Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ν"

Βρέθηκαν 719 λήμματα [1 - 20]
Ν, ν, νῦ, τό, άκλιτο, το δέκατο τρίτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, νʹ = 50, ͵ν = 50.000· Το ν είναι οδοντικό ή ουρανικό υγρό σύμφωνο, το οποίο αντιστοιχεί προς το άφωνο δ.
Διαλεκτικές μεταβολές: I. 1. στη Δωρ., το ν αντικαθιστά το λ, βλ. Λ, λ 2. 2. στην Αττ. και Δωρ. αντί μ, βλ. Μ, μ II. 2· II. μεταβολές χάριν ευφωνίας: 1. σε γ πριν από τα ουρανικά γ, κ, χ, και πριν από το ξ, όπως ἔγγονος, ἔγκαιρος, ἐγχώριος, ἐγξέω, κ.λπ. 2. σε μ πριν από τα χειλικόφωνα β, π, φ, και πριν από το ψ, όπως σύμβιος, συμπότης, συμφυής, ἔμψυχος· ομοίως, πριν από το μ, όπως ἐμμανής. 3. σε λ πριν από το λ, όπως ἐλλείπω, συλλαμβάνω. 4. σε ρ πριν από το ρ, όπως συρράπτω· αν και σε σύνθ. με την πρόθ. ἐν, το ν μερικές φορές παραμένει πριν από το ρ, όπως ἔνρυθμος. 5. σε σ πριν από το σ, όπως σύσσιτος, πάσσοφος. III. το ονομαζόμενο «νῦ ἐφελκυστικόν» προστίθεται στη δοτ. πληθ. που λήγει σε -σι, όπως ἀνδράσιν· στο γʹ πληθ. πρόσ. ρημάτων σε -σι, όπως εἰλήφασιν· στο γʹ ενικ. σε , , όπως ἔκτανεν, δείκνυσιν· στην κατάληξη -σι που δηλώνει τόπο, όπως Ἀθήνῃσι, Ὀλυμπίασι· στην Επικ. κατάληξη -φι, όπως ὀστεόφιν· στο αριθμητικό εἴκοσι· στα επιρρ. νόσφι, πέρυσι· στα εγκλιτ. μόρια κέ και νύ· αυτό το ν χρησιμοποιείται κυρίως για να αποφεύγεται η χασμωδία, όπου ακολουθούσε φωνήεν.
νᾶας, Δωρ. αιτ. πληθ. του ναῦς.
ναετήρ, -ῆρος, , = το επόμ., σε Ανθ.
ναέτης, -ου, , κάτοικος, σε Σιμων.· ως θηλ., σε Ανθ.
ναί, επίρρ., χρησιμ. σε ισχυρή κατάφαση, I. 1. ναι, αληθώς, Λατ. nae, σε Όμηρ., Αττ.· στον Όμηρ. κατά κανόνα ακολουθ. από δή. 2. ναὶ μά, λέγεται σε όρκους, ναι μα..., βεβαίως μα...· ναὶμὰ τόδε σκῆπτρον, σε Ομήρ. Ιλ.· το μά μερικές φορές παραλείπεται· ναὶ τὰν κόραν, σε Αριστοφ.· ναὶ πρὸς θεῶν, σε Ευρ. II. σε απαντήσεις χρησιμοποιείτα μόνο του, βεβαίως, ναι· τοῦτ' ἐτήτυμον· Απάντηση ναί, σε Αισχύλ.· ναί, ναί, σε Αριστοφ.
νᾱΐ, Δωρ. ποιητ. δοτ. του ναῦς.
Νᾱϊᾰκός, , -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στις Ναϊάδες, σε Ανθ.
Νᾱϊάς, (νάω), Ιων. Νηϊάς, -άδος, η Ναϊάδα, νύμφη των ποταμών ή των πηγών (όπως η Νηρηίς είναι νύμφη των θαλασσών), κυρίως στον πληθ.· Ναϊάδες, Ιων. Νηϊάδες, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με την ίδια σημασία, επίσης, Ιων. Νηΐς, -ΐδος, , στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
νᾱΐδιον[ῐδ], τό, υποκορ. του ναός, σε Πολύβ.
ναίεσκον, Ιων. παρατ. του ναίω.
ναιετάω (ναίω), Επικ. μτχ. ναιετάωσα· Ιων. παρατ. ναιετάασκον· I. 1. λέγεται για πρόσ., κατοικώ, συχνά σε Όμηρ. και Ησίοδ. 2. με αιτ. τόπου, κατοικώ σε κάποιον τόπο, ενοικώ, σε Όμηρ., Ησίοδ. II. λέγεται για τόπους, βρίσκομαι, κείμαι, σε Όμηρ.· απ' όπου, υπάρχω, Ἰθάκης ἔτι ναιεταούσης, σε Ομήρ. Ιλ.
ναίοισα, Δωρ. αντί ναίουσα, θηλ. μτχ. του ναίω.
νάϊος, , -ον, Δωρ. αντί νήϊος.
ναίχῐ, επίρρ. αντί ναί, όπως το οὐχί αντί οὐ, σε Σοφ.
ναίω (Α), I. 1. λέγεται για πρόσ., κατοικώ, διαμένω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Τραγ.· με αιτ. τόπου, κατοικώ σε, ενοικώ, οἶκον, δῶμα, ἅλα, κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.Παθ., κατοικούμαι, σε Θεόκρ. 2. λέγεται για τόπους, κείμαι, βρίσκομαι, σε Σοφ. II. μτβ., στον Επικ. αόρ. αʹ ἔνασσα ή νάσσα, 1. με αιτ. τόπου, παραχωρώ τόπο σε κάποιον για να κατοικήσει· νάσσα πόλιν, θα έπρεπε να του έχω δώσει μια πόλη για κατοικία του, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, κάνω κάτι κατοικήσιμο, οικοδομώ, νηὸν ἔνασσαν, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., βλ. εὐναιόμενος. 2. με αιτ. προσ., επιτρέπω σε κάποιον να κατοικήσει, τον εγκαθιστώ, σε Πίνδ.Παθ., Επικ. αόρ. αʹ νάσθην, εγκαθίσταμαι, διαμένω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, Μέσ. αόρ. αʹ, νάσσατο ἄγχ' Ἑλικῶνος, σε Ησίοδ.· παρακ. νένασται, σε Ανθ.
ναίω (Β) = νάω, εκτείνομαι πέρα από τα όρια, είμαι πλήρης, σε Ομήρ. Οδ.
νάκη[ᾰ], , δέρμα καλυμμένο από μαλλί ή τρίχωμα, δέρμα προβάτου ή κατσίκας, προβιά σε Ομήρ. Οδ.
νάκος[ᾰ], τό, δέρμα, δορά, Λατ. vellus, σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.
νακτός, , -όν (νάσσω), συμπιεσμένος, στέρεος, συμπαγής, πυκνός.
νᾶμα, -ατος, τό (νάω), οτιδήποτε ρέει, τρεχούμενο νερό, ποταμός, ρεύμα νερού, ρυάκι, σε Τραγ., Πλάτ.