Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [1001 - 1020]
ὄργᾰνον, τό (*ἔργω), I. 1. όργανο, εργαλείο, σύνεργο για την κατασκευή ή την επίτευξη κάποιου πράγματος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργανον, σε Σοφ. 2. αισθητήριο όργανο, σε Πλάτ. 3. μουσικό όργανο, στον ίδ. 4. χειρουργικό εργαλείο, σε Ξεν. II. έργο, παράγωγο, λαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα, τα λίθινα έργα του Αμφίωνα, δηλ. τα τείχη των Θηβών, σε Ευρ.
ὄργανος, , -ον (*ἔργω), εργαζόμενος, ὀργάνη χείρ, σε Ευρ.
ὀργάς (ενν. γῆ), -άδος, , κάθε τμήμα γης καλά αρδευμένο και εύφορο, λιβάδι, σε Ευρ., Ξεν.
ὀργάω (ὀργή), μόνο σε ενεστ., I. διογκώνομαι από υγρασία, είμαι γεμάτος υγρό, λέγεται για καρπούς, φουσκώνω και ωριμάζω, σε Ηρόδ.· λέγεται για σιτηρά, ὀργᾷ ἀμᾶσθαι, είναι ώριμα για θερισμό, στον ίδ. II. λέγεται για πρόσωπα, γίνομαι λάγνος, έχω ερωτική επιθυμία· έπειτα, γενικά, είμαι πρόθυμος ή έτοιμος, είμαι σε διέγερση, σε Θουκ.· ὀργῶν κρίνειν, κρίνω υπό την επιρροή πάθους, οργής, στον ίδ.· με απαρ., ὄργα μαθεῖν, είμαι πρόθυμος να μάθω, σε Αισχύλ. III. μτβ., όπως το ὀργάζω, μαλάσσω, κατεργάζομαι δέρμα, σε Ηρόδ.
ὀργεών, -ῶνος, (πιθ. από το ὄργια), πολίτης των Αθηνών, που τον εξέλεγε κάθε δήμος ξεχωριστά, και έπρεπε να τελεί καθορισμένες θυσίες· επομένως, γενικά, ιερέας, σε Αισχύλ.· Επικ. αιτ. πληθ. ὀργειόνας, σε Ομηρ. Ύμν.
ὀργή, , I. φυσική ροπή ή κλίση, χαρακτήρας κάποιου, ιδιοσυγκρασία, προδιάθεση, φύση, σε Ησίοδ., Θέογν. κ.λπ.· ἀλωπέκων ὀργαῖς ἴκελοι, σε Πίνδ.· ὀργαὶ ἀστυνόμοι, οι διαθέσεις της κοινωνίας, σε Σοφ.· πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμοιοῦν, σε Θουκ. κ.λπ. II. 1. πάθος, εμπάθεια, θυμός, οργή, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ὀργῇ χάριν δοῦναι, σε Σοφ.· ὀργῇ εἴκειν, σε Ευρ.· δι' ὀργῆς ἔχειν τινά, σε Θουκ.· ἐν ὀργῇ ἔχειν ή ποιεῖσθαί τινα, στον ίδ. κ.λπ. 2. επιρρ. χρήσεις, ὀργῇ, με θυμό, σε κατάσταση θυμού, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, δι' ὀργῆς, ἐξ ὀργῆς, κατ' ὀργήν, σε Σοφ.· μετ' ὀργῆς, σε Πλάτ. 3. Πανὸς ὀργαί, κρίσεις πανικού (δηλ. έντονες φοβίες σταλμένες από τον Πάνα), σε Ευρ.· αλλά, ὀργή τινος, οργή εναντίον κάποιου ή προς κάτι, σε Σοφ.· ἱερῶν ὀργάς, οργή έναντι ή εξαιτίας των ιερών τελετουργιών, σε Αισχύλ.
ὄργια, -ίων, τά, I. όργια, δηλ. μυστικές τελετουργίες, μυστηριακή λατρεία, που τελείται μόνο από μυημένους, λέγεται για τη μυστηριακή λατρεία της Δήμητρας στην Ελευσίνα, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.· αλλά, συχνά λέγεται για τις τελετουργίες του Βάκχου (Διονύσου), σε Ηρόδ., Ευρ. II. κάθε λατρεία, τελετουργία, θυσίες, σε Αισχύλ., Σοφ. (πιθ. από το *ἔργω = ἔρδω, ῥέζω, με τη σημασία της τέλεσης ιερών τελετουργιών, sacra facere).
ὀργιάζω, μέλ. -άσω, εορτάζω, I. τελώ ιερουργίες, σε Ευρ.· με σύστ. αντ., ὀργιάζω τελετήν, ὄργια, σε Πλάτ. II. τιμώ ή λατρεύω μια θεότητα μέσω τελετουργικών ιεροπραξιών, σε Στράβ.
ὀργιασμός, , τέλεση οργίων, ιερουργιών, σε Στράβ.
ὀργιαστικός, , -όν, κατάλληλος για ιεροπραξίες, συναρπαστικός, σε Αριστ.
ὀργίζω (ὀργή II), αόρ. ὤργισα, I. κάνω κάποιον να θυμώσει, προκαλώ οργή, εξερεθίζω, σε Αριστοφ., Πλάτ. II. συνηθέστερο στην Παθ.· με Μέσ. και Παθ. μέλ. ὀργιοῦμαι, ὀργισθήσομαι· αόρ. αʹ ὠργίσθην, παρακ. ὤργισμαι, θυμώνω, οργίζομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· τινι, με κάποιο πρόσωπο ή πράγμα, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, τα οργισμένα τους αισθήματα, σε Θουκ.
ὀργίλος[ῐ], , -ον (ὀργή II), αυτός που τείνει να θυμώνει, ευέξαπτος, σε Ξεν., Δημ.· επίρρ., ὀργίλως ἔχειν, είμαι οργισμένος, σε Δημ.
ὀργῐλότης, -ητος, , ευερεθιστότητα, σε Αριστ.
ὄργιον, τό, βλ. ὄργια, τά.
ὀργιο-φάντης, -ου, (φαίνω), ιερέας, κάποιος που μυεί άλλους σε μυστηριακές λατρείες, σε Ανθ.
ὀργιστέον, ρημ. επίθ., κάποιος που πρέπει να οργίζεται, σε Δημ.
ὄργυιᾰ, Αττ. ὄργυᾰ-ᾶς, Ιων. -ή, -ῆς, (ὀρέγω, πρβλ. ἀγυιά), το μήκος των οριζοντίως τεντωμένων βραχιόνων, περίπου 6 πόδια, ή ένα μέτρο μήκους έξι ποδών, σε Όμηρ., Ηρόδ. (ο οποίος αναφέρει ότι 100 ὀργυιαί αποτελούν έναν στάδιο).
ὀργυιαῖος, , -ον, αυτός που έχει μήκος ή πλάτος έξι ποδών, σε Ανθ.
ὄρεγμα, -ατος, τό (ὀρέγω), 1. άπλωμα, άνοιγμα, τέντωμα, σε Αισχύλ. 2. άπλωμα με το χέρι, προσφορά, σε Ευρ.
ὀρέγνυμι = ὀρέγω, μόνο στην μτχ. χεῖρας ὀρεγνύς, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., χεῖρας ὀρεγνύμενος, σε Ανθ.