Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (1088-1117)


εὔδαιμον φῦλον πτηνῶν [ἀντ.]
οἰωνῶν, οἳ χειμῶνος μὲν
1090χλαίνας οὐκ ἀμπισχνοῦνται·
οὐδ᾽ αὖ θερμὴ πνίγους ἡμᾶς
ἀκτὶς τηλαυγὴς θάλπει·
ἀλλ᾽ ἀνθηρῶν λειμώνων
φύλλων ‹τ᾽› ἐν κόλποις ναίω,
1095ἡνίκ᾽ ἂν ὁ θεσπέσιος ὀξὺ μέλος ἀχέτας
θάλπεσι μεσημβρινοῖς ἡλιομανὴς βοᾷ.
χειμάζω δ᾽ ἐν κοίλοις ἄντροις
νύμφαις οὐρείαις ξυμπαίζων·
ἠρινά τε βοσκόμεθα παρθένια
1100λευκότροφα μύρτα Χαρίτων τε κηπεύματα.

τοῖς κριταῖς εἰπεῖν τι βουλόμεσθα τῆς νίκης πέρι,
ὅσ᾽ ἀγάθ᾽, ἢν κρίνωσιν ἡμᾶς, πᾶσιν αὐτοῖς δώσομεν,
ὥστε κρείττω δῶρα πολλῷ τῶν Ἀλεξάνδρου λαβεῖν.
1105πρῶτα μὲν γάρ, οὗ μάλιστα πᾶς κριτὴς ἐφίεται,
γλαῦκες ὑμᾶς οὔποτ᾽ ἐπιλείψουσι Λαυρειωτικαί·
ἀλλ᾽ ἐνοικήσουσιν ἔνδον, ἔν τε τοῖς βαλλαντίοις
ἐννεοττεύσουσι κἀκλέψουσι μικρὰ κέρματα.
εἶτα πρὸς τούτοισιν ὥσπερ ἐν ἱεροῖς οἰκήσετε·
1110τὰς γὰρ ὑμῶν οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς αἰετόν·
κἂν λαχόντες ἀρχίδιον εἶθ᾽ ἁρπάσαι βούλησθέ τι,
ὀξὺν ἱερακίσκον εἰς τὰς χεῖρας ὑμῖν δώσομεν.
ἢν δέ που δειπνῆτε, πρηγορεῶνας ὑμῖν πέμψομεν.
ἢν δὲ μὴ κρίνητε, χαλκεύεσθε μηνίσκους φορεῖν
1115ὥσπερ ἁνδριάντες· ὡς ὑμῶν ὃς ἂν μὴ μῆν᾽ ἔχῃ,
ὅταν ἔχητε χλανίδα λευκήν, τότε μάλισθ᾽ οὕτω δίκην
δώσεθ᾽ ἡμῖν, πᾶσι τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι.


ΧΟΡ. Καλότυχα είναι τα πουλιά
για το χειμώνα έχουν φτερά
1090και κάπες δεν τους χρειάζονται·
και μες στην κάψα, η φλογερή
αχτίδα η αλαργόφεγγη
δε με ζεσταίνει· κατοικώ
στης φυλλωσιάς την αγκαλιά
και στ᾽ ανθισμένα λιβάδια, ο ηλιόχαρος όταν
τραγουδιστής, το θεσπέσιο τζιτζίκι,
τα μεσημέρια σφυρίζει.
Και το χειμώνα σε βαθιές
μέσα σπηλιές, με των βουνών
παίζοντας νύμφες, τον περνώ·
βόσκω την άνοιξη ασπρόσαρκα μύρτα
1100παρθενικά, και καρπούς στων Χαρίτων τους κήπους.

ΚΟΡ. Κάτι θέλουμε να πούμε για τη νίκη στους κριτές·
αν μας δώσουν το βραβείο, θα τους δώσουμε αγαθά
που απ᾽ τ᾽ Αλέξαντρου τα δώρα θα ᾽ναι ανώτερα πολύ.
Πρώτα —αυτό που είν᾽ ο μεγάλος πόθος όλων των κριτών—
του Λαυρίου οι... κουκουβάγιες δε θα λείπουνε ποτέ·
μες στα σπίτια τους θα μένουν και θα στήσουν τις φωλιές
στα πουγκιά τους, κι εκεί μέσα κέρματα θα ξεκλωσούν.
Σπίτια θα ᾽χετε, έπειτα, όμοια με ναούς· αετώματα
1110σαν αϊτού φτερούγες τα όρνια θα σας χτίζουν στις σκεπές·
κι αν σας λάχει μια θεσούλα και ποθήσετε αρπαγή,
μες στα χέρια γερακάκι θα σας βάλουμε γοργό.
Σαν πηγαίνετε σε δείπνο, γούλες θα σας στέλνουμε.
Αν βραβείο μάς αρνηθείτε, βάλτε μισοφέγγαρα
στο κεφάλι, σαν ανδριάντες, χάλκινα· όποιον βλέπουμε
ξέσκεπο κι ασπροντυμένο, θα τον εκδικιόμαστε·
όλα τα πουλιά από πάνω θα του ρίχνουν κουτσουλιές.