Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (499-538)


ΠΙ. ἰκτῖνος δ᾽ οὖν τῶν Ἑλλήνων ἦρχεν τότε κἀβασίλευεν.
500ΧΟ. τῶν Ἑλλήνων; ΠΙ. καὶ κατέδειξέν ‹γ᾽› οὗτος πρῶτος βασιλεύων
προκυλινδεῖσθαι τοῖς ἰκτίνοις. ΕΥ. νὴ τὸν Διόνυσον, ἐγὼ γοῦν
ἐκυλινδούμην ἰκτῖνον ἰδών· κᾆθ᾽ ὕπτιος ὢν ἀναχάσκων
ὀβολὸν κατεβρόχθισα· κᾆτα κενὸν τὸν θύλακον οἴκαδ᾽ ἀφεῖλκον.
ΠΙ. Αἰγύπτου δ᾽ αὖ καὶ Φοινίκης πάσης κόκκυξ βασιλεὺς ἦν·
505χὠπόθ᾽ ὁ κόκκυξ εἴποι «κόκκυ,» τότ᾽ ‹ἂν› οἱ Φοίνικες ἅπαντες
τοὺς πυροὺς ἂν καὶ τὰς κριθὰς ἐν τοῖς πεδίοις ἐθέριζον.
ΕΥ. τοῦτ᾽ ἄρ᾽ ἐκεῖν᾽ ἦν τοὔπος ἀληθῶς· «Κόκκυ, ψωλοί, πεδίονδε.»
ΠΙ. ἦρχον δ᾽ οὕτω σφόδρα τὴν ἀρχήν, ὥστ᾽ εἴ τις καὶ βασιλεύοι
ἐν ταῖς πόλεσιν τῶν Ἑλλήνων Ἀγαμέμνων ἢ Μενέλαος,
510ἐπὶ τῶν σκήπτρων ἐκάθητ᾽ ὄρνις μετέχων ὅ τι δωροδοκοίη.
ΕΥ. τουτὶ τοίνυν οὐκ ᾔδη ᾽γώ· καὶ δῆτά μ᾽ ἐλάμβανε θαῦμα,
ὁπότ᾽ ἐξέλθοι Πρίαμός τις ἔχων ὄρνιν ἐν τοῖσι τραγῳδοῖς,
ὁ δ᾽ ἄρ᾽ εἱστήκει τὸν Λυσικράτη τηρῶν ὅ τι δωροδοκοίη.
ΠΙ. ὃ δὲ δεινότατόν ‹γ᾽› ἐστὶν ἁπάντων, ὁ Ζεὺς γὰρ ὁ νῦν βασιλεύων
515αἰετὸν ὄρνιν ἕστηκεν ἔχων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς βασιλεὺς ὤν,
ἡ δ᾽ αὖ θυγάτηρ γλαῦχ᾽, ὁ δ᾽ Ἀπόλλων ὥσπερ θεράπων ἱέρακα.
ΕΥ. νὴ τὴν Δήμητρ᾽ εὖ ταῦτα λέγεις. τίνος οὕνεκα ταῦτ᾽ ἄρ᾽ ἔχουσιν;
ΠΙ. ἵν᾽ ὅταν θύων τις ἔπειτ᾽ αὐτοῖς εἰς τὴν χεῖρ᾽, ὡς νόμος ἐστίν,
τὰ σπλάγχνα διδῷ, τοῦ Διὸς αὐτοὶ πρότεροι τὰ σπλάγχνα λάβωσιν.
520ὤμνυ τ᾽ οὐδεὶς τότ᾽ ‹ἂν› ἀνθρώπων θεόν, ἀλλ᾽ ὄρνιθας ἅπαντες.
ΕΥ. λάμπων δ᾽ ὄμνυσ᾽ ἔτι καὶ νυνὶ τὸν χῆν᾽, ὅταν ἐξαπατᾷ τι.
ΠΙ. οὕτως ὑμᾶς πάντες πρότερον μεγάλους ἁγίους τ᾽ ἐνόμιζον,
νῦν δ᾽ ἀνδράποδ᾽, ἠλιθίους, Μανᾶς.
ὥσπερ δ᾽ ἤδη τοὺς μαινομένους
525βάλλουσ᾽ ὑμᾶς. κἀν τοῖς ἱεροῖς
πᾶς τις ἐφ᾽ ὑμῖν ὀρνιθευτὴς
ἵστησι βρόχους, παγίδας, ῥάβδους,
ἕρκη, νεφέλας, δίκτυα, πηκτάς·
εἶτα λαβόντες πωλοῦσ᾽ ἁθρόους·
530οἱ δ᾽ ὠνοῦνται βλιμάζοντες·
κοὐδ᾽ οὖν, εἴπερ ταῦτα δοκεῖ δρᾶν,
ὀπτησάμενοι παρέθενθ᾽ ὑμᾶς,
ἀλλ᾽ ἐπικνῶσιν τυρόν, ἔλαιον,
σίλφιον, ὄξος, καὶ τρίψαντες
535κατάχυσμ᾽ ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν,
κἄπειτα κατεσκέδασαν θερμὸν
τοῦτο καθ᾽ ὑμῶν,
αὕων ὥσπερ κενεβρείων.


ΠΙΣ. Των Ελλήνων έν᾽ άλλο πουλί βασιλιάς
κι αρχηγός ήταν τότε, ο πετρίτης.
500ΚΟΡ. Των Ελλήνων; ΠΙΣ. Ναι, ναι· και τους έμαθε αυτός,
βασιλιάς όπως ήτανε, πρώτος
να κυλιούνται στη γη στους πετρίτες μπροστά.
ΕΥΕ. Μωρέ αλήθεια· κι εγώ έναν πετρίτη
μόλις είδα μια μέρα, κυλιόμουν στη γη·
πέφτω ανάσκελα, ανοίγω το στόμα
κι έναν έτσι οβολό καταπίνω· και πια
μ᾽ άδεια τσέπη γυρίζω στο σπίτι.
ΠΙΣ. Στη Φοινίκη, καθώς και στην Αίγυπτο δα,
βασιλιάς ήταν τότες ο κούκος·
κι όλοι οι Φοίνικες, τσούρμο, την κάθε φορά
που τους φώναζε ο κούκος το κούκου,
στα σπαρμένα χωράφια τραβούσαν γραμμή
και θερίζανε στάρια, κριθάρια.
ΕΥΕ. Γι᾽ αυτό λεν «σπόρο αν έχεις και νιώθεις το κουκ,
τρέξ᾽ ευθύς στο χωράφι και σπείρε».
ΠΙΣ. Κι ήταν τέτοιοι αφεντάδες τρανοί τα πουλιά,
που κι αν τύχαινε να ᾽ναι στο θρόνο
των Ελλήνων κανένας Μενέλαος, κανείς
Αγαμέμνονας, πάνω στο σκήπτρο
510θα καθότανε πάντα και κάποιο πουλί,
για να παίρνει μερίδιο απ᾽ τα δώρα.
ΕΥΕ. Α, γι᾽ αυτό, κι όταν παίζουν στο θέατρο καμιά
τραγωδία, μ᾽ ένα όρνιο στο χέρι
βγαίνει ο Πρίαμος· δεν το ᾽ξερα εγώ και γι᾽ αυτό
μου φαινόταν παράξενο πάντα·
τώρα νιώθω· στεκόταν εκεί για να δει,
ο Λυσικράτης τί δώρα θα πάρει.
ΠΙΣ. Κι άλλη απόδειξη, η πιο χτυπητή: ο τωρινός
βασιλιάς μας, ο Δίας, μ᾽ ένα όρνιο
στο κεφάλι του στέκεται, μ᾽ έναν αϊτό,
σαν αφέντης· η κόρη του πάλι
έχει μια κουκουβάγια, και, σαν παραγιός,
έχει ο Απόλλωνας ένα γεράκι.
ΕΥΕ. Μά τη Δήμητρα, αλήθεια όσα λες· μα γιατί
τα κρατούν; ΠΙΣ. Όταν ένας προσφέρνει
μια θυσία και, καθώς η συνήθεια απαιτεί,
μες στα χέρια των θεών πάει να βάλει
σκωταριά του σφαχτού, να χιμούν τα πουλιά
να την παίρνουνε πριν απ᾽ το Δία.
520Σε πουλιά τότε ορκίζουνταν όλοι, κανείς
σε θεό, σαν που γίνεται τώρα.
ΕΥΕ. Μα και σήμερα ο μάντης ο Λάμπωνας, σαν
ξεγελά, «μά τη χήνα» δε λέει;
ΠΙΣ. Όντα ανώτερα, ως βλέπεις, μεγάλα, ιερά
στα παλιά σάς λογάριαζαν χρόνια.
Κουτορνίθια είστε τώρα και σκλάβοι γι᾽ αυτούς·
σας χτυπούν με τις πέτρες, καθώς τους τρελούς·
ως και μες στα ιερά πουλολόγοι πολλοί
παν και στήνουν για σας, για να πιάσουν εσάς,
δίχτυα, ξόβεργες, βρόχια, πλεμάτια, θηλιές,
ανεσπάθες, καπάντζες·
σας τσακώνουν, σας παν στο παζάρι σωρούς
530κι όποιος πάει να ψωνίσει σας ψάχνει παντού·
στο τραπέζι όταν πάλι σας βάζουν —αφού
τους αρέσουν αυτά— δεν τους φτάνει ψητά
να σας τρώνε, σας χύνουν και λάδι πολύ,
ρίχνουν ξίδι, από πάνω σας ξύνουν τυρί,
κι αφού φτιάξουν και σάλτσα γλυκιά και παχιά,
περεχούνε μ᾽ αυτή,
όπως είναι ζεστή,
τα κορμιά σας, σα να ᾽στε ψοφίμια.