Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Χ"

Βρέθηκαν 808 λήμματα [1 - 20]
Χ, χ, χεῖ, τό, άκλιτο, το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, χʹ = 600, ͵χ = 600.000· αλλά σε επιγραφές, Χ είναι το πρώτο γράμμα του χίλιοι, -αι, = 1000. Μετατροπές του χ στις ελλ. διαλέκτους: 1. στη Δωρ. αντί θ, όπως ὄρνιχος αντί ὄρνιθος, 2. στην Ιων. αντικαθίσταται από κ, όπως δέκομαι, κιθών αντί δέχομαι, χιτών, 3. τοποθετείται πριν το λ για να ενισχύσει τον ήχο του, όπως χλαῖνα αντί λαῖνα, χλιαρός αντί λιαρός.
Οι ποιητές σε μερικές λέξεις θεωρούν το χ ως διπλό σύμφωνο, έτσι ώστε βραχύ φωνήεν πριν από αυτό γίνεται θέσει μακρό, όπως σε βρόχος, ἰᾱχή, ἰᾱχέω, φαιōχίτων.
χάδε, Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του χανδάνω· χαδέειν, Επικ. απαρ.
χάζω, κάνω κάποιον να υποχωρήσει·
Α.
Ενεργ. μόνο σε Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ κέκᾰδον, μέλ. κεκᾰδήσω· αναγκάζω κάποιον να υποχωρήσει από κάτι, στερώ κάτι από κάποιον, τοὺς ψυχῆς κεκαδών, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς, σε Ομήρ. Οδ. Β. 1. Μέσ., χάζομαι, Επικ. υπερσ. χάζετο, Επικ. προστ. χάζεο, μέλ. χάσομαι, Επικ. χάσσομαι, αόρ. αʹ ἐχᾰσάμην, Επικ. γʹ ενικ. χάσσατο, απαρ. χάσσασθαι, μτχ. χασσάμενος· επίσης, κεκάδοντο (αντί κεχάδοντο), γʹ πληθ. από αναδιπλ. αόρ. βʹ κεκαδόμην· αποχωρώ, αποσύρομαι, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με γεν., αποσύρομαι ή υποχωρώ από, χάζεσθε μάχης, στο ίδ. κ.λπ.· ομοίως, χάσσονται ἐκ βελέων, ὑπ' ἔγχεος, στο ίδ.· οὐδὲ δὴν χάζετο φωτός, στην πραγματικότητα δεν ήταν αυτός (ο λίθος) πολύ μακριά από τον άνθρωπο, δηλ. σχεδόν τον χτύπησε, στο ίδ.
χαίνω, βλ. χάσκω.
χάϊος[ᾱ], , -ον, γνήσιος, αληθινός, καλός, Λακων. λέξη σε Αριστοφ.· ομοίως, χᾶός, -όν, χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν, οι καλοί άνθρωποι των παλιών χρόνων, σε Θεόκρ.
χαιρηδών, -όνος, , χαρμοσύνη, χαρά, κωμ. λέξη σε Αριστοφ., σχηματισμένη κατά το ἀλγηδών.
χαίρην, Δωρ. αντί χαίρειν.
χαίρω, (√ΧΑΡ), γʹ πληθ. προστ. χαιρόντων, Επικ. παρατ. χαῖρον, Ιων. χαίρεσκον, μέλ. χαιρήσω, Επικ. αναδιπλ. απαρ. κεχᾰρησέμεν, μεταγεν. επίσης χᾰρῶ, αόρ. αʹ ἐχάιρησα, παρακ. κεχάρηκα, Επικ. μτχ. αιτ. κεχᾰρηόταΜέσ. (με την ίδια σημασία), μέλ. χᾰρήσομαι, Επικ. κεχᾰρήσομαι, Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ χήρατο, Επικ. γʹ πληθ. αναδιπλ. αορ. βʹ κεχάροντο, γʹ ενικ. και πληθ. ευκτ. κεχάροιτο, -οίατοΠαθ. (με την ίδια σημασία), αόρ. βʹ ἐχάρην [ᾰ], Επικ. χάρην, μτχ. χαρείς, παρακ. κεχάρημαι, μτχ. κεχαρμένος, γʹ ενικ. και πληθ. υπερσ. κεχάρητο, -ηντο· I. χαίρομαι, είμαι χαρούμενος, είμαι ευτυχισμένος, σε Όμηρ. κ.λπ.· χαίρω θυμῷ ή ἐν θυμῷ, χαίρω φρεσὶν ᾗσι, στον ίδ.· με δοτ. πράγμ., χαίρομαι με κάτι, είμαι ευτυχισμένος με κάτι, παίρνω ευχαρίστηση από κάποιο πράγμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, χαίρειν ἐπί τινι, σε Σοφ., Ξεν.· με μτχ., χαίρω τὸν μῦθον ἀκούσας, χαίρομαι που τον έχω ακούσει, σε Ομήρ. Ιλ.· χαίρεις ὁρῶν, σε Ευρ.· χαίρω φειδόμενος, σε Αριστοφ.· με μτχ. ενεστ., το χαίρω μερικές φορές έχει τη σημασία του φιλέω, χαίρουσι χρεώμενοι, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. με άρνηση, οὐ χαιρήσεις, δεν θα χαρείς, δηλ. δεν θα μείνεις ατιμώρητος, θα μετανιώσεις, σε Αριστοφ.· ομοίως σε Όμηρ., οὐδέ τιν' οἴω Τρώων χαιρήσειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως με ερωτηματ., σὺ χαιρήσειν νομίζεις; σε Πλούτ.· βλ. κατωτ. IV.2. III. προστ., χαῖρε, δυϊκ. χαίρετον, πληθ. χαίρετε, είναι μια συνηθισμένη μορφή χαιρετισμού· 1. σε συνάντηση φίλων, γειά σου!, Λατ. salve, σε Όμηρ., Αττ.· κῆρυξ Ἀχαιῶν, χαῖρε..., Απάντηση χαίρω, δέχομαι το χαιρετισμό σου, σε Αισχύλ. 2. όταν κάποιος φεύγει και αποχωρίζεται από φίλο, έχε γειά! γειά σου!, Λατ. vale, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. 3. η έννοια του αποχωρισμού ή της απομάκρυνσης εμφανίζεται επίσης στο γʹ ενικ. πρόσ. χαιρέτω, ας πάει στο καλό! εἴτε ἐγένετο ἄνθρωπος εἴτε ἐστὶ δαίμων, χαιρέτω, στην ερώτηση αν γεννήθηκε άνθρωπος ή είναι θεός, ας το αφήσουμε στην άκρη, σε Ηρόδ.· χαιρέτω βουλεύματα, σε Ευρ. IV. 1. μτχ. χαίρων, χαρούμενος, ευχαριστημένος, ευτυχισμένος, σε Όμηρ.· ομοίως, κεχαρηκώς, σε Ηρόδ. 2. δίπλα σε άλλο ρήμα, με την έννοια του ασφαλή, χωρίς τιμωρία, ατιμωρητί, Λατ. impune, χαίρων ἀπαλλάττει, σε Ηρόδ.· με άρνηση, οὐ χαίρων, Λατ. haud impune, όχι χωρίς κόστος για κάποιον, οὐ χαίροντες ἐμὲ γέλωτα θήσεσθε, σε Ηρόδ.· οὔ τι χαίρων ἐρεῖς, σε Σοφ.· βλ. ανωτ. II. 3. με την ίδια σημασία ως προστ. (βλ. ανωτ. III), σὺ δέ μοι χαίρων ἀφίκοιο, σε Ομήρ. Οδ.· ἀλλ' ἑρπέτω χαίρουσα, άφησέ τη να πάει χαρούμενη, σε Σοφ.V. 1. το απαρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όπως η λέξη χαῖρεχαιρετισμό (βλ. ανωτ. III. 1), χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, λέω στον κήρυκα καλώς όρισες, σε Σοφ.· στην αρχή επιστολών το απαρ. τίθεται μόνο (τα λέγει ή κελεύει παραλείπονται, όπως σε Λατ. S. = salutem αντί S.D. = salutem dicit), Κῦρος Κυαξάρῃ χαίρειν, σε Ξεν. 2. με αρνητική σημασία, όπως χαιρέτω, ἐᾶν χαίρειν τινά ή τι, βγαίνω από το μυαλό κάποιου, απομακρύνομαι, απαρνιέμαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· πολλὰ χ. κελεύειν τινά, σε Αριστοφ.· ομοίως με δοτ. προσ., πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ, σε Αισχύλ.· φράσαι χαίρειν Ἀθηναίοισι, σε Αριστοφ.
χαίτη, , 1. μακριά, λυτά μαλλιά, σε Όμηρ.· και σε πληθ. για ένα μόνο πρόσωπο, χαίτας πεξαμένη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για χαίτη αλόγου, σε Όμηρ.· λέγεται για χαίτη λιονταριού, Λατ. juba, σε Ευρ., Αριστοφ. 3. μεταφ., λέγεται για δέντρα, φύλλα, φύλλωμα, σε πληθ., σε Θεόκρ.
χαιτήεις, Δωρ. χαιτάεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει μακριά λυτά μαλλιά, σε Πίνδ., Ανθ.
χαίτωμα, -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το χαιτόω), λοφίο, σε Αισχύλ.
χᾱλά, , Δωρ. αντί χηλή.
χάλαζα[χᾰ], -ης, , χαλάζι, Λατ. grando, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., βροχή από χαλάζι, θύελλα από χαλάζι, σε Ξεν., Πλάτ.· χάλαζαι στρογγύλαι, κόκκοι από χαλάζι, σε Αριστοφ.· μεταφ., κάθε ραγδαία βροχή, ὀμβρία χάλαζα, σε Σοφ.· χάλαζα αἵματος, σε Πίνδ.
χᾰλαζάω, I. ρίχνω χαλάζι, σε Λουκ. II. έχω εξάνθημα ή πρήξιμο, σε Αριστοφ.
χᾰλαζ-επής, -ές, αυτός που εκσφενδονίζει βρισιές τόσο χοντρές όσο το χαλάζι, σε Ανθ.
χᾰλαζήεις, Δωρ. -άεις, -εσσα, -εν (χάλαζα), όμοιος με χαλάζι, φόνος χαλαζήεις, φόνος άγριος όπως το χαλάζι, σε Πίνδ.
χᾰλαίνω, ποιητ. αντί χαλάω I. 4, σε Ησίοδ.
χᾱλαργός, -όν, Δωρ. αντί χηλαργός.
χᾰλᾰρός, , -όν (χαλάω), χαλαρός, λυτός, σε Θουκ., Ξεν.· χ. κοτυληδών, χαλαρή, ευλίγιστη άρθρωση, σε Αριστοφ.· χαλαραὶ ἁρμονίαι, χαλαρή, άτονη, θηλυπρεπής μουσική, σε Πλάτ.
χᾰλᾰρότης, -ητος, , χαλαρότητα, χαλάρωση, σε Ξεν.