Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (1313-1336)


ΧΟ. τάχα δὴ πολυάνορα τάνδε πόλιν [στρ.]
καλεῖ τις ἀνθρώπων·
1315τύχη μόνον προσείη.
κατέχουσι δ᾽ ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως.
ΠΙ. θᾶττον φέρειν κελεύω.
ΧΟ. τί γὰρ οὐκ ἔνι ταύτῃ
καλὸν ἀνδρὶ μετοικεῖν;
1320Σοφία, Πόθος, ἀμβρόσιαι Χάριτες
τό τε τῆς ἀγανόφρονος Ἡσυχίας
εὐήμερον πρόσωπον.
ΠΙ. ὡς βλακικῶς διακονεῖς. οὐ θᾶττον ἐγκονήσεις;

ΧΟ. φερέτω κάλαθον ταχύ τις πτερῶν. [ἀντ.] 1325
σὺ δ᾽ αὖθις ἐξόρμα
τύπτων γε τοῦτον ὡδί.
πάνυ γὰρ βραδύς ἐστί τις ὥσπερ ὄνος.
ΠΙ. μανῆς γάρ ἐστι δειλός.
1330ΧΟ. σὺ δὲ τὰ πτερὰ πρῶτον
διάθες τάδε κόσμῳ·
τά τε μουσίχ᾽ ὁμοῦ τά τε μαντικὰ καὶ
τὰ θαλάττι᾽. ἔπειτα δ᾽ ὅπως φρονίμως
πρὸς ἄνδρ᾽ ὁρῶν πτερώσεις.
1335ΠΙ. οὔ τοι μὰ τὰς κερχνῇδας ἔτι σου σχήσομαι,
οὕτως ὁρῶν σε δειλὸν ὄντα καὶ βραδύν.


ΧΟΡ. Σε λιγάκι οι άνθρωποι όλοι
μεγαλούπολη θα λεν αυτή την πόλη·
τυχερή μονάχα να ᾽ναι.
Πώς την πόλη μου θαμάζουν κι αγαπάνε!
ΠΙΣ., στο δούλο που έφερε ένα καλάθι φτερά.
Πιο σβέλτα· φέρνε γρήγορα.
ΧΟΡ. Μετανάστης όποιος τώρα εδώ θά ᾽ρθει
θά ᾽βρει ό,τι καλό ποθεί·
1320Έρωτα, Σοφία
και την Ησυχία
θά ᾽βρει την ειρηνική,
που χαμόγελα σκορπά η γλυκιά θωριά της·
θα ᾽ναι οι Χάριτες οι αθάνατες κοντά της.
ΠΙΣ., στο δούλο που φέρνει κι άλλα φτερά.
Τί τεμπελιά είν᾽ αυτή; Κουνήσου λίγο.

ΧΟΡ., δείχνοντας το δούλο.
Μα με τούτον τί θα γίνει;
Μπρος! Φτερά! Γεμίστε, φέρτε ένα κοφίνι.
Στον Πισθέταιρο.
Καλέ, δώσ᾽ του μια στην πλάτη
Τί γαϊδούρι! Κοίτα κει τον ακαμάτη.
ΠΙΣ. Τεμπέλης που ᾽ναι ο άτιμος.
ΧΟΡ., στον Πισθέταιρο.
1330Εσύ βάλε πρώτα πρώτα τα φτερά
τούτα δω με τη σειρά·
όσα κελαηδούνε
ή μαντολογούνε,
χώρια τα θαλασσινά,
κι εξετάζοντας αυτούς που εδώ θ᾽ αράζουν
να τους δίνεις τα φτερά που τους ταιριάζουν.
ΠΙΣ., βλέποντας το δούλο που έρχεται αργά.
Μά τα γεράκια, δεν κρατιέμαι πια άλλο·
αρχιτεμπέλη, γιά άρπα τη, να μάθεις.