Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πράσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πράσσω, Ιων. πρήσσω, Αττ. πράττω· μέλ. πράξω, Ιων. πρήξω· αόρ. αʹ ἔπραξα, Ιων. ἔπρηξα· παρακ. πέπρᾱχα, Ιων. πέπρηχα· γʹ ενικ. υπερσ. ἐπεπράχει· παρακ. βʹ πέπρᾱγα, Ιων. πέπρηγαΜέσ., μέλ. πράξομαι, αόρ. αʹ ἐπραξάμηνΠαθ., μέλ. πραχθήσομαι, πεπράξομαι, αόρ. αʹ ἐπράχθην, παρακ. πέπραγμαι, I. διέρχομαι, ἅλα πρήσσοντες, σε Ομήρ. Οδ.· πράσσω κέλευθον, εκτελώ οδοιπορία, σε Όμηρ.· επίσης με γεν., ἵναπρήσσωμεν ὁδοῖο, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. κατορθώνω, εκτελώ, πραγματοποιώ, επιτελώ, κάνω, στο ίδ.· οὔτι πράσσω, δεν κατορθώνω τίποτα, στο ίδ.· πράσσω δεσμόν, προξενώ, υποκινώ, επιτυγχάνω την υποδούλωση κάποιου, την επιβάλλω σε κάποιον, σε Πίνδ.· πράσσω ὥστε, Λατ. efficere ut, σε Αισχύλ.Παθ., πέπρακται τοὖργον, στον ίδ.· τὰ πεπραγμένα, Λατ. acta, σε Πίνδ., Αττ. 2. απόλ., εκτελώ επιτυχημένα μια ενέργεια, τη φέρω εις πέρας, είμαι επιτυχής, σε Όμηρ. 3. ενεργώ με αυτό ή με τον άλλο τρόπο (πρβλ. ποιέω III), Νηρηΐδων τινὰ πράσσω ἄκοιτιν, σε Πίνδ. 4. καταγίνομαι, κάνω, είμαι απασχολημένος με, τὰ ἑαυτοῦ πράττειν, με απασχολούν τα δικά μου, σε Σοφ. κ.λπ. 5. πράττειν τὰ πολιτικά, τὰ τῆς πόλεως, καταγίνομαι με την πολιτική, λαμβάνω μέρος στη διοίκηση, σε Πλάτ.· έπειτα, απόλ., χωρίς καμία προσθήκη, ἱκανὸς πράττειν, λέγεται για πολιτευόμενο, σε Ξεν. 6. γενικά, διενεργώ, διαπραγματεύομαι, κατορθώνω, πράσσω Θηβαίοις τὰ πράγματα, διευθύνω τα πράγματα προς το συμφέρον τους, σε Δημ.· και στην Παθ., τῷ Ἱπποκράτει τὰ πράγματα ἐπράττετο, διαπραγματεύονταν διάφορα ζητήματα μαζί του, σε Θουκ.· αλλά, τὰ πράγματα μπορεί να παραλείπεται, οἱ πράσσοντες αὐτῷ, αυτοί που διαπραγματεύονται μαζί του, στον ίδ.· ομοίως, πράσσειν πρόςτινα, στον ίδ.· ἔς τινα, στον ίδ.· επίσης, πράσσω περὶ εἰρήνης, σε Ξεν.· οἱ πράσσοντες, προδότες, σε Θουκ.· επίσης, πράσσω ὅπως πόλεμος γένηται, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., τὴν ναῦν μὴ δεῦρο πλεῖν ἔπραττεν, σε Δημ.Παθ., λέγεται για μυστικές ενέργειες, εἰ μή τι σὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετο, αν δεν είχε γίνει δωροδοκία, σε Σοφ.· ἐπράσσετο προδόσιος πέρι, σε Θουκ. III. πράττω, Λατ. agere, ἀρετάς, σε Πίνδ.· δίκαια ἢ ἄδικα, σε Πλάτ.· απόλ., ενεργώ, στον ίδ. κ.λπ. IV. αμτβ., βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση ή περίσταση, διατελώ ή διάκειμαι με αυτόν ή τον άλλον τρόπο, ὁ στόλος οὕτω ἔπρηξε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· εὖ ή κακῶς πράττειν, βρίσκομαι ή διάκειμαι σε καλή ή άσχημη κατάσταση, στον ίδ. κ.λπ.· πράττω καλῶς, σε Αισχύλ.· εὐτυχῶς, σε Σοφ.· πράσσω ὡς ἄριστα καὶ κάλλιστα, σε Θουκ.· ο παρακ. βʹ πέπρᾱγα χρησιμ. συνήθως με την ίδια σημασία, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. V. 1. με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., πράττειν τινά τι, κάνω κάτι σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ. 2. πράττειν τινὰ ἀργύριον, αποσπώ, λαμβάνω χρήματα από κάποιον, σε Ηρόδ.· συχνά στην Αττ., λέγεται για δημοσίους υπαλλήλους, που εισπράττουν φόρους (πρβλ. εἰσπράσσω, ἐκπράσσω III), σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, πράττω τι παρά τινος, αποκτώ ή απαιτώ από κάποιον, σε Ηρόδ.· μεταφ., φόνον πράσσω, επιβάλλω τιμωρία για φόνο, εκδικούμαι, τιμωρώ, σε Αισχύλ.Παθ., πεπραγμένος τὸν φόρον, έχοντας κληθεί να πληρώσει φόρο, σε Θουκ.Μέσ., πράξασθαί τινα ἀργύριον, χρήματα, μισθόν, τόκους, να λαμβάνει κάποιος για τον εαυτό του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· φόρους πράσσεσθαι ἀπό ή ἐκ τῶν πόλεων, σε Θουκ.· Παθ. παρακ. και υπερσ. με Μέσ. σημασία, εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν δίκην, εάν είχα απαίτηση να λάβω από αυτόν ολόκληρο το ποσό, σε Δημ.