Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (1164-1195)


ΧΟ. οὗτος, τί ποιεῖς; ἆρα θαυμάζεις ὅτι
1165οὕτω τὸ τεῖχος ἐκτετείχισται ταχύ;
ΠΙ. νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγε· καὶ γὰρ ἄξιον·
ἴσα γὰρ ἀληθῶς φαίνεταί μοι ψεύδεσιν.
ἀλλ᾽ ὅδε φύλαξ γὰρ τῶν ἐκεῖθεν ἄγγελος
εἰσθεῖ πρὸς ἡμᾶς δεῦρο πυρρίχην βλέπων.
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
1170ἰοὺ ἰού, ἰοὺ ἰού, ἰοὺ ἰού.
ΠΙ. τί τὸ πρᾶγμα τουτί; ΑΓ. Β’ δεινότατα πεπόνθαμεν.
τῶν γὰρ θεῶν τις ἄρτι τῶν παρὰ τοῦ Διὸς
διὰ τῶν πυλῶν εἰσέπτετ᾽ εἰς τὸν ἀέρα,
λαθὼν κολοιοὺς φύλακας ἡμεροσκόπους.
1175ΠΙ. ὦ δεινὸν ἔργον καὶ σχέτλιον εἰργασμένος.
τίς τῶν θεῶν; ΑΓ. Β’ οὐκ ἴσμεν· ὅτι δ᾽ εἶχε πτερά,
τοῦτ᾽ ἴσμεν. ΠΙ. οὔκουν δῆτα περιπόλους ἐχρῆν
πέμψαι κατ᾽ αὐτὸν εὐθύς; ΑΓ. Β’ ἀλλ᾽ ἐπέμψαμεν
τρισμυρίους ἱέρακας ἱπποτοξότας·
1180χωρεῖ δὲ πᾶς τις ὄνυχας ἠγκυλωμένος,
κερχνῄς, τριόρχης, γύψ, κύμινδις, αἰετός·
ῥύμῃ τε καὶ πτεροῖσι καὶ ῥοιζήμασιν
αἰθὴρ δονεῖται τοῦ θεοῦ ζητουμένου·
κἄστ᾽ οὐ μακρὰν ἄπωθεν, ἀλλ᾽ ἐνταῦθά που
1185ἤδη ᾽στίν. ΠΙ. οὐκοῦν σφενδόνας δεῖ λαμβάνειν
καὶ τόξα. χώρει δεῦρο πᾶς ὑπηρέτης·
τόξευε, παῖε· σφενδόνην τίς μοι δότω.

ΧΟ. πόλεμος αἴρεται, πόλεμος οὐ φατὸς [στρ.]
1190πρὸς ἐμὲ καὶ θεούς. ἀλλὰ φύλαττε πᾶς
ἀέρα περινέφελον, ὃν Ἔρεβος ἐτέκετο,
1195μή σε λάθῃ θεῶν τις ταύτῃ περῶν.


ΚΟΡ. Ε συ, τί κάνεις; Απορείς που τόσο
γρήγορα οικοδομήθηκε το τείχος;
ΠΙΣ. Μά τους θεούς, σαστίζει ο νους του ανθρώπου·
σαν ψέματα μου φαίνεται... στ᾽ αλήθεια.
Μα κείθε ένας φρουρός μάς φέρνει νέα·
ένοπλος χορευτής λες κι είναι, ως τρέχει.
Έρχεται τρέχοντας άλλος μαντατοφόρος.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
1170Πα πα πα πα!
ΠΙΣ. Τί τρέχει; Μίλα. Β’ ΜΑ. Συμφορά μάς βρήκε·
κάποιος θεός, απ᾽ την παρέα του Δία,
μπήκε απ᾽ τις πύλες στον... αέρα· ξέφυγε
τις καλιακούδες, βάρδιες της ημέρας.
ΠΙΣ. Φριχτή και φοβερή έχει κάμει πράξη.
Ποιός ήταν; Β’ ΜΑ. Άγνωστο· ένα μόνο ξέρω,
είχε φτερούγες. ΠΙΣ. Έπρεπε να ορμήσουν
περίπολα εναντίον του να τον πιάσουν.
Β’ ΜΑ. Στείλαμε ιπποτοξότες, τρεις μυριάδες
1180γεράκια· ορμούν μαζί οι γαντζονυχάτοι,
γύπας, αϊτός, πετρίτης, κιρκινέζι,
βαρβατοπούλι· κι όπως όλοι ψάχνουν,
το θεό να βρουν, ο αιθέρας όλος τρέμει
απ᾽ των φτερών το θρόισμα και τη φόρα·
αλλά μακριά δεν είναι, θα ᾽ναι κάπου
εδώ κοντά. ΠΙΣ. Στα τόξα! Στις σφεντόνες!
Σαϊτεύετε, βαράτε! Όλο τ᾽ ασκέρι
εδώ! Ας μου δώσει κάποιος μια σφεντόνα.

ΧΟΡ. Πόλεμος πουλιών και θεών ξεσπάει·
1190άγρια μάχη. Στ᾽ άρματα! Φυλάτε
το νεφοζωσμένο γύρω αέρα,
γέννημα του Ερέβους,
κάποιος θεός μη σας ξεφύγει και περάσει.