Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (1-26)


ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Ὀρθὴν κελεύεις, ᾗ τὸ δένδρον φαίνεται;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
διαρραγείης. ἥδε δ᾽ αὖ κρώζει πάλιν.
ΕΥ. τί, ὦ πόνηρ᾽, ἄνω κάτω πλανύττομεν;
ἀπολούμεθ᾽ ἄλλως τὴν ὁδὸν προφορουμένω.
5ΠΙ. τὸ δ᾽ ἐμὲ κορώνῃ πειθόμενον τὸν ἄθλιον
ὁδοῦ περιελθεῖν στάδια πλεῖν ἢ χίλια.
ΕΥ. τὸ δ᾽ ἐμὲ κολοιῷ πειθόμενον τὸν δύσμορον
ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων.
ΠΙ. ἀλλ᾽ οὐδὲ ποῦ γῆς ἐσμὲν οἶδ᾽ ἔγωγ᾽ ἔτι.
10ΕΥ. ἐντευθενὶ τὴν πατρίδ᾽ ἂν ἐξεύροις σύ που;
ΠΙ. οὐδ᾽ ἂν μὰ Δί᾽ ἐγγετευθενὶ ᾽ξηκεστίδης.
ΕΥ. οἴμοι. ΠΙ. σὺ μέν, ὦ τᾶν, τὴν ὁδὸν ταύτην ἴθι.
ΕΥ. ἦ δεινὰ νὼ δέδρακεν οὑκ τῶν ὀρνέων,
ὁ πινακοπώλης Φιλοκράτης μελαγχολῶν,
15ὃς τώδ᾽ ἔφασκε νῷν φράσειν τὸν Τηρέα,
τὸν ἔποφ᾽, ὃς ὄρνις ἐγένετ᾽, ἐκ τῶν ὀρνέων·
κἀπέδοτο τὸν μὲν Θαρραλείδου τουτονὶ
κολοιὸν ὀβολοῦ, τηνδεδὶ τριωβόλου.
τὼ δ᾽ οὐκ ἄρ᾽ ᾔστην οὐδὲν ἄλλο πλὴν δάκνειν.
20καὶ νῦν τί κέχηνας; ἔσθ᾽ ὅποι κατὰ τῶν πετρῶν
ἡμᾶς ἔτ᾽ ἄξεις; οὐ γάρ ἐστ᾽ ἐνταῦθά τις
ὁδός. ΠΙ. οὐδὲ μὰ Δί᾽ ἐνταῦθά γ᾽ ἀτραπὸς οὐδαμοῦ.
ΕΥ. τί δ᾽ ἡ κορώνη; τῆς ὁδοῦ τι λέγει πέρι;
ΠΙ. οὐ ταὐτὰ κρώζει μὰ Δία νῦν τε καὶ τότε.
25ΕΥ. τί δὴ λέγει περὶ τῆς ὁδοῦ; ΠΙ. τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ
βρύκουσ᾽ ἀπέδεσθαί φησί μου τοὺς δακτύλους;


ΣΚΗΝΗ: Έρημη τοποθεσία με βράχους, θάμνα και ένα δέντρο.

Έρχονται, ντυμένοι σαν οδοιπόροι, ο Ευελπίδης και ο Πισθέταιρος· κρατούν από ένα πουλί, καλιακούδα ο πρώτος, κουρούνα ο δεύτερος· τους ακολουθούν δυο δούλοι, που ο καθένας τους κρατά ένα κάνιστρο, μια χύτρα και λίγα κλαδιά μυρτιάς.

ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ, στην καλιακούδα.
Ολόισα λες; Εκεί που ᾽ναι το δέντρο;
Η κουρούνα, που κρατά ο Πισθέταιρος, βγάζει μια φωνή.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ, στην κουρούνα.
Σκάσε. (Στον Ευελπίδη.) Να πάμε πίσω κράζει τούτη.
ΕΥΕ. Τί βγήκαμε στη γύρα, κακομοίρη;
Άδικα τριγυρνούμε· θα χαθούμε.
ΠΙΣ. Βλακεία μου, να με κάμουνε οι ορμήνιες
μιας κουρούνας να πάρω τόσο δρόμο·
πάνω από χίλια στάδια. ΕΥΕ. Μα κι εμένα,
να φαγωθούν τα νύχια των ποδιών μου,
μια καλιακούδα για ν᾽ ακούσω, ο δόλιος!
ΠΙΣ. Κι ούτε που ξέρω ποιά είναι τούτη η χώρα.
10ΕΥΕ. Μπορείς εδώθε νά ᾽βρεις την πατρίδα;
ΠΙΣ. Ούτε κι ο Εξηκεστίδης δεν τη βρίσκει.
ΕΥΕ. Αλί μας. ΠΙΣ. Εσύ πάρε αυτόν το δρόμο.
ΕΥΕ. Μας πήρε στο λαιμό του ο Φιλοκράτης,
που τα πουλιά πουλούσε στο παζάρι·
μας είπε, ο παλαβός, πως θα μας έδειχναν
πού βρίσκεται ο Τηρέας, που άνθρωπος ήταν,
κι έπειτα φτερωτό πουλί έχει γίνει,
ναι, τσαλαπετεινός· μας πούλησε έτσι
έναν αυτή οβολό την καλιακούδα
και την κουρούνα τρεις. Κι αυτά ένα ξέρουν:
20να δαγκώνουν. (Στην καλιακούδα.) Τί ανοίγεις, βρε, το στόμα;
Στον γκρεμό θα μας πας; Δεν έχει δρόμο.
ΠΙΣ. Αλήθεια, πουθενά· ούτε μονοπάτι.
ΕΥΕ. Κι η κουρούνα; Λέει τίποτα για δρόμο;
ΠΙΣ. Αυτή έκραζε άλλα πρώτα κι άλλα τώρα.
ΕΥΕ. Και για το δρόμο τί σου λέει; ΠΙΣ. Μα τί άλλο;
Πως θα μου φάει τα δάχτυλα τσιμπώντας.