 1933), 748.

  • Φωτογραφία (κατά πρόσωπο χωρίς γυαλιά), του Κυριάκου Ι. Παγώνη στο εργαστήριο του γλύπτη Μιχ. Τόμπρου στην Αθήνα, 1932 [α΄ δημοσίευση Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 3/2 (Ιούν. 1947), 39]. Λήμμα Γ45 στη Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη (1886-2000). Ευγενική παραχώρηση του Ιδρύματος Ωνάση από το Αρχείο Καβάφη. Το περιεχόμενο αποτελεί ιδιοκτησία του Ιδρύματος Ωνάση και προστατεύεται από το νόμο.

  • Σχέδιο του Τάκη Καλμούχου (1927). Αναδημοσίευση στη Νέα Εστία 158 (15 Ιουλ. 1933), 745. Λήμμα Γ72 στη Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη (1886-2000).

  • Φωτογραφία άγνωστης χρονολογίας, δημοσιευμένη με την αόριστη, σύμφωνα με επιθυμία του ποιητή, λεζάντα «Κ. Π. Καβάφης. Προ χρόνων», στο περιοδικό Γράμματα 4/38 (Ιούν.-Οκτ. 1917), ε.κ. μεταξύ των σ. 264-265. Αναδημοσίευση Νέα Εστία 620 (1.3.1953), 567. Λήμμα Γ40 στη Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη (1886-2000).

  • Εξώφυλλο της πρώτης συγκεντρωτικής μεταθανάτιας έκδοσης του αναγνωρισμένου καβαφικού έργου. ΚΑΒΑΦΗΣ, Κ. Π. Ποιήματα, καλλιτεχνική εργασία Τάκη Καλμούχου, φιλολογική επιμέλεια Ρίκας Σεγκοπούλου. Αλεξάνδρεια, Αλεξανδρινή Τέχνη, 1935.

  • 1927: Πρώτη δημόσια εκτέλεση των 10 inventions του Δημήτρη Μητρόπουλο στο Ωδείο Αθηνών, πάνω σε καβαφικά ποιήματα. Εξώφυλλο της μουσικής σύνθεσης του Δ. Μητρόπουλου.

  • Γελοιογραφικό σκίτσο του Νίκου Παππά (1927). Λήμμα Γ188, στη Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη (1886-2000), όπου διαβάζουμε και το ακόλουθο σχόλιο, αντλημένο από αναδημοσίευση του σκίτσου σε βιβλίου του Τίμου Μαλάνου: «Ο Καβάφης έχει εφιάλτες, γιατί πολλοί ετοίμαζαν βιβλία για το έργο του και φοβάται το περιεχόμενό τους»

  • Το διαμονητήριο που εκδόθηκε από το Ελληνικό Προξενείο της Αλεξάνδρειας για το τελευταίο ταξίδι του Κ. Π. Καβάφη στην Αθήνα. Ευγενική παραχώρηση του Ιδρύματος Ωνάση από το Αρχείο Καβάφη. Το περιεχόμενο αποτελεί ιδιοκτησία του Ιδρύματος Ωνάση και προστατεύεται από το νόμο.

  • Λεπτομέρεια από σκίτσο με πενάκι του David Hockney, «C. P. Cavafy in Alexandria», The London Magazine 6 (Αύγ. 1966), 65. © David Hockney © Tate, London [2012]. Λήμμα Γ114 στη Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη (1886-2000).

«Ποιητής υπερμοντέρνος»

Δεν συμμερίζομαι την γνώμη εκείνων που διατείνονται ότι το έργο του Καβάφη, με το να είναι ένα έργο ιδιότυπο και να μην ανήκει σε καμιά από τις γνωστές σχολές, θα μείνει για πάντα ούτως ειπείν μια ειδικότης της ποιήσεως, η οποία δεν θα εύρη μιμητάς.

Μιμητάς, αληθώς επιπολαίους ως επί το πλείστον, ανακαλύπτω ήδη και όχι μόνο μεταξύ των Ελλήνων ποιητών. Σπάνια αλλά χτυπητά παραδείγματα της επιρροής του Καβάφη διαπιστώθηκαν λίγο-πολύ παντού. Φυσική συνέπεια κάθε έργου αξίας και προόδου.

Ο Καβάφης, κατά την γνώμη μου, είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών. Εκτός από την ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική αξία του, η λιτότης του ύφους του, που εγγίζει ενίοτε τον λακωνισμό, ο ζυγισμένος ενθουσιασμός του που ελκύει προς τη διανοητική συγκίνηση, η ορθή φράσις του, αποτέλεσμα μιας αριστοκρατικής φυσικότητας, η ελαφρά ειρωνεία του, αντιπροσωπεύουν στοιχεία που θα εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο οι γενεές του μέλλοντος, παρακινημένες από την πρόοδο των ανακαλύψεων και την λεπτότητα του νοητικού μηχανισμού.

Οι σπάνιοι ποιηταί σαν τον Καβάφη θα καταλάβουν τότε πρωτεύουσα θέσι σ' έναν κόσμο που θα σκέπτεται πολύ περισσότερο παρά σήμερα. Με αυτά τα δεδομένα υποστηρίζω ότι το έργο του δεν θα μείνει απλώς κλεισμένο μέσα στις βιβλιοθήκες σαν ένα ιστορικό τεκμήριο της ελληνικής λογοτεχνικής εξελίξεως. (Απόσπασμα από το, ανυπόγραφο, λεγόμενο «Αυτοεγκώμιο» [Sur le poète C. P. Cavafy], σε μετάφραση από τα γαλλικά [1])

Η παραπάνω εκτίμηση του καβαφικού έργου, διατυπωμένη λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, όταν ήδη το έργο του έχει προκαλέσει μια σειρά από έντονες συζητήσεις στους κύκλους της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας, αποδείχθηκε σχετικά ακριβής.

Είναι περίεργο. Ενώ στην Αθήνα, μετά το 1880, μοναδικό πια σχεδόν πνευματικό κέντρο του ελληνισμού, μεσουρανεί ο Παλαμάς και επηρεάζει δυναστικά την ποίηση και την πνευματική ζωή, στα ίδια χρόνια, σε μιαν απομονωμένη περιοχή του ελληνισμού, στην Αλεξάνδρεια, δημιουργεί το έργο του ένας ποιητής, που έμελλε στα υστερότερα χρόνια να πάρει αυτός την κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση και να επηρεάσει αποφασιστικά όλη τη νεότερη εξέλιξή της ώς τις μέρες μας. Ο ποιητής αυτός είναι ο Κ.Π. Καβάφης. (Λ. Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, 227).

Το διαβατήριο του Κ. Π. Καβάφη (με λάθος χρονολογίες γέννησης). Ευγενική παραχώρηση του Ιδρύματος Ωνάση από το Αρχείο Καβάφη. Το περιεχόμενο αποτελεί ιδιοκτησία του Ιδρύματος Ωνάση και προστατεύεται από το νόμο. Ο Καβάφης υπήρξε ένας Βρετανός υπήκοος, με ελληνικό διαβατήριο, στην αποικιοκρατούμενη Αίγυπτο.

 

«Η αρχή των»

«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλ' εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια, σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ. Μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επεσκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά δια μικρόν χρονικό διάστημα. Διέμεινα και στην Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολι. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια πού δεν επήγα. Ή τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά, και ολίγα Ιταλικά». Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Καβάφη, δημοσιευμένο στο σημαντικό αφιέρωμα του περιοδικού Νέα Τέχνη (του Μάριου Βαϊάνου) στον Καβάφη (Ιούλιος-Οκτώβριος 1924).

Η ποιητική απόσταση Αθήνας-Αλεξάνδρειας δεν θα είναι πάντα σταθερή κατά τη διάρκεια της πορείας του ποιητικού έργου του Αλεξανδρινού. Αν και μακριά από την ελλαδική πρωτεύουσα ―στα 1885 γυρνάει από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχαν καταφύγει οικογενειακά μετά τους βομβαρδισμούς του 1882, στην Αλεξάνδρεια, όπου πλέον θα εγκατασταθεί οριστικά― οι πρώτες ποιητικές του απόπειρες (1886) είναι στο κλίμα της ρομαντικής αθηναϊκής σχολής, σε καθαρεύουσα γλώσσα. Ωστόσο, ήδη η δημοτικιστική γενιά του Παλαμά, η λεγόμενη γενιά του 1880, έχει έρθει στο προσκήνιο και το ρεύμα του παρνασσισμού, που παίζει σημαντικό ρόλο στο ξεκίνημα της γενιάς αυτής, δεν θα τον αφήσει ανεπηρέαστο. Το βασικό χαρακτηριστικό που υιοθετεί από το συγκεκριμένο ρεύμα είναι η χρήση ιστορικού υλικού, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η ιστορική αίσθηση που χαρακτηρίζει την υστερότερη δημιουργία του οφείλεται σε αυτό· οι καβαφικοί δρόμοι προς την ιστορία είναι μάλλον δαιδαλώδεις.

Το 1891 δύο χειρονομίες του μας επιτρέπουν να εντοπίσουμε στοιχεία μιας αλλαγής πορείας: τη χρονιά αυτή δημοσιεύει το «Κτίσται» (Αττικόν Μουσείον, Δ' τχ. 7) το πρώτο ποίημα που θα εκδώσει αυτοτελώς σε φυλλάδιο (1892;), ενώ μεταφράζει, εγκιβωτισμένο σε δικό του ποίημα που σχολιάζει το μετάφρασμα, το περίφημο σονέτο «Correspondances» του Μποντλέρ· μια χειρονομία που έχει διαβαστεί από την κριτική ως αισθητικό μανιφέστο, μανιφέστο που πάντως θα παραμείνει ανέκδοτο. Δεν είναι το μόνο καβαφικό ποίημα άλλωστε που θα παραμείνει «κρυμμένο»· πάνω από 50 ποιήματα (αν προσμετρηθούν τα τρία πεζόμορφα και κάποιες μεταφράσεις) που γράφει από το 1891 ώς το 1903 θα παραμείνουν στο αρχείο, καθώς δεν αποφάσισε να τα εκδώσει μέχρι και τον θάνατό του, ενώ σε αυτά θα προστεθούν μόλις άλλα 26 την εικοσαετία 1903-1923. Αλλά και από όσα ποιήματα αυτής της πρώτης δημιουργικής περιόδου δημοσιεύει ο Καβάφης, πολλά τα αποκήρυξε σιωπηρά, καθώς δεν τα ξαναδημοσίευσε, ενώ ελάχιστα ξανάγραψε και ενσωμάτωσε στο αναγνωρισμένο ποιητικό του έργο. Το πρώτο χρονολογικά ποίημα που θα δημοσιεύσει και δεν θα αποκηρύξει αργότερα, συνεχίζοντας να το συμπεριλαμβάνει στα μετέπειτα τεύχη και τις συλλογές, είναι γραμμένο στα 1896: «Τείχη». Σε αυτό, αλλά και σε άλλα της δεκαετίας του 1890, όπως τα «Κεριά» (1893) και τα «Τα Παράθυρα» (1897), ανιχνεύονται επιδράσεις ενός άλλου καλλιτεχνικού ρεύματος, του συμβολισμού.

Δίγλωσση έκδοση σε αυτοτελές φυλλάδιο του ποιήματος «Τείχη». Η αισχύλεια επιγραφή του εξωφύλλου απουσιάζει από τις κατοπινές δημοσιεύσεις του ποιήματος.

Η συνεχής αναθεώρηση ποιημάτων, η στροφή προς συγκεκριμένες ιστορικές περιοχές, είναι όλα χαρακτηριστικά της σταδιακής κατάκτησης μιας προσωπικής ποιητικής έκφρασης από τον Καβάφη.

Από το 1892 αναζητά και πάλι μια, συμφυέστερη στα πράγματα και την προσεχή του πορεία, αφετηρία. […] Μητρόπολη και αφετηρία του είναι τώρα η αυτοκρατορική Ρώμη· και κεντρική περιφέρειά της, η κατωιταλική Δύση. Από τη Ρωμαϊκή περιφέρεια ο δρόμος εξακτινώνεται, αργοπορώντας στην κυρίως Ελλάδα, προτού κατευθυνθεί προς τη χώρα των Πτολεμαίων. Και οι γεωγραφικοί όροι, πυκνοί στην αφετηρία: Λάτιον ή Ρώμη, Τίβερις, Ποσειδωνία, Συρακούσες, Τάρας· σποραδικοί στην εξακτίνωση: Αθήνα, Πελοπόννησος, Τύανα. Και, στο βάθος της εικόνας, διαγράφεται αχνά, αλλά σταθερά στον ορίζοντα, η Αλεξάνδρεια. (Γ. Δάλλας, Καβάφης και ιστορία, Αθήνα, Ερμής, 1986, 187-189).

Ο Κ. με μουστάκι: φωτογραφία από το Εθνικόν Ημερολόγιον του έτους 1898 [1897, γνωστό ως Ημερολόγιον Σκόκου], 72. Ένα από μια σειρά πορτρέτα που παρήγγειλε στο φωτογραφείο Fettel & Bernard από 1896 ώς το 1903. Λήμμα Γ38 στη Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη (1886-2000) (Δασκαλόπουλος 2003).

Η φωτογραφία προηγείται της δημοσίευσης των ποιημάτων «Τα άλογα του Αχιλλέως» και ο «Οράτιος εν Αθήναις» (με επίτιτλο «Αρχαία Ημέραι») και «Ένας γέρος» (με επίτιτλο «Ehue fugaces»). Οι επίτιτλοι αυτοί είναι ενδεικτικοί των θεματικών κεφαλαίων στα οποία κατέτασσε ο Καβάφης τα πρώιμα ποιήματά του: «Αρχαίαι Ημέραι», «Βυζαντιναί Ημέραι», «Αι αρχαί του Χριστιανισμού», «Ο Άρχων της Ηπείρου», «Πάθη», «Έτη πτερόεντα», «Φυλακαί», «Η Τέχνη μας», «Τρεις εικόνες».

Πάντως, παρ' όλες τις αναζητήσεις του, μετά το 1898 η ποιητική του παραγωγή λιγοστεύει, πιθανή ένδειξη μιας κρίσης, συγγραφικής ή/και προσωπικής:

Τι συμβαίνει ανάμεσα 1898 και 1904, στον ποιητή Καβάφη; […] ενώ από τον Αύγουστο 1891 έως τον Δεκέμβριο 1898 εγγράφει τους τίτλους 131 νέων ποιημάτων (δηλαδή κατά μέσον όρο: σχεδόν ενάμιση ποίημα κάθε μήνα), από τον Ιανουάριο 1899 έως τον Δεκέμβριο 1903 οι εγγραφές είναι συνολικά 32 (περίπου μισό ποίημα κάθε μήνα). Και η διαφορά αποκτά ειδικό βάρος, όταν παρατηρήσουμε ότι από τις 32 αυτές εγγραφές, οι εννέα ―αρχίζοντας από τον Μάρτιο 1901― δεν αφορούν νέα ποιήματα, αλλά το ξαναγράψιμο παλαιοτέρων […] Το αν η κρίση αυτή έχει σχέση με τα αλλεπάλληλα οικογενειακά πένθη του ποιητή στα ίδια εκείνα χρόνια, είτε με την βαθμιαία αποδέσμευσή του από το ερωτικό του πλέγμα, είτε με το γεγονός ότι στα 1903 ο Καβάφης είναι πια σαράντα ετών, είναι υποθέσεις που δεν μπορούν να μας απασχολήσουν εδώ. Εκείνο που μας ενδιαφέρει άμεσα είναι πως ο συνειδητός χαρακτήρας της ποιητικής αυτής κρίσης μαρτυρείται ρητά από ένα πεζό κείμενο του Καβάφη, γραμμένο πιθανότατα στην Αθήνα τον Αύγουστο 1903 και συμπληρωμένο στην Αλεξάνδρεια στις 25 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου. (Γ.Π. Σαββίδης, Καβαφικές Εκδόσεις (1891-1932), Αθήνα, Ίκαρος, 1992 [1966], 143-144. Στο εξής: Εκδόσεις).

Το πεζό κείμενο στο οποίο αναφέρεται παραπάνω ο Γ.Π. Σαββίδης, τοποθετώντας την αρχική γραφή του κατά τη δεύτερη παραμονή του Καβάφη στην Αθήνα (1903), είναι το γνωστό ως «[Philosophical scrutiny]» (ψευδότιτλος που αποδόθηκε στο κείμενο εκ των υστέρων). Η παραμονή αυτή μνημονεύεται συχνά για έναν άλλο λόγο: τη συνάντηση του ποιητή με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, στον οποίο δωρίζει μια σειρά δώδεκα ποιημάτων, και ο οποίος με τη σειρά του γράφει ένα ιστορικής αξίας άρθρο για τον Καβάφη (αν και χωρίς μεγάλη επίδραση τη στιγμή της γραφής του), καθώς με αυτό υποδέχεται την καβαφική ποίηση στην ελλαδική επικράτεια· δημοσιεύεται στα Παναθήναια με τίτλο «Ένας ποιητής» και σχολιάζει εγκωμιαστικά 8 καβαφικά ποιήματα, προκαλώντας την αντίδραση του δημοτικιστή Ταγκόπουλου στον Νουμά ―μια πρόγευση των φιλολογικών καυγάδων γύρω από την καβαφική ποίηση που θα κορυφωθούν περίπου δυο δεκαετίες αργότερα.

«Επάνοδος από την Ελλάδα»

Tην συνείθισα πια την Aλεξάνδρεια, και πιθανότατα και πλούσιος αν ήμουν εδώ να έμνησκα. Aλλά με όλον τούτο, πώς με στενοχωρεί. Tι δυσκολία, τι βάρος που είναι η μικρή πόλις ― τι έλλειψις ελευθερίας.

28.4.1907 («Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής», πηγή: Επίσημος δικτυακός τόπος Αρχείου Καβάφη)

Μετά την επιστροφή του από την Αθήνα το φθινόπωρο του 1903, ο Καβάφης συμπληρώνει το σημείωμα ποιητικής του ως εξής:

25 November 1903

[Ορίστε ένα ακόμα παράδειγμα. Κανένα ποίημα δεν ήταν ειλικρινέστερο από τους «δύο Μήνες», γραμμένους κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τη μεγάλη λιβιδική κρίση, που με κατέλαβε μετά την αναχώρησή μου από την Αθήνα. Ας υποθέσουμε τώρα πως εν καιρώ ο Αλέκος Μαυρουδής μού γίνει αδιάφορος, όπως ο Σουλ. (ήμουν πολύ ερωτευμένος μαζί του πριν την αναχώρησή μου για Αθήνα) ή ο Μπρα.· θα γίνουν και τα ποιήματα ―τόσο αληθή τη στιγμή σύνθεσής τους― ψεύτικα; Όχι, και βέβαια όχι. Θα παραμείνουν αληθή στο παρελθόν, και, παρόλο που δεν ανταποκρίνονται πλέον στη ζωή μου, δεδομένου πως δύνανται να φέρουν στο νου θύμηση μιας μέρας και ίσως μιας εντύπωσης διαφορετικής, θα ανταποκρίνονται σε αισθήσεις άλλων ζωών.

Κατά συνέπεια το ίδιο πρέπει να ισχύει και για άλλα ποιήματα ― που τη στιγμή της σύνθεσής τους τα ένιωθα ειλικρινή. Αν έστω για μια μέρα, ή μια ώρα ένιωσα όπως ο άνθρωπος στα «Τείχη», ή όπως αυτός στα «Παράθυρα», στο ποίημα υπόκειται μια αλήθεια, μια αλήθεια της στιγμής μεν, η οποία δε, ακριβώς γιατί είχε υπόσταση μια φορά, μπορεί να επαναληφθεί σε μια άλλη ζωή, ίσως για λίγο, ίσως για πολύ. Αν οι «Θερμοπύλες» ανταποκρίνονται σε μία έστω ζωή, είναι αληθινές ―και είναι πιθανό, τωόντι οι πιθανότητες δείχνουν ότι έτσι πρέπει να είναι].

([Philosophical scrutiny]. Πηγή: Επίσημος δικτυακός τόπος Αρχείου Καβάφη, η μετάφραση δική μου).

Το 1921, ο ποιητικός του απολογισμός θα πάρει την εξής μορφή:

Εκόμισα εις την Τέχνη

 

Κάθομαι και ρεμβάζω.Επιθυμίες κι αισθήσεις

εκόμισα εις την Τέχνην ― κάτι μισοϊδωμένα,

πρόσωπα ή γραμμές· ερώτων ατελών

κάτι αβέβαιες μνήμες. Ας αφεθώ σ' αυτήν.

Ξέρει να σχηματίσει Μορφήν της Καλλονής·

σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα,

συνδυάζουσα εντυπώσεις, συνδυάζουσα τες μέρες.

 

Η κρίση στην οποία αναφέρεται στο σημείωμα του Νοεμβρίου 1903 συνδέεται με ποιήματα (η αναφορά στους «δύο Μήνες») που κατατάσσει σε θεματικό φάκελο με τον επίτιτλο «Πάθη», ποιήματα που γράφει το 1904 και θα παραμείνουν ανέκδοτα: «Ο Σεπτέμβρης του 1903», «Ο Δεκέμβρης του 1903», «Ο Γενάρης του 1904» (αλλά και το «Στο θέατρο»). Το παραπάνω σημείωμα υποδεικνύει έναν καίριο ποιητολογικό προβληματισμό του Καβάφη, το ζήτημα της «αλήθειας» των ποιημάτων του, ερωτικών και μη, προβληματισμό που συνδέεται με μια ακόμα «αναθεώρηση» (τουλάχιστον από τη δική μας, μεθύστερη, σκοπιά) της ποιητικής του, η οποία και θα εκβάλει σε μια σημαίνουσα εκδοτική χειρονομία: την ιδιωτική έκδοση του πρώτου αυτοτελούς τεύχους ποιημάτων του (1904/1905). Σε αυτό θα συμπεριλάβει μόνο 13 από τα 40 ποιήματα που είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή δημοσιεύσει, ενώ το μοναδικό προηγουμένως αδημοσίευτο είναι το «Επιθυμίες» ― ένα ερωτικής θεματικής, όχι όμως «τολμηρό», ποίημα του Σεπτέμβρη του 1904.[2]

Μέχρι τότε, πέρα από δημοσιεύσεις σε περιοδικά, είχε προχωρήσει μόνο σε έκτακτες εκδόσεις ποιημάτων του σε φυλλάδια: «Κτίσται» (1891;), «Τείχη-My walls» (1897; δίγλωσση έκδοση), «Δέησις» (1898), Αρχαία ημέραι (1898, τετρασέλιδο φυλλάδιο που κάτω από τον επίτιτλο στεγάζει τα «Τα δάκρυα των αδελφών του Φαέθοντος» και «Ο θάνατος του αυτοκράτορος Τακίτου»). Στο τέλος του 1904 πραγματοποιείται η έκδοση του πέμπτου και τελευταίου φυλλαδίου του: 6 χρόνια μετά την πρώτη γραφή του το 1898, επιλέγει να δημοσιεύσει, και μάλιστα σε αυτοτελές οκτασέλιδο, το «Περιμένοντας τους βαρβάρους»· είναι το πρώτο ποίημα που θα υπογράψει ως Κ. Π. Καβάφης.

Η υπογραφή του Καβάφη, όπως οριστικοποιήθηκε από το 1904 κ.ε.

Την επόμενη χρονιά, έτος κυκλοφορίας του πρώτου τεύχους ποιημάτων του (1905), γράφει ένα ακόμα σημείωμα:

Oι άθλιοι νόμοι της κοινωνίας ―μήτε της υγιεινής, μήτε της κρίσεως απόρροια― με μίκραιναν το έργον μου. Eδέσμευσαν την έκφρασί μου· μ' εμπόδισαν να δώσω φως και συγκίνησιν εις όσους είναι σαν κ' εμένα καμωμένοι. H περιστάσεις η δύσκολες της ζωής μ' έκαμαν πολύ να μοχθήσω για να γίνω κάτοχος της Aγγλικής γλώσσης. Tι κρίμα. Aν κατέβαλλα ―αν με το επέτρεπαν η περιστάσεις, αν η Γαλλική με ήταν όμοια χρήσιμη― τους ιδίους κόπους στην Γαλλική, ίσως σ' αυτήν ―ως εκ της ευκολίας που θα μ' έδιδαν η αντωνυμίες που λεν, και κρύβουν― να μπορούσα να εκφράζουμουν ελευθερώτερα. Tέλος, τι να κάμω; Πάω άδικα, αισθητικώς. Kαι θα μείνω αντικείμενον εικασίας· και θα με καταλαμβάνουν το πληρέστερον, απ' τα όσα αρνήθηκα. 15.12.1905 (Πηγή: Επίσημος δικτυακός τόπος Αρχείου Καβάφη).

Την ίδια περίοδο, ο προβληματισμός του για την «αλήθεια» της Τέχνης και τη διάρκειά της επανέρχεται σε ένα σημείωμα του 1906:

Tι απατηλό πράγμα που είναι η Tέχνη όταν θέλεις να εφαρμόσης ειλικρίνεια. Kάθεσαι και γράφεις ―εξ εικασίας πολλάκις― διά αισθήσεις, και έπειτα αμφιβάλλεις με τον καιρό αν δεν επλανήθης. Έγραψα τα «Kεριά», ταις «Ψυχαίς των Γερόντων», και τον «Γέρο» περί γήρατος. Προχωρώντας προς το γήρας ή προς την μέσην ηλικίαν, ηύρα που το τελευταίο μου ποίημα δεν περιέχει σωστή εκτίμησι. H «Ψυχαίς των Γερόντων» ακόμη θαρρώ πως είναι σωσταίς. Aλλά σαν γίνω 70 χρονώ ίσως ταις βρω κ' εκείναις ψεύτικαις. Tα «Kεριά» ελπίζω να ήναι ασφαλή.

H περιγραφική ποίησις ―ιστορικά γεγονότα, φωτογράφησις (τι άσχημη λέξις!) της φύσεως― ίσως είναι ασφαλής. Aλλά είναι μικρό και σαν ολιγόβιο πράγμα. (Πηγή: Επίσημος δικτυακός τόπος Αρχείου Καβάφη)

Τα δύο παραπάνω σημειώματα υποδεικνύουν ίσως την πάλη του Καβάφη για τη διαμόρφωση μιας ποιητικής που αποκρύπτει και συνάμα αποκαλύπτει μέσα από την ειλικρίνια στον πυρήνα της, μια ειλικρίνια που δεν πρέπει να νοηθεί με στενά αυτοβιογραφικούς όρους.

«Κρυμμένα» (1908) (ανάγνωση) Πηγή: Επίσημος δικτυακός τόπος αρχείου Καβάφη. K.Π. Kαβάφης. Πενήντα οκτώ ποιήματα. Διαβάζει ο Γ.Π. Σαββίδης, Ποικίλη Στοά-Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού 1999).

 

Πιστεύω ότι αξίζει να διαβάσουμε τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη ως σύνολο και να τα δούμε ως ευρισκόμενα σε μια μόνιμη διαπραγμάτευση ανάμεσα σε στρατηγικές απόκρυψης και στρατηγικές παρρησίας· είναι αυτή η γραφή που λέει και κρύβει, πάντα η γραφή που λέει και κρύβει, η οποία ενοποιεί το ποιητικό υλικό. [Δ. Παπανικολάου, «Λέξεις που λεν και κρύβουν. Ψάχνοντας του Καβάφη τα μυστικά συρτάρια», Ποιητική 11 (2013), 12-13].

 

Στο ζήτημα του ενιαίου της καβαφικής ποιητικής ―όχι μόνο των ερωτικών ποιημάτων (ή, ακριβέστερα, των ποιημάτων που θεματοποιούν την ομοφυλόφιλη επιθυμία)― θα επιστρέψουμε στις επόμενες ενότητες. Στις αρχές του 20ού αιώνα πάντως ο Καβάφης κατακτά μια προσωπική έκφραση, που αγγίζει όχι μόνο το περιεχόμενο αλλά και τη μορφή των ποιημάτων του. Ξαναγράφει άλλωστε παλαιότερα ποιήματά του προσαρμόζοντάς τα σε δημοτική γλώσσα (π.χ. «Η κηδεία του Σαρπηδόνος») και, παρόλο που δεν εγκαταλείπει το μέτρο, η χρήση ελευθερωμένου στίχου, η υπονόμευση των μετρικών σχημάτων ―με διασκελισμούς λόγου χάρη― σε συνδυασμό με την αποφυγή της ρητορίας και την υιοθέτηση του ιαμβικού μέτρου, που προσιδιάζει στην προφορική ομιλία, δημιουργεί σε αρκετά ποιήματα την αίσθηση του πεζολογικού ελεύθερου στίχου.

Στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ο ποιητής έχει εγκαταλείψει σταδιακά τη φαναριώτικη στιχοποιία, έχει περάσει από τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό και οδεύει πλησίστιος προς την ωριμότερη και διαρκέστερη φάση του έργου του, προς τον ποιητικό ρεαλισμό. Η γλώσσα του γίνεται άμεση και δραστική, η ερωτική θεματολογία του σταδιακώς απροκάλυπτη, η μέσω της Ιστορίας ανταπόκρισή του προς τα σύγχρονα γεγονότα περισσότερο από ποτέ ανιχνεύσιμη. [Δ. Δασκαλόπουλος, «Από τη σιωπή στον λόγο. Η πορεία του Κ. Π. Καβάφη από το 1882 ώς τις αρχές του 20ού αιώνα», Κ.Π. Καβάφης. Η ποίηση και η ποιητική του, Αθήνα: Κίχλη, 2013, 16-17].

Δελτάριο λεξικογραφικό, από το καβαφικό αρχείο. Από το 1891 ώς το 1917 ο Καβάφης αποθησαύρισε 561 λέξεις και εκφράσεις της δημοτικής, κυρίως. Ευγενική παραχώρηση του Ιδρύματος Ωνάση από το Αρχείο Καβάφη. Το περιεχόμενο αποτελεί ιδιοκτησία του Ιδρύματος Ωνάση και προστατεύεται από το νόμο.

«Σαν έτοιμος από καιρό»

Ο Καβάφης δε γεννήθηκε ποιητής έγινε με τα χρόνια. Την τελειωτική μορφή του τη βρήκε το 1911. Μόνο από τη χρονολογία αυτή αισθανόταν ύστερα ότι είχε γίνει «Καβάφης». Στην πρώτη περίοδο της ζωής του, που θα μπορούσε να ονομαστεί «προκαβαφική», δοκίμαζε και προσπαθούσε να γράψει ποιήματα μα δεν ήταν ακόμα κύριος της Τέχνης του. Από τις προσπάθειές του αυτές άλλες τις θεωρούσε καθαρές επιτυχίες και τις τύπωσε στα πρώτα τεύχη που δημοσίεψε αργότερα· στην κατηγορία αυτή ανήκουν: «Η Πόλις», «Η Σατραπεία», «Μονοτονία», «Ούτος Εκείνος», «Τα Βήματα», «Η Συνοδεία του Διονύσου». Άλλες τις έκρινε σαν απόλυτες αποτυχίες και τις αρνιούνταν πως είχαν γραφτεί από κείνον. Και άλλες ―μου φαίνεται τουλάχιστον― πολλά χρόνια δίστασε αν θα έπρεπε να τις υιοθετήσει. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκουν τα περισσότερα από τα «προ του 1911». Απόφευγε συστηματικά να μιλά και να του μιλούν για αυτά. Διαρκώς προσπαθούσε να τα διορθώσει. Εξαφάνισε πολύ γρήγορα τα φυλλάδια του 1904 και του 1910· και όχι μονάχα δεν τα έδινε, αλλά κοίταξε αν ήταν δυνατόν να πάρει πίσω και όσα κυκλοφορούσαν. [Ι.Α. Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη, Αθήνα, Ίκαρος, 1964, 128-129].

Ακόμα κι αν οι παραπάνω παρατηρήσεις του Σαρεγιάννη είναι εν μέρει μόνο σωστές, καθώς ο ποιητής εξακολουθούσε να διορθώνει και τα μετά του 1911 ποιήματα, ενώ ίσως να συνέχιζε να περιλαμβάνει σταδιακά σε συλλογές και άλλα από τα «προ του 1911» (πολλά από τα οποία δίνει για αναδημοσίευση σε περιοδικά), αποτελούν καλό σημείο εισόδου στην ώριμη περίοδο του ποιητή Καβάφη (Εκδόσεις, 198). Η περίοδος αυτή οριοθετείται από μια ακόμα αλλαγή εκδοτικής πρακτικής.

Χειρόγραφο. Ευγενική παραχώρηση του Ιδρύματος Ωνάση από το Αρχείο Καβάφη. Το περιεχόμενο αποτελεί ιδιοκτησία του Ιδρύματος Ωνάση και προστατεύεται από το νόμο.

Είδαμε ήδη ότι στα 1904-1905 εκδίδει το τελευταίο του φυλλάδιο και το πρώτο τεύχος. Το 1910 ―χρονιά που γράφει, μεταξύ άλλων, τα «Ιθάκη» και «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»― ξανατυπώνει το τεύχος του 1904, προσθέτοντας άλλα εφτά ποιήματα· ωστόσο αυτό το δεύτερο τεύχος θα είναι και το τελευταίο του. Από το 1912 και ώς το 1930/32 ξεκινά να τυπώνει και να μοιράζει συλλογές αποτελούμενες είτε εξολοκλήρου είτε εν μέρει από φύλλα λυτά, συνδεμένα ή κολλημένα (Εκδόσεις, 20)· συνολικά θα διανείμει 10 τέτοιες συλλογές συσσωμάτωσης ποιημάτων. Η πρώτη (1912) είναι μια συλλογή με χρονολογική κατάταξη ποιημάτων σύμφωνα με την χρονολογία πρώτης δημοσίευσης, ως συμπλήρωμα του τεύχους του 1910. Θα ακολουθήσει όμως μια δεύτερη συλλογή, όπου τα μεμονωμένα φύλλα ποιημάτων συναπαρτίζονται σε θεματική κατάταξη· η έκδοσή της το 1917 αποτελεί ένα ακόμα ορόσημο στο συνεχή αναστοχασμό του ίδιου του ποιητή πάνω στο έργο του. Οι συλλογές αυτές, χρονολογική και θεματική, αντικαθίστανται με το πέρασμα των χρόνων με νεότερες, που ενσωματώνουν σταδιακά όλο και μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού του έργου. Αλλά και μέχρι να αντικατασταθούν περνούν από διάφορα εξελικτικά στάδια, καθώς ο Καβάφης πολλές φορές διορθώνει με το χέρι κάποιο στίχο ή ξανατυπώνει διορθωμένο το ποίημα.

Ο πίνακας περιεχομένων σε αντίτυπο χρονολογικής καβαφικής συλλογής που απόκειται στη Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς, με αυτόγραφη συμπλήρωση. Πρόκειται για τη συλλογή Ποιήματα 1910 -, που κυκλοφορούσε από το 1912 ώς το 1918· το συγκεκριμένο σώμα φαίνεται συμπληρωμένο με ποιήματα και του 1917. Γίνεται έτσι φανερό ότι κάθε χρονολογική συλλογή περνάει από πολλά στάδια εξέλιξης μέχρι να αντικατασταθεί. Το 1917 ο Καβάφης θα κυκλοφορήσει και την πρώτη του θεματική συλλογή (Ποιήματα 1909-1911) ―η χρονολογία του τίτλου αναφέρεται στο χρονολογικό εύρος των ποιημάτων που περιλαμβάνει η συλλογή, όχι όμως και στην κατάταξή τους. Πηγή: Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Δημόσιων Βιβλιοθηκών.

Οι θεματικές συλλογές άνοιγαν πάντα με δυο ποιήματα γραμμένα πριν το 1911, με το «Η Πόλις», ποίημα που πρωτογράφει το 1894 («Πάλι στην ίδια πόλι») αλλά δημοσιεύει το 1910 σε νεότερη μορφή, και το «Η Σατραπεία», γραμμένο πιθανώς γύρω στο 1905. Ωστόσο είναι σε μια από αυτές τις θεματικές συλλογές που ο ίδιος ο Καβάφης σημειώνει μια κάποια τομή το 1911: το 1926, στο λυτό φύλλο με χρονολογικό κατάλογο που επισυνάπτει στη θεματική συλλογή Ποιήματα 1907-1915, θα διακρίνει τα ποιήματα σε δύο ομάδες με βάση την ένδειξη «Προ του 1911»· τα ποιήματα πριν το 1911 συγκροτούν έτσι μια ενότητα, ενώ τα επόμενα προσδιορίζονται ακριβέστερα με τη χρονιά δημοσίευσής τους. Κρατώντας τη συμβατική αυτή τομή, όσο απατηλή μπορεί να αποδειχθεί, μπορούμε πάντως να διακρίνουμε γύρω στα 1911 όχι μόνο μια αλλαγή εκδοτικής πρακτικής αλλά και περιεχομένου των ποιημάτων που βλέπουν πλέον το φως της δημοσιότητας. Το 1911 ο Καβάφης δημοσιεύει στο περιοδικό Νέα Ζωή, ένα από τα απερίφραστα ερωτικά (ή, σύμφωνα με τη δική του ορολογία, «ηδονιστικά») ποιήματά του, αν και όχι το πιο χαρακτηριστικό από όσα βρίσκονται στον φάκελο «Πάθη» του καβαφικού αρχείου: «Τα επικίνδυνα».

Από τους χρονολογικούς πίνακες σύνθεσης και δημοσίευσης των ποιημάτων, προκύπτει πως ο Καβάφης γράφει ηδονιστικά ποιήματα από το 1892. Μέχρι το 1910 έχει γράψει τουλάχιστον είκοσι δύο, αλλά έχει δημοσιεύσει μόνο δύο· δώδεκα θα τα δημοσιεύσει μετά το 1911, ενώ τα υπόλοιπα οκτώ θα παραμείνουν ανέκδοτα. […] η δημοσίευση αυτών των ποιημάτων πυκνώνει ιδίως μετά το 1915. [Χ. Λ. Καράογλου, «Ο ηδονισμός της καβαφικής ποίησης και η κριτική: από τη σκανδαλοθηρία ώς την αμηχανία». Εκτός ορίων. 2+1 κείμενα για τον Καβάφη, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, 14].

Στο «Τα επικίνδυνα» η ερωτική ρητορική τοποθετείται σε ιστορική εποχή (337-350 π.Χ.). Την ίδια χρονιά ο Καβάφης δημοσιεύει στο νέο περιοδικό Γράμματα τα ποιήματα «Τελειωμένα» και «Ιθάκη» αλλά και σειρά ποιημάτων («Τυανεύς Γλύπτης», «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Ιωνικόν», «Η δόξα των Πτολεμαίων») με τα χαρακτηριστικά μιας ιστορικής ποιητικής που είχε ήδη αξιοποιήσει σε ποιήματα των προηγούμενων χρόνων και που θα ακολουθήσει μέχρι το τέλος. Η σειρά αυτή ποιημάτων οδηγεί στη δημοσίευση στη Νέα Ζωή ενός ιστορικού ποιήματος «με τον τρόπο του Καβάφη» και αφιερωμένου σε αυτόν, με τον τίτλο «Αδριανός», του Πέτρου Μάγνη· το ποίημα μπορεί να ιδωθεί ως πρόδρομος της πληθώρας καβαφογενών ποιημάτων που γράφονται μέχρι και σήμερα.

Η αναφορά των παραπάνω δημοσιεύσεων μάς οδηγεί και σε μια άλλη διαπίστωση. Η εκδοτική ιδιοτυπία του καβαφικού έργου (με αυτοεκδόσεις φυλλαδίων, τευχών, συλλογών μονόφυλλων αλλά και με διανομή αυτόγραφων ποιημάτων σε αριθμημένα τετράδια ή σε πολυγραφημένα αντίτυπα), δεν πρέπει να μεταφραστεί ερμηνευτικά ως μονήρη ποιητική δραστηριότητα ― ο Καβάφης μετέχει σε πνευματικές συλλογικότητες στην Αλεξάνδρεια όπως αυτές εκφράζονται και μέσα από περιοδικά της εποχής. Η συνεργασία του Καβάφη με τη Νέα Ζωή αρχίζει το 1908 και το 1909 το ίδιο περιοδικό διοργανώνει την πρώτη δημόσια διάλεξη για το καβαφικό έργο, ενώ ποιήματά του δημοσιεύουν και ελλαδικά περιοδικά και εφημερίδες (με αυξανόμενη πυκνότητα κυρίως από το 1919 και εξής, βλ. εδώ και το Χρονολόγιο)· για τον κύκλο δε του περιοδικού Γράμματα θα αποβεί φιγούρα γύρω από την οποία θα συσπειρωθούν οι μποέμ αλεξανδρινοί νέοι και αιχμή διαμαχών τόσο με αλεξανδρινούς όσο και με ελλαδίτες λογίους.

Το 1917 είναι ενδεικτικό: το έτος που όπως ήδη είδαμε κυκλοφορεί την πρώτη του θεματική συλλογή με επιλογή 12 ποιημάτων (Οκτώβρη), είναι και το έτος κατά το οποίο γράφει και δημοσιεύει το αριστουργηματικό, κατά παραδοχή του ίδιου, «Εν τω μηνί Αθύρ» (Γράμματα 4: 37, Μάιος 1917). Το ποίημα αυτό θα αποτελέσει την αφετηρία της πρώτης παρωδίας (ακριβέστερα διακωμώδησης) καβαφικού ποιήματος που θα δει το φως της δημοσιότητας: ανήκει στον επίσης αλεξανδρινό Τίμο Μαλάνο, με τίτλο «Το Μεγ-Αθύρ-ιον» (25 Αυγούστου 1917, εφημ. Η Εβδομάς της Αλεξάνδρειας). Ο ίδιος είχε μόλις δημοσιεύσει ένα άρθρο-επίθεση στον Καβάφη· στην κίνηση αυτή θα αντιδράσουν τα Γράμματα και η ομάδα μποέμ νέων που αποκαλούνταν «Απουάνοι» με δημοσίευση του φυλλαδίου «Τέχνη και Ρουτίνα», με εμπνευστή τον Γ. Βρισιμιτζάκη, ο οποίος νωρίτερα την ίδια χρονιά είχε δημοσιεύσει μελέτη για τον ποιητή.

Εξώφυλλα δύο σημαντικών αλεξανδρινών περιοδικών της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα με τα οποία συνεργάζεται ο Καβάφης. Το 1911 μια ομάδα νέων από τη Νέα Ζωή ιδρύει το πιο ριζοσπαστικό περιοδικό Γράμματα ― από τον ομώνυμο εκδοτικό οίκο θα προκύψει και σειρά αυτοτελών εκδόσεων πολλών Ελλαδιτών συγγραφέων. Πηγή: Ψηφιακή Συλλογή Κοσμόπολις.

Ομιλία με θέμα Ο αλεξανδρινός περίγυρος του Καβάφη (Μ. Ρώτα). Από την εκδήλωση: Κ. Π. Καβάφης, Ελληνικός και Οικουμενικός. Βίντεο των ομιλιών στον δικτυακό τόπο του Ιδρύματος Μποδοσκάκη.

«Ένα μόνο ποίημα εν προόδω»

Η συνεχής δραστηριοποίηση του Καβάφη με επαναδημοσιεύσεις ποιημάτων σε εφημερίδες και περιοδικά, ποιημάτων που δεν περιλαμβάνει πάντα στις αυτοτελείς αυτοεκδόσεις του, είναι μια πιθανή ένδειξη πως δεν υπάρχει καθαρή διαχωριστική γραμμή στο καβαφικό έργο ― οι τομές που διαπιστώσαμε παραπάνω είναι χρήσιμες μέχρι ενός σημείου, έχοντας πάντα υπόψη μας τη μεθύστερη κατασκευή τους. Το ενιαίο της καβαφικής ποίησης, πάντως, προκύπτει και από σημείωμα που προτείνει ως κριτήρια κατάταξης του έργου όχι χρονολογικά αλλά θεματικά (Εκδόσεις 209). Στο ανυπόγραφο σημείωμα του 1927 στην Αλεξανδρινή Τέχνη (περιοδικό άμεσης καβαφικής επιρροής) ο συντάκτης, που φαίνεται πως ήταν ο ίδιος ο Καβάφης, ορίζει αφενός τρεις κύκλους της καβαφικής ποίησης, σε απάντηση σε άρθρο του επικριτή του, Τίμου Μαλάνου, προειδοποιεί αφετέρου για την επικάλυψη των τριών αυτών θεματικών κατηγοριών, δίνοντας μια εικόνα του ενιαίου του καβαφικού έργου:

Ο Καβάφης δεν επαναλαμβάνεται ποτέ.

Ιδού, απλά, το σχεδιάγραμμα που βγαίνει ίσαμε τώρα από το έργο του.

Έχει τρεις περιοχές ― τη φιλοσοφική (ή της σκέψης), την ιστορική, και την ηδονική (ή αισθησιακή).

Η ιστορική περιοχή κάποτε προσεγγίζει τόσο στην ηδονική (ή αισθητική) που είναι δύσκολο να κατατάξει κανείς ωρισμένα ποιήματά τους. Δύσκολο· όχι ακατόρθωτο.[…]

Επανάληψη στον Καβάφη δεν βρίσκεται ποτέ. Το κάθε ποίημά του, χωρίς εξαίρεση, έχει κάτι το διαφορετικό από τα άλλα του. Αυτό, ως γνωστόν, είναι ένας από τους πρώτους κανόνες της καβαφικής σύνθεσης. Κάθε νέο ποίημα προσθέτει στην περιοχή του κάτι (πότε πολύ, πότε λίγο). Κάποτε ποιήματα εισέρχονται στην περιοχή ως συμπληρώσεις. Κάποτε το φως ενός καινούριου ποιήματος ελαφρά διαπερνά το ημίφως ενός παλαιοτέρου (φως στο ένα ποίημα, ημίφως στο άλλο ― όχι στον βρόντο· αλλά σύμφωνα με προσεκτικότατη ποιητική οικονομία).

Επανάληψη στον Καβάφη δεν υπάρχει· επιστροφή όμως σε μια απ' τις τρεις περιοχές (σε μία απ' τις κατηγορίες θεμάτων) υπάρχει. (Αλεξανδρινή Τέχνη, τχ. Α΄ 6 (Μάιος 1927), 39-40).

Το σημείωμα αυτό συμπληρώνεται με νέα ευκαιρία στο τεύχος Οκτωβρίου και πάλι στα ανώνυμα Σημειώματα του περιοδικού ως εξής:

[…] ο Καβάφης επιστρέφει πάντα σε μια απ' τις τρεις περιοχές της ποιήσής του ― της σκέψεως, ιστορική (ελληνιστική, ελληνορωμαϊκή, βυζαντινή), και ηδονική ή αισθησιακή. […] Επανάληψη όμως στον Καβάφη δεν υπάρχει. […] Όπως μια από τις βασικές αρχές της Καβαφικής σύνθεσης είναι η αποφυγή της ρητορικής, επίσης (μα απόλυτα όμοια) αυστηρά βασική αρχή της είναι η μη επανάληψη.

Οι κατηγορίες θεμάτων μένουν ίδιες· αλλά κάθε καινούργιο ποίημα φέρνει και κάτι νέο ή καμμιά συμπλήρωση στην περιοχή στην οποία εισέρχεται. (Αλεξανδρινή Τέχνη, τχ. Α΄ 11 (Οκτώβριος 1927), 48).

Έτσι, η προσωπική σεφερική ανάγνωση του καβαφικού έργου, αν και μπορεί να αμφισβητηθεί ως προς το χρονολογικό όριο του 1910 που ορίζει, απηχεί και μια στάση του ίδιου του Καβάφη απέναντι στο έργο του ως ενιαίο σύνολο:

H προσωπική μου ιδέα είναι ότι από μια ορισμένη στιγμή και πέρα ―τη στιγμή αυτή την τοποθετώ στα 1910 περίπου― το καβαφικό έργο πρέπει να διαβάζεται και να κρίνεται όχι σαν μια σειρά από χωριστά ποιήματα, αλλά σαν ένα και μόνο ποίημα εν προόδω ―ένα «work in progress», όπως θα 'λεγε ο James Joyce ― που τερματίζει ο θάνατος. Ο Kαβάφης είναι, νομίζω, ο «δυσκολότερος» ποιητής της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας και τον καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα όταν τον διαβάζουμε με το συναίσθημα της παρουσίας του συνολικού του έργου. Αυτή η ενότητα είναι η χάρη του, και μ' αυτό τον τρόπο θα τον αντικρίσω. Γιώργος Σεφέρης, «Κ.Π. Καβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ· παράλληλοι» [1946]. Δοκιμές. Πρώτος τόμος (1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 1984 (5η έκδ.), 328.

Οι τρεις αυτές θεματικές κατηγορίες έχουν υποστεί σημαντική επεξεργασία από τους μετέπειτα μελετητές, είτε προς την κατευθύνση της περαιτέρω εξειδίκευσης, είτε, πιο πρόσφατα, ως προς την ανάδειξη της συμβατικότητάς τους και την ανίχνευση κοινών πολιτικών και ηθικών στάσεων μεταξύ τους. Ως προς την εξειδίκευση των ποιητικών καβαφικών περιοχών, είναι πλέον κοινός τόπος η περαιτέρω διάκριση των ιστορικών ποιημάτων σε ιστοριογενή, ιστορικοφανή και ψευδοϊστορικά (παρόλο που κατά καιρούς έχουν προταθεί και άλλοι όροι).

Ο Σεφέρης είναι ο εισηγητής του όρου «ψευδοϊστορικά», ο οποίος νομίζω ότι είναι πολύ κατάλληλος για τα ποιήματα στα οποία η ιστορία χρησιμοποιείται μεταφορικά ή αλληγορικά, δηλαδή «ψεύτικα» κατά έναν τρόπο, αφού ο Καβάφης δεν αντιμετωπίζει, στις περιπτώσεις αυτές, το ιστορικό υλικό ως ιστορικός ποιητής, αλλά σαν φιλοσοφικός/διδακτικός.

[…] Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, είναι ο εισηγητής του όρου «ιστορικοφανές», που νομίζω ότι είναι κατάλληλος (αν χρησιμοποιηθεί με συστηματικότητα και συνέπεια) για τα ποιήματα στα οποία έχουμε προβολή ενός ή και περισσοτέρων πλαστών υποκειμένων μέσα σε άμεσα (ή και έμμεσα) δηλωμένο ιστορικό πλαίσιο, χρονικό ή και τοπικό, το οποίο χρησιμεύει συνήθως ως φόντο του φανταστικού επεισοδίου που σκηνοθετείται στο ποίημα.

[…] Για τα ποιήματα […] για τα οποία ο ίδιος ο ποιητής […] αισθάνθηκε την ανάγκη, όπως είδαμε πιο πάνω, να μιλήσει, για «στενώς ιστορικά» ποιήματα, νομίζω ότι καταλληλότερος είναι ο όρος «ιστοριογενή», με τον οποίο δηλώνεται και το κυριότερο χαρακτηριστικό τους, ότι δηλαδή είναι άμεσα συνδεδεμένα με το ιστορικό υλικό από το οποίο γεννήθηκαν […]. [Μ. Πιερής, «Καβάφης και ιστορία», στο του ίδιου (επιμ.), Εισαγωγή στην Ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών κειμένων, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 403-406].

Κατεξοχήν ποίημα που μας αποκαλύπτει την ιστορική μέθοδο του Καβάφη θεωρήθηκε από την έρευνα το «Καισαρίων» (η πρώτη μορφή του οποίου χρονολογείται το 1914).

Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,

εν μέρει και την ώρα να περάσω,

την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή

επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.

[…]

Όταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω

θ' άφηνα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή,

κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος

δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως….

 

Α, νά, ήρθες συ με την αόριστη

γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες

γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,

κι έτσι πιο ελεύθερα σ' έπλασα μες στον νου μου.

[…]

Ήδη πάντως ο διάλογός του με την ιστορία και ειδικότερα με την ιστοριογραφία (τον τρόπο με τον οποίο έχει καταγραφεί το παρελθόν) είναι εμφανής στα ανέκδοτα ποιήματα της δεκαετίας του 1890.

Το έργο του Καβάφη παρέχει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να αντιληφθεί τη δυναμική του ιστορικού γίγνεσθαι στον ελληνόφωνο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, επειδή ερμηνεύει την ιστορία μέσω της λογοτεχνίας και διαμορφώνει μια φιλοσοφία της ιστορίας η οποία αναδεικνύει τις τάσεις της εποχής. Μια σειρά από ανέκδοτα ποιήματα της δεκαετίας του 1890, τα «Πριάμου Νυκτοπορία» (1893), «Επιτάφιον» (1893), «Ο Ιουλιανός εν τοις μυστηρίοις» (1896), «Βασιλεύς Κλαύδιος» (1899), «Η ναυμαχία» (1899) θεματοποιούν τη σημασία της οπτικής γωνίας που υιοθετεί η εκάστοτε εξουσία στην ανάγνωση του παρελθόντος που συνέχει την ιστοριογραφική και λογοτεχνική κατασκευή και προτείνουν μια εναλλακτική: αυτή του Πριάμου και όχι των Αχαιών, των εθνικών και όχι των χριστιανών, του Κλαυδίου και όχι του Φόρτιμπρας, των Περσών και όχι των Αθηναίων. [Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, «'Ο πολιτικός Καβάφης' εκ νέου», Το Δέντρο 193-194 (Οκτώβριος 2013): 151].

Η επιλογή της περιθωριακής οπτικής γωνίας, η διπλή προοπτική, η έμφαση σε μεταιχμιακές και ρευστές περιοχές της ιστορίας είναι στοιχεία της καβαφικής ειρωνείας, την οποία είχε ανιχνεύσει ήδη το 1930 ο Τέλλος Άγρας με το καταστατικό του άρθρο «Η ειρωνεία στον Καβάφη», Αλεξανδρινή Τέχνη, Δ' 9-10 (Οκτώβριος 1930), 281-288. Ταυτόχρονα, οι παραπάνω στρατηγικές υποδεικνύουν ότι στενά συνυφασμένο με την ιστορική θεματική είναι το ζήτημα του πολιτικού Καβάφη.

Αν στην πρώιμη έρευνα κυριαρχούσε η άποψη ότι η ιστορική περιοχή λειτουργούσε ως μηχανισμός απόκρυψης, ως μάσκα του ερωτικού πάθους, πλέον οι ιστορικές αναφορές διαβάζονται όχι ως διαφυγή στο παρελθόν αλλά ως θεματοποίηση του προβλήματος της προσέγγισης του παρελθόντος αλλά και του (πολιτικού) προβληματισμού επί του παρόντος. Πρώτος για την πολιτική στάση του Καβάφη, όσο ζούσε ακόμη ο ποιητής, έκανε λόγο το 1926 ο Γιώργος Βρισιμιτζάκης, ενώ ακολούθησε η διάλεξη του Γιώργου Σεφέρη, στις 11 Δεκεμβρίου 1946 με θέμα «Κ.Π. Καβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ: παράλληλοι», στην οποία συσχέτισε το «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» με τη Μικρασιατική Καταστροφή· πρόκειται για ένα δοκίμιο που τις ρίζες του έχει στην πολεμική περιπέτεια του Σεφέρη στην Αλεξάνδρεια τα χρόνια της εξόριστης κυβέρνησης. Πλέον, η ιστοριογραφική ποιητική του καβαφικού έργου εξετάζεται (και) πέρα από το ελιοτικό σχήμα της μυθικής μεθόδου και της αντικειμενικής συστοιχίας που προέταξε ο Σεφέρης στη μελέτη του, η οποία πρέπει να τοποθετηθεί και αυτή στην εποχή της.

[…] εκείνο που αντικρούει τη θεωρία του Σεφέρη για την «ιστορική αίσθηση» του Καβάφη είναι η ιστοριογραφική θεμελίωση της καβαφικής ποίησης· η πολυδιάστατη και πολύτροπη σχέση με τις πηγές, που είναι διαρκώς παρούσα (ανεξάρτητα από το όποιο αλληγορικό νόημα του ποιήματος) και οπωσδήποτε οδηγεί μακριά από το παράδειγμα του Έλιοτ, προς την κατεύθυνση μιας ιστοριογραφικής ποιητικής. [Τάκης Καγιαλής, «"Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός": Ο Καβάφης και ο μοντερνισμός», Ποίηση 12 (1998): 90. Μια ακόμα προσέγγιση του θέματος από τον ίδιο μελετητή διατίθεται σε βίντεο εδώ ].

Από την πλευρά της Αριστεράς, που διάβαζε τον Καβάφη ως παρακμιακό ποιητή, ο Στρ. Τσίρκας, συνεχίζοντας το σεφερικό νήμα, πρότεινε, σε μια μονογραφία του το 1958, τον Καβάφη ως ποιητή που εκφράζει την εποχή του και τον χώρο του, αυτόν του παροικιακού ελληνισμού εντός της βρετανικής αυτοκρατορίας, που εκτείνεται μάλιστα στην περιοχή εξουσίας των ελληνιστικών βασιλείων της ύστερης αρχαιότητας. Την πολιτική στάση του Καβάφη την οριοθετεί με όριο το 1911, όριο που είχε θέσει όπως είδαμε και ο Σαρεγιάννης, και διαβάζει ποιήματα όπως το «Περιμένοντας του βαρβάρους» ως ποιήματα που ελέγχουν την κοινωνία της εποχής· αντίθετα, θεωρεί ότι μετά το 1911 ο Καβάφης συμβιβάζεται, με τον τρόπο του Αντωνίου («Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»). Ανεξάρτητα από την ισχύ της ερμηνευτικής του πρότασης, ο Τσίρκας πρόσφερε όχι μόνο μια μέθοδο έρευνας με έμφαση στο αρχειακό υλικό και στην ιστορική διερεύνηση της εποχής, η οποία προσκόμισε πολλά ευρήματα (μεταξύ άλλων και για το διαμεσολαβημένο τρόπο που προσεγγίζει ο Καβάφης την ελληνιστική εποχή, μέσα από ανάγνωση όχι μόνο πρωτογενών αλλά κυρίως δευτερογενών, σύγχρονών του, ιστοριογραφικών έργων), αλλά και μια νέα θέαση του καβαφικού έργου· χάρη σε αυτήν «ο "άλλος" Καβάφης ήταν πλέον μια πραγματικότητα για τον αριστερό λογοτεχνικό κανόνα αλλά και τις τύχες της ιστορίας και της πολιτικής μέσα στην καβαφική κριτική».[3]

Εξώφυλλα περιοδικών του επετειακού έτους 1963, 30 χρόνια από τον θάνατο του Καβάφη. Στο αφιέρωμα της Επιθεώρησης Τέχνης συνεργάζεται ο Στρατής Τσίρκας και παρουσιάζει ένα πρόσφατο εύρημα από το καβαφικό αρχείο, ένα ανέκδοτο καβαφικό ποίημα, που φαίνεται να επιβεβαιώνει, ήδη από τον τίτλο του, τον Καβάφη ως πολιτικό και κοινωνικό ποιητή. Τίτλος του ποιήματος «27 Ιουνίου 1906, 2.μ.μ.» και τίτλος του άρθρου του Τσίρκα «Ο Καβάφης και η σύγχρονη Αίγυπτος». Στο επόμενο τεύχος, ο Βάρναλης θα δημοσιεύσει την δική του ποιητική αντίδραση μπροστά στο απρόσμενο αυτό εύρημα: «Παντού και πάντα και όποιοι».

Λίγα χρόνια αργότερα, στην καρδιά της δικτατορίας, στην αντιστασιακή έκδοση Δεκαοχτώ κείμενα (1970), ο πανεπιστημιακός φιλόλογος, απολυμένος και αργότερα φυλακισμένος από τη Χούντα, Δ.Ν. Μαρωνίτης, επιλέγει να συμμετάσχει με την κλασική πια μελέτη του για το καβαφικό ποίημα «Ο Δαρείος»: «Υπεροψία και μέθη, ο ποιητής και η ιστορία».

Σήμερα η έννοια του πολιτικού γίνεται αντιληπτή με ευρύτερους όρους, που περιλαμβάνουν τον καβαφικό στοχασμό πάνω στο ζήτημα των λόγων εξουσίας για το παρελθόν αλλά και το παρόν: «Η ποίηση του Καβάφη λειτουργεί πολιτικά, επειδή με πληθώρα τρόπων αναδεικνύει τη θέση ότι η κατανόηση του παρελθόντος πραγματοποιείται υποχρεωτικά μέσα από το ιστορικό πλαίσιο του παρόντος, ανάλογα με την οπτική εκείνου που παρατηρεί»[4]. Σε αυτό το πλαίσιο, πολιτικά μπορούν να θεωρηθούν και τα ποιήματα της «ηδονικής περιοχής». Την ιστορική με την ερωτική περιοχή άλλωστε συνδέει η θεματική της μνήμης, κυρίαρχης στο καβαφικό έργο· σε ποιήματα μάλιστα όπως τα ιστορικοφανή ή ψευδοϊστορικά επιτάφια επιγράμματα, αυτή η θεματική οδηγεί ακριβώς στην εισχώρηση της μιας περιοχής στην άλλη, όπως αναφερόταν ήδη στο ανώνυμο σημείωμα ποιητικής του 1927.

Έτσι, μακριά από τη σκανδαλολογία ή και ένα είδος ψυχαναλυτικής κριτικής που έδινε έμφαση στην ιδιωτική ζωή, τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη αφενός εντάσσονται πλέον στη γενεαλογία του αισθητισμού, αφετέρου διαβάζονται ως στάδια μιας ποιητικής που διαπραγματεύεται, ολοένα και πιο ρεαλιστικά ―μόλις από το 1919 στα δημοσιευμένα ποιήματα ξεκινά να προσδιορίζεται το γραμματικό γένος των προσώπων― συνεχώς τον εαυτό με όρους της νεωτερικότητας, καθώς

η αναφορά στο παρελθόν, η αντίληψή του για την ιστορία, την εξουσία και τη γνώση, η κομβική κατανόηση του ρόλου που παίζουν ο χρόνος και η μνήμη στη θεώρηση της πραγματικότητας, χρωστούν πάρα πολλά στην ενσώματη εμπειρία αντικανονικής επιθυμίας, αποκλεισμού και ταύτισης, που και ο ίδιος τόσο πολύ προσπάθησε να περιγράψει με αφορμή την ανδρική ομοφυλοφιλία στις αρχές του 20ού αιώνα. [Δ. Παπανικολάου, «Ο Καβάφης στον 21ο αιώνα», The Books' Journal 4 (Φεβρουάριος 2011), 50-57: 55].

Απόληξη αυτής της ποιητικής είναι και το ποίημα «Μέρες του 1908», το τελευταίο μιας σειράς «μερών» που γράφει αλλά και το τελευταίο ποίημα που θα δημοσιεύσει ο ίδιος.

Χειρόγραφο του ποιήματος. Ευγενική παραχώρηση του Ιδρύματος Ωνάση από το Αρχείο Καβάφη. Το περιεχόμενο αποτελεί ιδιοκτησία του Ιδρύματος Ωνάση και προστατεύεται από το νόμο.

«Τὰ δ' ἄλλ' ἐν Ἅδου τοῖς κάτω μυθήσομαι»

Δεν ξεχνούμε πως ο ποιητής στα 1910 ήταν σαράντα επτά ετών· αργότερα έλεγε: «εγώ είμαι ποιητής του γήρατος». Και αληθινά, αν εξετάσουμε χρονικά το σύνολο της λυρικής του δημιουργίας όση μας είναι γνωστή, παρατηρούμε ότι η μεγαλύτερη παραγωγή του παρουσιάζεται γύρω στα 1917, όταν ο Καβάφης ήταν γύρω στα πενήντα τέσσερα χρόνια του· ποιητής του γήρατος, ίσως όχι, αλλά βέβαια ποιητής της ωριμότητας. [Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία, 598.]

Ο Καβάφης δεν τυπώνει άλλη συλλογή μετά το 1930, συνεχίζει όμως να εμπλουτίζει τη χρονολογική συλλογή Ποιήματα 1919- προσθέτοντας ποιήματα ώς το 1932, με τελευταίο, όπως ήδη αναφέρθηκε, το «Μέρες του 1908».

Όταν ο Σεφέρης παρατηρούσε πως ο Καβάφης, στα ποιήματα της γεροντικής του ηλικίας, δίνει την εντύπωση ότι «ολοένα εφευρίσκει καινούργια πράγματα, πολύ αξιοπρόσεχτα» και πως όταν ο Καβάφης πέθανε εβδομήντα χρονών «μας άφησε με την πικρή περιέργεια που δοκιμάζουμε για έναν άνθρωπο που χάνεται πάνω στην ακμή του», μοιάζει να εκφράζει και την παραδοχή του επιτεύγματος ―της σοφίας και της πρωτοτυπίας― του όψιμου έργου του Καβάφη, και κάποια λύπη επειδή το «ποίημα εν προόδω» του Αλεξανδρινού, που κράτησε όλη τη ζωή του, έμεινε ατέλειωτο με το θάνατό του. Ο ίδιος ο Καβάφης λέγεται πως εκδήλωσε κάποτε μια παρόμοια αίσθηση της ανεκπλήρωτης δυνατότητας, όταν είπε τις τελευταίες του μέρες: «Έχω να γράψω ακόμη είκοσι πέντε ποιήματα». [E. Keeley, H καβαφική Aλεξάνδρεια. Eξέλιξη ενός μύθου, μτφρ. Τζένη Μαστοράκη, Αθήνα, Ίκαρος, 1979, 179. Απόσπασμα διαθέσιμο στον επίσημο δικτυακό τόπο του Αρχείου Καβάφη.]

Από το 1911 και μετά, ποιήματα που γράφει αλλά δεν αποφασίζει να δημοσιεύσει, τα φυλάει με τη σημείωση «Να μείνει εδώ». Πηγή: Cavafy's World

Το δημοσιευμένο έργο του ωστόσο, αν και σχετικά ισχνό, αρκούσε για να προκαλέσει κραδασμούς στη διανόηση της εποχής του. Στη δεκαετία του 1920 οι διαμάχες γύρω από την καβαφική ποίηση πυκνώνουν όχι μόνο στην Αλεξάνδρεια αλλά και στην Αθήνα, ενώ παράλληλα ποιήματά του αρχίζουν να μεταφράζονται στο εξωτερικό (στα αγγλικά με μεσολάβηση του E. Forster, τον οποίο είχε γνωρίσει κατά την παραμονή του στην Αλεξάνδρεια, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες). Το 1924 τον Ιούλιο δημοσιεύεται σε αγγλική μετάφραση η «Ιθάκη» στο Criterion, περιοδικό που εκδίδει ο T. S. Eliot, ενώ τέλη Δεκεμβρίου κυκλοφορεί το αφιέρωμα στον Καβάφη του αθηναϊκού περιοδικού Νέα Τέχνη, αφιέρωμα που θα προκαλέσει σχόλια και αντιδράσεις την επόμενη χρονιά.

Το περιοδικό «Αλεξανδρινή Τέχνη» (1926-1931) συστήνεται στο κοινό με το πρώτο τεύχος του με την αναδημοσίευση ποιημάτων παλαιότερης περιόδου του Καβάφη στις πρώτες σελίδες, αλλά και μια επίθεση στον Κωστή Παλαμά στις επόμενες, με αφορμή συνέντευξη του Παλαμά στην οποία χαρακτήρισε τα ποιήματα του Καβάφη ως «ρεπορτάζ από τους αιώνες». Πηγή: Ψηφιακή Συλλογή Κοσμόπολις

Στην Αλεξανδρινή Τέχνη, λίγους μήνες μετά το ανυπόγραφο σημείωμα που όριζε τις περιοχές της καβαφικής ποίησης αλλά και υπερασπιζόταν την ενότητα του έργου του απέναντι στην επίκριση του Τίμου Μαλάνου περί επαναληπτικότητας, στα επίσης ανυπόγραφα σημειώματα του τεύχους 9 (1927) διαβάζουμε μια υπεράσπιση του Καβάφη έναντι μιας ακόμα κατηγορίες εναντίον του, της κατηγορίας ότι έχει μιμηθεί Άγγλους συγχρόνους του συγγραφείς:

Τώρα δεν θα μας εκπλήξει εάν νεώτεροι Άγγλοι ποιηταί, ή Γάλλοι, ή άλλης εθνικότητος, κάνουν ποίηση περιέχουσα στοιχεία Καβαφικά. Το πράγμα δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί για τους εξής δύο λόγους.

Ο Καβάφης διαισθάνθηκε πριν πολλά χρόνια τάσεις, αντιλήψεις, αισθαντικότητες που ήταν για νά 'ρθουν. Ήδη ο Άλκης Θρύλος παρατήρησε τις αναλογίες που παρουσιάζει ο Καβάφης με τους impressionistes, που φάνηκαν όμως αυτοί αργότερα από τον Καβάφη.

Έπειτα, αν και γράφει ελληνικά, πολλά του ποιήματα μεταφράσθηκαν, ένα δε ποίημα καβαφικό μεταφρασμένο κάνει εντύπωση, και κινεί την περιέργεια, και επηρεάζει, και συζητείται, και ξανασυζητείται, κάποτε γίνονται και κυκλοφορούν αντίγραφά του, και διαδίδεται απείρως περισσότερο από, αίφνης, ένα του Παλαμά, ασύμφωνο προς τον μοντέρνο καλαισθητικό παλμό [Πηγή: Ψηφιακή Συλλογή Κοσμόπολις]

Ξαναγυρνάμε έτσι στην αρχή του κειμένου, στον Καβάφη ως υπερμοντέρνο ποιητή αλλά και ποιητή του μέλλοντος. Όσο και αν τα παραπάνω λέγονται σε μια επιθετική χειρονομία υπεράσπισης, το καβαφικό έργο πράγματι αποδείχθηκε σύμφωνο με τον μοντέρνο παλμό, είτε εννοήσουμε με αυτό τον μοντερνισμό της εποχής είτε εν γένει τη νεωτερική συνθήκη.

Μετά τον θάνατό του, οι διαμάχες συνεχίστηκαν αλλά και η απήχησή του μεγάλωνε ολοένα. Έχουν ήδη αναφερθεί κάποιοι σταθμοί όπως η διάλεξη του Σεφέρη (1946), η μελέτη του Τσίρκα (1958) αλλά και τα αφιερώματα περιοδικών το επετειακό έτος 1963. Το 1963 άλλωστε είναι η και χρονιά που θα κυκλοφορήσει η στερεότυπη έκδοση των 154 ποιημάτων του καβαφικού κανόνα σε επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη από τον Ίκαρο (βλ. εδώ την ενότητα της Βιβλιογραφίας).

Μετά θάνατον

 

Πολλοί τον διεκδικούσαν, διαπληκτίζονταν τριγύρω του,

μπορεί κι εξαιτίας του κοστουμιού του ― παράξενο κοστούμι,

επίσημο, επιβλητικό, με κάποια χάρη ωστόσο,

με κάποιο αέρα, σαν εκείνα τα φανταστικά των θεών

όταν συναναστρέφονταν ανθρώπους ― μεταμφιεσμένοι,

κι ενώ μιλούσαν τα κοινά, με κοινή γλώσσα, αιφνίδια

φούσκωνε μια πτυχή του ενδύματός τους απ' το χνότο

του απείρου ή το υπερπέραν ― όπως λένε.

Διαπληκτίζονταν, λοιπόν. Αυτός τί να 'κανε; Του σκίσαν

ρούχα κι εσώρουχα, του σπάσαν και τη ζώνη. Απόμεινε

ένας κοινός, γυμνός θνητός, σε στάση συστολής. Οι πάντες

τον εγκατέλειψαν. Κι εκεί ακριβώς μαρμάρωσε. Μετά από χρόνια,

στη θέση αυτή ανακάλυψαν ένα περίλαμπρο άγαλμα

γυμνό, υπερήφανο, υψηλό, από πεντελίσιο μάρμαρο,

του Αιώνιου Έφηβου του Αυτοτιμωρούμενου ― έτσι το αποκάλεσαν·

το σκέπασαν με μια μακριά λινάτσα, κι ετοιμάζανε

μια τελετή πρωτοφανή για τα δημόσια αποκαλυπτήρια.

Γιάννης Ρίτσος, 12 ποιήματα για τον Καβάφη, 1963.

Λεπτομέρεια από σκίτσο με πενάκι του David Hockney.

Κ.Π. Καβάφης. Ένας παγκόσμιος ποιητής.

Ιστοσελίδα με θέμα τον Κ.Π. Καβάφη και την παγκόσμια απήχηση του έργου του. Με επιλογή ξένων καβαφογενών ποιημάτων από την έκδοση Συνομιλώντας με τον Καβάφη. Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιημάτων, επιμ.: Νάσος Βαγενάς, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2000. Στις Παρωδίες Καβαφικών Ποιημάτων 1917-1997 (Πατάκης, 1998) ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος συγκέντρωσε 170 ελλήνων ποιητών, στην ανθολογία Ελληνικά Καβαφογενή Ποιήματα (Πανεπιστήμιο Πατρών, 2003) 188 από τα υπερδιπλάσσια της καταγεγραμμένης ποιητικής παραγωγής, ενώ ο αντίστοιχος τόμος με τα ξένα καβαφογενή σε μετάφραση συγκεντρώνει 159 ποιήματα από 30 χώρες.

Η απήχηση του Καβάφη είναι παγκόσμια. Ο ίδιος δήλωνε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Στρ. Τσίρκα, «Είμαι κι εγώ Ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός». Όπως έχει ήδη σημειώσει η καβαφική έρευνα, η πρόκριση του επιθέτου στη θέση του ουσιαστικού, της ιστορικής και πολιτισμικής ιδιότητας στη θέση του φυλετικού χαρακτηριστικού, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της ποίησής του, αυτής της «ποίησης του κράματος» και του μεταιχμίου, που καθιστά δυνατή την παγκόσμια απήχησή του· ένα άλλο είναι η ενασχόληση της καβαφικής ποίησης με το σώμα, τη μνήμη και την επιθυμία ως συνθήκες της νεωτερικής υποκειμενικότητας.

Λεπτομέρεια από το πορτρέτο του Κ. Π. Καβάφη από τον Νίκο Εγγονόπουλο (1948) (ιδιωτική συλλογή) .

Ο Mendelsohn απαγγέλει Κ.Π. Καβάφη. Βίντεο εκδήλωσης 21 Ιανουαρίου 2014 (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών - Αρχείο Καβάφη)

«Ο Καβάφης σήμερα». Βίντεο εκδήλωσης 10 Δεκεμβρίου 2013 (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών -Αρχείο Καβάφη)

Μαρία Ακριτίδου

© 2013-4 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Τελευταία ενημέρωση 2015.

Πηγή για τα ευρύτερα γραμματολογικά και ιστορικά συμφραζόμενα είναι οι γραμματολογίες του Λίνου Πολίτη, Mario Vitti και Roderick Beaton καθώς και η πολύτομή, και πολύτιμη για τα εκδοτικά στοιχεία που προσφέρει, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας και η πρόσληψή της του Αλέξανδρου Αργυρίου. Πηγές για το χρονολόγιο: Στρατής Τσίρκας «Σχεδίασμα Xρονογραφίας του Bίου του», Eπιθεώρηση Tέχνης 1963. / βιογραφικό σημείωμα για τον Καβάφη του Μιχάλη Πιερή στο Εισαγωγή στην Ποίηση του Καβάφη (1994), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. / Λεύκωμα Kαβάφη 1863-1910 (1983) σε επιμέλεια Λένας Σαββίδη από τις εκδόσεις «Eρμής» / Bίος και το έργο του K.Π. Kαβάφη (2001) των Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Mαρίας Στασινοπούλου από τις εκδόσεις «Mεταίχμιο».

[1] «Cavafy selon mon avis est un poète ultra-moderne, un poète des générations futures». Το γαλλόφωνο «αυτοεγκώμιο» (;), το χρονολογεί γύρω στα 1930 ο Μιχάλης Περίδης, ο οποίος και το μεταφράζει ― πιθανολογείται πως υπαγορεύθηκε από τον ίδιο τον ποιητή σε ανταποκριτή γαλλόφωνου περιοδικού, αν και δεν γνωρίζουμε αν και πού δημοσιεύθηκε. Τώρα στο Κ. Π. Καβάφης, Τα Πεζά (1882;-1931), Φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής. Αθήνα: Ίκαρος 2003, 334. Εφεξής Πεζά. Βλ. όμως τώρα Μιχαήλα, Καραμπίνη-Ιατρού. «Ένα ανύπαρκτο καβαφικό κείμενο». Μικροφιλολογικά 32 (2012): 31-33, και της ίδιας «Μια πρόταση για ένα καβαφικό κείμενο», Μικροφιλολογικά 36 (2012): 12-14.

[2] Το τεύχος θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του 1905 και πιθανώς ώς το 1909 και περιλαμβάνει τα: «Φωνές», «Επιθυμίες», «Κεριά», «΄Ενας γέρος», «Δέησις», «Οι ψυχές των γερόντων», «Το πρώτο σκαλί», «Διακοπή», «Θερμοπύλες», «Che fece… il gran rifiuto», «Τα παράθυρα», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Απιστία», «Τα άλογα του Αχιλλέως».

[3] Γιάννης Παπαθεοδώρου / Μίλτος Πεχλιβάνος, «Η επινόηση του πολιτικού Καβάφη: τεκμηριώνοντας το χρονικό μιας ανάγνωσης», Σύγχρονα Θέματα 122-123 (Δεκέμβριος 2013), 27-47: 45.

[4] [Μ. Χρυσανθόπουλος «Προσλαμβάνοντας τον πολιτικό Καβάφη: Τα ποιήματα για τον Ιουλιανό και το ζήτημα της 'κυριαρχίας'», Α. Καστρινάκη, Α. Πολίτης, Δ. Τζιόβας (επιμ.), Για μια ιστορία της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης: Θέματα και ρεύματα, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης - Μουσείο Μπενάκη, 2012, σ. 133-134)