Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Χ"
χαρακτήρας
[ο], ουσιαστικό Kάθε άνθρωπος έχει το δικό του χαρακτήρα, δηλαδή το δικό του τρόπο συμπεριφοράς και σκέψης. O Κώστας είναι διαφορετικός χαρακτήρας από την Αθηνά. Είναι πιο ζωηρός αλλά και πιο ευαίσθητος. χα-ρα-κτή-ρας
χάραμα
[το], ουσιαστικό χαράζω
χαραμάδα
[η], ουσιαστικό O αέρας μπαίνει μέσα στο σπίτι από τη χαραμάδα που υπάρχει κάτω από την εξώπορτα. χα-ρα-μά-δα
χάρη
[η], ουσιαστικό 1) Όταν κάποιος έχει χάρη, έχει ομορφιά και κομψότητα. 2) Όταν κάνεις μία χάρη σε κάποιον, του κάνεις μία δουλειά, μία εξυπηρέτηση χωρίς αντάλλαγμα. 3) «Έχε χάρη που είσαι κουρασμένος» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα. «Αλλιώς δε θα το γλίτωνες το μπάνιο!» 1) Η Αλίκη έχει χάρη στο περπάτημά της. 2) O Κώστας έκανε μία χάρη στο Νίκο. Μάζεψε όλα τα βιβλία του. χά-ρη
χαρίζω
χαρίζω, χαρίζομαι, ρήμα 1) Όταν χαρίζεις κάτι σε κάποιον, του δίνεις κάτι ως δώρο. 2) «Το δαχτυλίδι αυτό είναι δώρο και δε χαρίζεται. Αλλιώς, θα σου το έδινα, Αλίκη» είπε η Αθηνά. Δε δίνεται σαν δώρο. 1) O Κώστας χάρισε το ένα αυτοκινητάκι του στον Νίκο. χαρίζω χα-ρί-ζω
χαριτωμένος, χαριτωμένη, χαριτωμένο
επίθετο Χαριτωμένο λέμε κάποιον που είναι όμορφος και κομψός, που έχει χάρη. Η Αλίκη είναι μία χαριτωμένη κοπέλα. Έχει όμορφο πρόσωπο και καλούς τρόπους. χάρη χα-ρι-τω-μέ-νος
χαρούμενος, χαρούμενη, χαρούμενο
μετοχή χαίρομαι
χαρταετός
[ο], ουσιαστικό O χαρταετός είναι μία ελαφριά κατασκευή από χαρτί ή πλαστικό με ξυλόβεργες και μία μακριά χάρτινη ουρά. Είναι δεμένος μ' ένα μακρύ σκοινί. Όταν έχει ελαφρό αεράκι, ο χαρταετός σηκώνεται ψηλά στον ουρανό. Χαρταετό πετάμε συνήθως την Καθαρή Δευτέρα. χαρ-τα-ε-τός
χαρτζιλίκι
[το], ουσιαστικό Το χαρτζιλίκι είναι τα χρήματα που δίνουμε σαν δώρο σε κάποιον πού δε δουλεύει για ν' αγοράσει κάτι φαγώσιμο ή ό,τι άλλο χρειάζεται. χαρ-τζι-λί-κι
χάρτης
[ο], ουσιαστικό O χάρτης είναι ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί. Πάνω του είναι σχεδιασμένος ο τόπος σου, η χώρα σου ή ολόκληρος ο κόσμος. Στην τάξη του Κώστα υπάρχει ένας χάρτης της Ελλάδας. χάρ-της 'ο χάρτης της Ελλάδας'

