Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄργια"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄργια, -ίων, τά, I. όργια, δηλ. μυστικές τελετουργίες, μυστηριακή λατρεία, που τελείται μόνο από μυημένους, λέγεται για τη μυστηριακή λατρεία της Δήμητρας στην Ελευσίνα, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.· αλλά, συχνά λέγεται για τις τελετουργίες του Βάκχου (Διονύσου), σε Ηρόδ., Ευρ. II. κάθε λατρεία, τελετουργία, θυσίες, σε Αισχύλ., Σοφ. (πιθ. από το *ἔργω = ἔρδω, ῥέζω, με τη σημασία της τέλεσης ιερών τελετουργιών, sacra facere).