Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐκπράσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐκ-πράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. ολοκληρώνω, πράττω εξολοκλήρου, κατορθώνω, πετυχαίνω, Λατ. efficere, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὸν καλλίνικον ἐξεπράξατε ἐς γόον, μετετρέψατε έναν επινίκειο, θριαμβικό ύμνο σε θρήνο, σε Ευρ. II. δίνω τέλος, σκοτώνω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, Λατ. conficere, σε Τραγ. III. 1. ζητώ, απαιτώ, εισπράττω, συλλέγω φόρο, σε Ευρ.· με διπλή αιτ., χρήματα ἐκπρ. τινά, ζητώ, απαιτώ, αποσπώ χρήματα από κάποιον, σε Θουκ. 2. απαιτώ τιμωρία για κάτι, τιμωρώ, εκδικούμαι, σε Σοφ., Ευρ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ηρόδ.