Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (1603-1631)


ΗΡ. ἐμοὶ μὲν ἀπόχρη ταῦτα καὶ ψηφίζομαι.
ΠΟ. τί, ὦ κακόδαιμον; ἠλίθιος καὶ γάστρις εἶ.
1605ἀποστερεῖς τὸν πατέρα τῆς τυραννίδος;
ΠΙ. ἄληθες; οὐ γὰρ μεῖζον ὑμεῖς οἱ θεοὶ
ἰσχύσετ᾽, ἢν ὄρνιθες ἄρξωσιν κάτω;
νῦν μέν γ᾽ ὑπὸ ταῖς νεφέλαισιν ἐγκεκρυμμένοι
κύψαντες ἐπιορκοῦσιν ὑμᾶς οἱ βροτοί·
1610ἐὰν δὲ τοὺς ὄρνις ἔχητε συμμάχους,
ὅταν ὀμνύῃ τις τὸν κόρακα καὶ τὸν Δία,
ὁ κόραξ παρελθὼν τοὐπιορκοῦντος λάθρᾳ
προσπτόμενος ἐκκόψει τὸν ὀφθαλμὸν θενών.
ΠΟ. νὴ τὸν Ποσειδῶ ταῦτά γέ τοι καλῶς λέγεις.
1615ΗΡ. κἀμοὶ δοκεῖ. ΠΙ. τί δαὶ σὺ φῄς; ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ να Βαισατρευ.
ΗΡ. ὁρᾷς, ἐπαινεῖ χοὖτος. ΠΙ. ἕτερόν νυν ἔτι
ἀκούσαθ᾽ ὅσον ὑμᾶς ἀγαθὸν ποήσομεν.
ἐάν τις ἀνθρώπων ἱερεῖόν τῳ θεῶν
εὐξάμενοι εἶτα διασοφίζηται λέγων·
1620«μενετοὶ θεοί», καὶ μἀποδιδῷ μισητίᾳ,
ἀναπράξομεν καὶ ταῦτα. ΠΟ. φέρ᾽ ἴδω τῷ τρόπῳ;
ΠΙ. ὅταν διαριθμῶν ἀργυρίδιον τύχῃ
ἅνθρωπος οὗτος, ἢ καθῆται λούμενος,
καταπτόμενος ἰκτῖνος ἁρπάσας λάθρᾳ
1625προβάτοιν δυοῖν τιμὴν ἀνοίσει τῷ θεῷ.
ΗΡ. τὸ σκῆπτρον ἀποδοῦναι πάλιν ψηφίζομαι
τούτοις ἐγώ. ΠΟ. καὶ τὸν Τριβαλλόν νυν ἐροῦ.
ΗΡ. ὁ Τριβαλλός, οἰμώζειν δοκεῖ σοι; ΤΡ. σαυ νακα
βακταρι κρουσα. ΗΡ. φησί μ᾽ εὖ λέγειν πάνυ.
1630ΠΟ. εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, κἀμοὶ συνδοκεῖ.
οὗτος, δοκεῖ δρᾶν ταῦτα τοῦ σκήπτρου πέρι.


ΗΡΑ. Για με είν᾽ αυτά αρκετά· ψηφίζω «ναι».
ΠΟΣ. Είσαι φαγάς και βλάκας, κακομοίρη·
τον πατέρα σου βγάζεις απ᾽ το θρόνο;
ΠΙΣ. Τί λες! Αν κάτω τα όρνια κυβερνήσουν,
εσάς των θεών το κύρος δυναμώνει.
Τώρα οι θνητοί κρυμμένοι από τα νέφη
σκύβουν κι ορκοπατούνε στ᾽ όνομά σας·
1610μα τα πουλιά σα θα ᾽χετε συμμάχους,
αν ψέματα ορκιστεί κανείς στο Δία
και στον κόρακα, ο κόρακας πετώντας
απάνω του θα πέφτει και θα βγάζει
με μια τσιμπιά το μάτι του ορκοπάτη.
ΠΟΣ. Σωστό είναι τούτο, μά… τον Ποσειδώνα.
ΗΡΑ. Κι εγώ έτσι λέω.
ΠΙΣ., στον Τριβαλλό. Κι εσύ;
ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ. Να Βαϊσατρέου.
ΗΡΑ. Ναι λέει και τούτος. ΠΙΣ. Μα κι έν᾽ άλλο ακούστε
καλό που θα σας κάμουμε σπουδαίο.
Τάζει σφαχτό ένας άνθρωπος σε κάποιον
απ᾽ τους θεούς, μα ζαβολιές τού κάνει·
«οι θεοί μπορούνε» λέει «να περιμένουν»
1620κι από την τσιγκουνιά δεν το προσφέρνει.
Εμείς θα σας το εισπράξουμε. ΠΟΣ. Πώς όμως;
ΠΙΣ. Λεφτά σα θα μετράει αυτός ο κύριος
ή καθιστός θα παίρνει το λουτρό του,
ένα όρνιο ξαφνικά θα ορμά, θ᾽ αρπάζει
δυο προβάτων το αντίτιμο, κι επάνω
στο θεό θα το πηγαίνει. ΗΡΑ. Εγώ ψηφίζω
να ξαναπάρουν τα πουλιά το σκήπτρο.
ΠΟΣ. Μα και του Τριβαλλού τη γνώμη ρώτα.
ΗΡΑ., σηκώνοντας το ρόπαλό του.
Σ᾽ αρέσουν, Τριβαλλέ, οι ξυλιές; ΤΡΙ. Σαου νάκα
ράβδα όχι βάρα. ΗΡΑ. Λέει πως έχω δίκιο.
1630ΠΟΣ. Αν συμφωνείτε οι δυο, κι εγώ το εγκρίνω.
Πισθέταιρε, το σκήπτρο είναι δικό σας.