Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Υ"

Βρέθηκαν 1.258 λήμματα [1 - 20]
Υ, υ, ὕψιλον, το, το εικοστό γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, υʹ = 400, ͵υ = 400.000 όπως καλείται ὕψιλoν, διότι η αρχική του προφορά φαίνεται ότι ήταν το ου, και μεταγεν. έγινε ψιλότερη όπως το γαλλικό u· το ελλ. υ, όπως το Λατ. V, ήταν αρχικά και φωνήεν (u) και ημίφωνο (v), βλ. κατωτ. II. I. Διαλεκτές μεταβολές: 1. Αιολ. αντί ο, όπως ὄνυμα, στύμα, ὔρνις αντί ὄνομα, στόμα, ὄρνις· επίσης πίσυρες αντί πέτορες (τέσσαρες), πρβλ. νύξ, Λατ. nox· 2. Αιολ., η δίφθογγος ου έγινε οι Μοῖσα αντί Μοῦσα, λέγοισα αντί λέγουσα· 3. το υποκαθιστά μερικές φορές το οι, όπως κοινός αντί ξυνός, κοίρανος αντί κύριος· 4. Βοιωτ. αντί ω, όπως χελύνη αντί χελώνη. II. το υ ως ημίφωνο παρίστανε το αρχ. δίγαμμα ή βαῦ (Ϝ), συνεπώς μερικές φορές σχημάτιζε τη δίφθογγο αυ, όπως αὐέρυσαν αντί ἀνϜέρυσαν (βλ. αὐερύω), αὐίαχοι αντί ἀνϜίαχοι, αὐάτα αντί ἀϜάτα (ἄτη), καλαῦροψ αντί καλάϜροψ, ταλαύρινος αντί ταλάϜρινος, ταναύποδες αντί ταναϜόποδες· άλλες φορές σχημάτιζε τη δίφθογγο ευ, όπως εὔαδεν αντί ἔϜαδεν.
ὖὖ, ήχος που μιμείται άνθρωπο που εισπνέει, που μυρίζεται τσιμπούσι ή γλέντι, σε Αριστοφ.
Ὑάδες, -ων, αἱ (ὕω), Υάδες, επτά αστέρια στην κεφαλή του αστερισμού του Ταύρου· προμήνυαν βροχή όταν ανέτελλαν μαζί με τον ήλιο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. (η συνήθης ετυμολογία είναι από το ὕω, πρβλ. Λατ. Pluviae· αλλά, το αυθεντικό Λατ. όνομα ήταν suculae, γουρουνάκια, χοιρίδια, όπως αν προερχόταν από την √ὟΣ· αυτή η ετυμολογία συμφωνεί με την συλλαβική ποσότητα, επειδή το υ είναι βραχύ στο ὑάδες, αλλά μακρό στο ὕω· ο Ευρ. πάντως παραδίδει το ὑάδες με ).
ὕαινᾰ[ῠ], , , ύαινα, ζώο που ανήκει στο είδος των κυνών, σκύλων, με αγκαθωτή, τραχειά χαίτη σαν του γουρουνιού, χοίρου (απ' όπου και το όνομα), σε Ηρόδ.
Ὑᾰκίνθια[ῠ], (ενν. ἱερά), τά, γιορτή των Λακεδαιμονίων προς τιμή του Υάκινθου, που διεξαγόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
ὑᾰκινθῐνο-βᾰφής, -ές (βάπτω), αυτός που είναι βαμμένος με το χρώμα του υάκινθου, σε Ξεν.
ὑᾰκίνθῐνος[ῠ], , , -ον, υακίνθινος, όμοιος με υάκινθο, βιολετής, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
Ὑάκινθος[ῠᾰ], , Υάκινθος, νεαρός Λάκωνας, αγαπημένος του Απόλλωνα· σκοτώθηκε από άτυχη ρίψη δίσκου του τελευταίου, σε Ευρ.
ὑάκινθος, και , το άνθος υάκινθος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· άνθος που ξεφύτρωσε από το αίμα του Υάκινθου ή του Αίαντα (του Τελαμώνιου)· πιστεύονταν ότι τα πέταλα έφεραν τα πρώτα γράμματα του ονόματος Αίας, ΑΙ ή το επιφώνημα ΑΙΑΙ-, σε Μόσχ.· απ' όπου το επίθετο γραπτά, σε Θεόκρ. Ο υάκινθος φαίνεται να απαρτίζεται από πολλά άνθη χρώματος σκούρου μπλε· ο Όμηρ. μιλώντας για σκουρόχρωμες τρίχες κεφαλιού αναφέρει ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοῖαι, και ο Θεόκρ. τις αναφέρει μαύρες. II. πολύτιμος λίθος, κυανού χρώματος, (πιθ.) όχι ο γνωστός υάκινθος, αλλά το ζαφείρι, σε Κ.Δ.
ὑάλεος[ᾰ], , -ον (ὕαλος), = ὑάλινος, αυτός που είναι φτιαγμένος από γυαλί, σε Ανθ.· συνηρ. ὑαλοῦς, -ᾶ, -οῦν, γυάλινος, σε Στράβ., Λουκ.
ὑάλῐνος, , -ον (ὕᾰλος), κρυστάλλινος ή γυάλινος, σε Αριστοφ.· επίσης ὑέλινος, , -ον, σε Ανθ.
ὕᾰλος ή ὕελος, και , I. 1. καθαρός, διαυγής, διαφανής λίθος, που χρησιμοποιούνταν από τους Αιγυπτίους για τον εγκλεισμό ταριχευμένων νεκρών (μούμιες)· αλάβαστρο από την ανατολή, σε Ηρόδ. 2. κυρτός κρυστάλλινος φακός, που χρησιμοποιείται για την συγκέντρωση των ηλιακών ακτίνων με σκοπό την ανάφλεξη, σε Αριστοφ. II. γυαλί, Λατ. vitrum, σε Πλάτ.· γυαλί που υπήρχε ήδη στα χρόνια του Ηρόδ., αλλά ονομάστηκε ὕαλος στα χρόνια του Πλάτωνα (η λέξη λέγεται πως είναι Αιγυπτιακή. Άλλοι το αποδίδουν στο ὕω, όπως αν η αρχική σημασία ήταν σταγόνα βροχής).
ὑᾰλοῦς, -ᾶ, -οῦν, συνηρ. αντί του ὑαλέος.
ὑᾰλό-χρους, -ουν (χρόα), αυτός που έχει χρώμα γυαλιού, σε Ανθ.
ὑββάλλω, Επικ. συγκοπτ. αντί ὑποβάλλω.
ὑβός[ῡ], , -όν, καμπούρης, σε Θεόκρ.
ὑβρίζω[ῡ] (ὕβρις), Δωρ. -ίσδω, Αττ. μέλ. -ιῶ, αόρ. αʹ ὕβρισα, παρακ. ὕβρικα, υπερσ. ὑβρίκεινΜέσ., μέλ. ὑβριοῦμαιΠαθ., μέλ. ὑβρισθήσομαι, αόρ. αʹ ὑβρίσθην, παρακ. ὕβρισμαι· I. 1. φέρομαι με οργή, οργισμένα, κάνω φασαρία, χαλώ τον κόσμο, οργιάζω, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· αντίθ. προς το σωφρονεῖν, σε Ξεν. 2. λέγεται για καλοθρεμμένα άλογα ή γαϊδάρους, χλιμιντρίζω ή γκαρίζω και σηκώνομαι στα πίσω πόδια, τρέχω κλωτσώντας, Λατ. lascivire, σε Ηρόδ., Ξεν. 3. μεταφ., λέγεται για απότομο ορμητικό ποτάμι, σε Ηρόδ. II. 1. λέγεται για συμπεριφορά προς άλλους ανθρώπους, ὑβρίζω τινά, φέρομαι σε κάποιον με περιφρόνηση, προσβλητικά, προσβάλλω, φέρομαι υβριστικά, θίγω, αντιμετωπίζω με αναίδεια, εξυβρίζω, κακομεταχειρίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· συνηθέστερα, ὑβρίζω εἴς τινα, διαπράττω προσβολή σε ή προς κάποιον, σε Ευρ., Πλάτ.· ὑβρίζω ἐπί τινα, θριαμβολογώ έναντι νικημένου αντιπάλου, εχθρού, σε Ευρ. 2. με σύστ. αιτ. ὑβρίζω ὕβριν, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με ουδ. επίθ., ὑβρίζω τάδε, διαπράττω τέτοιες, παρόμοιες προσβολές, σε Ηρόδ.· ομοίως, τῶν ἀδικημάτων τῶν ἐς Ἀθηναίους ὕβρισαν, στον ίδ.· και με διπλή αιτ., ὕβριν ὑβρίζειν τινά, σε Ευρ.· απ' όπου και σε Παθ., ὕβριν ὑβρισθῆναι, στο ίδ., Δημ. 3. στην Αθήνα ως δικαστικός όρος, βιαιοπραγώ, επιφέρω σε κάποιον προσωπική προσβολή, κακομεταχειρίζομαι, προσβάλλω, θίγω, κακοποιώ, ατιμάζω, σε Ρήτ.Παθ., γυναῖκες καὶ παῖδες ὑβρίζονται, σε Θουκ.· ὑβριζόμενος ἀποθνῄσκει, πεθαίνει από κακοήθη συμπεριφορά, σε Ξεν.· λέγεται για πράξεις, τὰ ὑβρισμένα, ύβρεις, εγκλήματα, σε Λυσ. 4. μτχ. Παθ. παρακ., λέγεται για πράγματα, επιδεικτικός, αλαζονικός, φιγουρατζής, σημεῖ' ἔχωνὑβρισμένα, σε Ευρ.· στολὴ ὑβρισμένη, σε Ξεν.
ὕβρις[ῠ], γεν. -εως και -εος, Επικ. -ιος,
Α. I. 1.
κακοβουλία, αυθάδεια, αυθάδεια από αίσθηση δύναμης ή αναίδεια, προπέτεια, θρασύτητα, ιταμότητα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ενέργειες, πράξεις, ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ', σε Σοφ.· ταῦτ' οὐχ ὕβρις ἐστί;, σε Αριστοφ.· επιρρ., χλευαστικά, ὕβρει, με αυθάδεια ή αναίδεια, σε Σοφ.· ἐφ' ὕβρει, σε Ευρ.· δι' ὕβριν, σε Δημ. 2. λέγεται για λαγνεία, ασέλγεια, αντίθ. προς το σωφροσύνη, σε Θέογν., Ξεν. 3. λέγεται για υπερβολικά θρεμμένο άλογο, ατίθασο, αχαλίνωτο, σε Ηρόδ., Πίνδ. II. 1. = ὕβρισμα, σε Όμηρ.· μερικές φορές όπως το ὑβρίζω, ακολουθ. από πρόθ. Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν ὕβρις, η αυθάδειά της προς..., σε Ευρ.· ἡ κατ' Ἀργείους ὕβρις, σε Σοφ.· ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕβρις, σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. αντικ., ὕβρις τινός, προς κάποιον, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ακόλαστες, αυθάδεις, προσβολές, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ. 2. προσβολή, προσβλητική ενέργεια, παραβίαση, βεβήλωση, καταπάτηση, σε Πίνδ., Αττ. 3. στην Αττ. νομοθεσία, η ὕβριςπεριελάμβανε τις πιο σοβαρές βλάβες που διαπράττονταν εναντίον κάποιου, υβριστική, ελεεινή επίθεση, προσβολή· η πιο ελαφριά μορφή της είναι η αἰκία [ῑ]· γι' αυτό η ὕβρις, επανορθωνόταν με δημόσια έγκληση, μήνυση (γραφή), ενώ η αἰκία με ιδιωτική επενέργεια (δίκη). III. απώλεια, ζημιά, βλάβη, φθορά, σε Κ.Δ. Β. ως αρσ., = ὑβριστής, βίαιος, αυταρχικός, δεσποτικός, κακούργος άνθρωπος, ὕβριν ἀνέρα, σε Ησίοδ.
ὑβρίσδω, Δωρ. αντί ὑβρίζω.
ὕβρισμα, -ατος, τό (ὑβρίζω), I. αυθάδης ή αναιδής πράξη, προσβολή, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· τόδ' ὕβρισμα ἐς ἡμᾶς ἠξίωσεν ὑβρίσαι, σε Ευρ., Ξεν.· τὰ τούτων ὑβρίσματα εἰς ἐμέ, σε Δημ. II. αντικείμενο ύβρης, ὕβρισμα θέσθαι τινά = ὑβρίζειν, σε Ευρ. III. = ὑβριστής, στον ίδ.