Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (676-736)


ΧΟ. ὦ φίλη, ὦ ξουθή,
ὦ φίλτατον ὀρνέων,
πάντων ξύννομε τῶν ἐμῶν
ὕμνων, ξύντροφ᾽ ἀηδοῖ,
680ἦλθες ἦλθες ὤφθης,
ἡδὺν φθόγγον ἐμοὶ φέρουσ᾽.
ἀλλ᾽, ὦ καλλιβόαν κρέκουσ᾽
αὐλὸν φθέγμασιν ἠρινοῖς,
ἄρχου τῶν ἀναπαίστων.

685ἄγε δὴ φύσιν ἄνδρες ἀμαυρόβιοι, φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι,
ὀλιγοδρανέες, πλάσματα πηλοῦ, σκιοειδέα φῦλ᾽ ἀμενηνά,
ἀπτῆνες ἐφημέριοι, ταλαοὶ βροτοί, ἀνέρες εἰκελόνειροι,
προσέχετε τὸν νοῦν τοῖς ἀθανάτοις ἡμῖν, τοῖς αἰὲν ἐοῦσιν,
τοῖς αἰθερίοις, τοῖσιν ἀγήρῳς, τοῖς ἄφθιτα μηδομένοισιν,
690ἵν᾽ ἀκούσαντες πάντα παρ᾽ ἡμῶν ὀρθῶς περὶ τῶν μετεώρων,
φύσιν οἰωνῶν γένεσίν τε θεῶν ποταμῶν τ᾽ Ἐρέβους τε Χάους τε
εἰδότες ὀρθῶς, Προδίκῳ παρ᾽ ἐμοῦ κλάειν εἴπητε τὸ λοιπόν.
Χάος ἦν καὶ Νὺξ Ἔρεβός τε μέλαν πρῶτον καὶ Τάρταρος εὐρύς·
γῆ δ᾽ οὐδ᾽ ἀὴρ οὐδ᾽ οὐρανὸς ἦν· Ἐρέβους δ᾽ ἐν ἀπείροσι κόλποις
695τίκτει πρώτιστον ὑπηνέμιον Νὺξ ἡ μελανόπτερος ᾠόν,
ἐξ οὗ περιτελλομέναις ὥραις ἔβλαστεν Ἔρως ὁ ποθεινός,
στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν, εἰκὼς ἀνεμώκεσι δίναις.
οὗτος δὲ Χάει πτερόεντι μιγεὶς νύχιος κατὰ Τάρταρον εὐρὺν
ἐνεόττευσεν γένος ἡμέτερον, καὶ πρῶτον ἀνήγαγεν εἰς φῶς.
700πρότερον δ᾽ οὐκ ἦν γένος ἀθανάτων, πρὶν Ἔρως ξυνέμειξεν ἅπαντα·
ξυμμειγνυμένων δ᾽ ἑτέρων ἑτέροις γένετ᾽ οὐρανὸς ὠκεανός τε
καὶ γῆ πάντων τε θεῶν μακάρων γένος ἄφθιτον. ὧδε μέν ἐσμεν
πολὺ πρεσβύτατοι πάντων μακάρων ἡμεῖς. ὡς δ᾽ ἐσμὲν Ἔρωτος
πολλοῖς δῆλον· πετόμεσθά ‹τε› γὰρ καὶ τοῖσιν ἐρῶσι σύνεσμεν·
705πολλοὺς δὲ καλοὺς ἀπομωμοκότας παῖδας πρὸς τέρμασιν ὥρας
διὰ τὴν ἰσχὺν τὴν ἡμετέραν διεμήρισαν ἄνδρες ἐρασταί,
ὁ μὲν ὄρτυγα δούς, ὁ δὲ πορφυρίων᾽, ὁ δὲ χῆν᾽, ὁ δὲ Περσικὸν ὄρνιν.
πάντα δὲ θνητοῖς ἐστιν ἀφ᾽ ἡμῶν τῶν ὀρνίθων τὰ μέγιστα.
πρῶτα μὲν ὥρας φαίνομεν ἡμεῖς ἦρος, χειμῶνος, ὀπώρας·
710σπείρειν μέν, ὅταν γέρανος κρώζουσ᾽ εἰς τὴν Λιβύην μεταχωρῇ·
καὶ πηδάλιον τότε ναυκλήρῳ φράζει κρεμάσαντι καθεύδειν,
εἶτα δ᾽ Ὀρέστῃ χλαῖναν ὑφαίνειν, ἵνα μὴ ῥιγῶν ἀποδύῃ.
ἰκτῖνος ‹δ᾽› αὖ μετὰ ταῦτα φανεὶς ἑτέραν ὥραν ἀποφαίνει,
ἡνίκα πεκτεῖν ὥρα προβάτων πόκον ἠρινόν· εἶτα χελιδών,
715ὅτε χρὴ χλαῖναν πωλεῖν ἤδη καὶ ληδάριόν τι πρίασθαι.
ἐσμὲν δ᾽ ὑμῖν Ἄμμων, Δελφοί, Δωδώνη, Φοῖβος Ἀπόλλων.
ἐλθόντες γὰρ πρῶτον ἐπ᾽ ὄρνις οὕτω πρὸς ἅπαντα τρέπεσθε,
πρός τ᾽ ἐμπορίαν, καὶ πρὸς βιότου κτῆσιν, καὶ πρὸς γάμον ἀνδρός.
ὄρνιν τε νομίζετε πάνθ᾽ ὅσαπερ περὶ μαντείας διακρίνει·
720φήμη γ᾽ ὑμῖν ὄρνις ἐστί, πταρμόν τ᾽ ὄρνιθα καλεῖτε,
ξύμβολον ὄρνιν, φωνὴν ὄρνιν, θεράποντ᾽ ὄρνιν, ὄνον ὄρνιν.
ἆρ᾽ οὐ φανερῶς ἡμεῖς ὑμῖν ἐσμὲν μαντεῖος Ἀπόλλων;
ἢν οὖν ἡμᾶς νομίσητε θεούς,
ἕξετε χρῆσθαι μάντεσι Μούσαις
725αὔραις, ὥραις, χειμῶνι, θέρει,
μετρίῳ πνίγει· κοὐκ ἀποδράντες
καθεδούμεθ᾽ ἄνω σεμνυνόμενοι
παρὰ ταῖς νεφέλαις ὥσπερ χὠ Ζεύς·
ἀλλὰ παρόντες δώσομεν ὑμῖν
730αὐτοῖς, παισίν, παίδων παισίν,
πλουθυγίειαν, βίον, εἰρήνην,
νεότητα, γέλωτα, χορούς, θαλίας
γάλα τ᾽ ὀρνίθων. ὥστε παρέσται
735κοπιᾶν ὑμῖν ὑπὸ τῶν ἀγαθῶν·
οὕτω πλουτήσετε πάντες.


ΧΟΡ. Αηδόνα, αηδόνα καστανή,
ω λατρευτή, που σαν εσέ
δεν αγαπούμε άλλο πουλί,
συντρόφισσά μας στη βοσκή
και σε όλα τα τραγούδια μας,
680φάνηκες, ήρθες, σε είδαμε,
με τη λαλιά σου τη γλυκιά.
Ω εσύ, που με ήχους εαρινούς
παίζεις αυλό μελωδικό,
στους αναπαίστους κάμε αρχή.

ΚΟΡ. Σκοτεινόζωο ανθρώπινο γένος εσύ,
με των φύλλων παρόμοιο τη φύτρα,
λασποζύμωτα ανήμπορα πλάσματα, σκιές
και φαντάσματα κούφιων ειδώλων,
όντα εφήμερα, δίχως φτερούγες, θνητοί
κακορίζικοι, εικόνες ονείρων,
γιά προσέξτε κι ακούστε τ᾽ αθάνατα εμάς,
πὄχουμε ύπαρξη αιώνια στον κόσμο
κι είμαστε όντα του αιθέρα, χωρίς γερατειά
και με σκέψεις αθάνατες· κι έτσι,
690από μας αφού μάθετε πια τα σωστά
για τα ουράνια ζητήματα, κι όλη
την αλήθεια γνωρίσετε, ποιά των πουλιών
είναι η φύση και πώς έχουν γίνει
τα ποτάμια και το Έρεβος, Χάος και θεοί,
να φωνάξετε «Πρόδικε, σκάσε!»
Στην αρχή υπήρχε Νύχτα και Χάος μοναχά,
πλατύς Τάρταρος κι Έρεβος μαύρο·
ούτε αέρας υπήρχε ούτε γη ή ουρανός·
τότε μέσα στου Ερέβους τον κόρφο
τον απέραντο, έν᾽ άσπορο αυγό στην αρχή
η μαυροφτέρουγη Νύχτα γεννάει·
κι όταν ήρθε ο καιρός, απ᾽ τ᾽ αυγό ο ποθητός
πρόβαλε Έρωτας· είχε στις πλάτες
δυο φτερούγες που αστράφταν χρυσές, και γοργά
στο στροβίλισμα επέτα του ανέμου.
Με το Χάος, που κι αυτό φτερωτό ηταν, κρυφά
μες στον Τάρταρο ο Έρωτας σμίγει,
και το γένος μας έτσι ξεκλώσησε· αυτό
μες στο φως πρωτανέβασε κιόλας.
700Αθανάτων φυλή δεν υπήρχε, ώσπου πια
σμίξιμο έφερε ο Έρωτας σε όλα·
κι όπως έσμιγε το ᾽να με τ᾽ άλλο, ουρανός,
γη και θάλασσα γίνηκαν, κι όλων
των μακάριων αθάνατων θεών η φυλή.
Πιο παλιά λοιπόν είμαστε απ᾽ όλους
τους μακάριους θεούς. Κι ότι του Έρωτα εμείς
γέννημα είμαστε, πλήθος υπάρχουν
αποδείξεις· πετούμε κι εμείς σαν αυτόν
και μ᾽ αυτούς που αγαπούν πάντα πάμε·
κάποιο πρόσωπο, ας πούμε, κάνει όρκο, μακριά
πια να μείνει απ᾽ αυτόν που το θέλει,
μα για δώρο τού στέλνει πουλί ο εραστής,
χήνα, ορτύκι, τρυγόνι ή κοκόρι,
και του αλλάζει τη γνώμη· τρανή των πουλιών
για τον έρωτα η δύναμη, βλέπεις.
Και σ᾽ εμάς τα πουλιά βρίσκουν πάντα οι θνητοί
κάθε πράμα σπουδαίο και μεγάλο.
Εμείς δείχνουμε πρώτα την κάθε εποχή,
πότε είν᾽ άνοιξη, θέρος, χειμώνας·
710όταν κράζοντας φεύγει από δω ο γερανός
για να πάει στη Λιβύη, λέει να σπέρνουν·
και το ναύτη ορμηνεύει «γιά κρέμασε πια
το τιμόνι και ρίξ᾽ το στην ξάπλα»,
λέει στον κλέφτη «γιά φτιάσε ένα ρούχο, μωρέ,
να μην κρυώνεις και γδύνεις τον κόσμο».
Αλλ᾽ αργότερα έν᾽ άλλο πουλί μια εποχή
φανερώνει καινούρια, ο πετρίτης·
«ο ανοιξιάτικος κούρος να γίνει» θα πει
«των προβάτων». Σα δουν χελιδόνι,
τις χοντρές χειμωνιάτικες κάπες πουλούν
και λαφρύτερα ρούχα αγοράζουν.
Για σας Άμμωνας είμαστ᾽ εμείς και Δελφοί
και Δωδώνη κι Απόλλωνας μάντης.
Για να πιάσετε μια όποια δουλειά, την αρχή
για να κάμετε σε ό,τι και να ᾽ναι
—αγορά, εμπόριο, γάμο, ταξίδι—, πουλιά
μαντικά θα ρωτήσετε πρώτα.
Τα πουλιά είν᾽ οιωνοί και για τούτο οιωνό
λέτε κάθε σημάδι μαντείας·
720κάθε αντάμωμα ή φτάρνισμα, κάθε φωνή,
κι ένα σούσουρο ακόμα τυχαίο,
κι ένας δούλος ή γάιδαρος, όλα για σας,
είν᾽ οιωνοί, ναι, πουλιά μ᾽ άλλα λόγια.
Ε, τί λες; Τα πουλιά φανερά στους θνητούς
απολλώνιο δεν είναι μαντείο;
Ώστε τώρα, αν πιστέψετε εμάς για θεούς,
Μούσες θα ᾽χετε ευθύς μαντικές, να σας λεν
για τον κάθε καιρό, το ζεστό, τον ψυχρό,
για τη μέτρια την κάψα, για ανέμων πνοές·
κι ούτε δα θα το σκάμε ποτέ, στα ψηλά
σαν το Δία να καθόμαστε με όψη βαριά
μες στα σύννεφα· πάντα κοντά σας εμείς,
730στα παιδιά σας, στα εγγόνια, στους ίδιους εσάς
θα χαρίζουμε πλούτη και υγεία και ζωή,
νιάτα, ειρήνη, ξεφάντωμα, γέλια, χαρές,
του πουλιού θα σας δίνουμε ακόμα το γάλα.
Τόσο πλούσιοι θα γίνετε, τόσο πολλά
θα φορτώσουμε σ᾽ όλους εσάς αγαθά,
που θα λέτε «τί ασήκωτο βάρος!».