Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ι"

Βρέθηκαν 27 Λήμματα [1 - 10]

ιατρείο

[το], ουσιαστικό
Το ιατρείο είναι ο χώρος όπου ο γιατρός εξετάζει τους αρρώστους.
O γιατρός έχει σπουδάσει ιατρική. Όταν δουλεύει φοράει ιατρική μπλούζα.
ι-α-τρεί-ο
Δες γιατρός

ιδανικός, ιδανική, ιδανικό

επίθετο
Oι γονείς του Ίγκλι ψάχνουν το ιδανικό σπίτι για να το αγοράσουν. Ψάχνουν το καλύτερο σπίτι.
ι-δα-νι-κός

ιδέα

[η], ουσιαστικό
1) Η ιδέα είναι αυτό που έρχεται στο μυαλό μας, όταν σκεφτόμαστε. 2) Όταν έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, νομίζω ότι είμαι σπουδαίος. 3) Όταν δεν έχεις ιδέα για κάτι, δεν ξέρεις τίποτα γι' αυτό.
1) «Έχω μία ιδέα» είπε η Αθηνά στον Κώστα. «Πάμε μία βόλτα με τα ποδήλατα»;
ι-δέ-α

ιδιαίτερος, ιδιαίτερη, ιδιαίτερο

επίθετο
O διευθυντής του κυρίου Γιάννη μπήκε στο ιδιαίτερο γραφείο του κι έκλεισε την πόρτα βιαστικός. Μπήκε στο γραφείο που είναι μόνο γι' αυτόν, μόνο δικό του.
ι-δι-αί-τε-ρος

ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτρια

[ο], [η], ουσιαστικό
«O κύριος Μιχάλης είναι ο ιδιοκτήτης της διπλανής μονοκατοικίας» είπε ο Κώστας. Είναι αυτός που έχει το σπίτι.
ι-δι-ο-κτή-της

ίδιος, ίδια, ίδιο

επίθετο
1) Όταν δύο πράγματα είναι τα ίδια ή όταν ένα πράγμα είναι ίδιο μ' ένα άλλο, τότε μοιάζουν πάρα πολύ. 2) O Κώστας είναι στην ίδια τάξη με το Νίκο, δηλαδή όχι σε άλλη τάξη. 3) (σαν αντωνυμία) Η Αθηνά θέλει να τακτοποιεί η ίδια το δωμάτιό της, όχι κάποιος άλλος.
1) Σ' ένα ζευγάρι παπούτσια πρέπει και τα δύο παπούτσια να έχουν το ίδιο χρώμα.
1) όμοιος, διαφορετικός 2) άλλος, διαφορετικός
ί-διος
Δες μοιάζω

ιδιωτικός, ιδιωτική, ιδιωτικό

επίθετο
1) Όταν κάτι είναι ιδιωτικό, είναι μόνο για έναν άνθρωπο ή για πολύ λίγους ανθρώπους. 2) Όταν ένα σχολείο είναι ιδιωτικό, δεν ανήκει στο κράτος και πρέπει να πληρώσουμε για να παρακολουθήσουμε τα μαθήματά του.
1) «Αυτό το γκαράζ είναι ιδιωτικό» είπε ο κύριος Γιάννης. «Είναι γι' αυτούς που μένουν στην πολυκατοικία μας».
δημόσιος
ι-δι-ω-τι-κός

ιδρώνω

ρήμα
1) «Έχει πολλή ζέστη έξω! Ίδρωσα και το πρόσωπό μου στάζει νερό. Η μπλούζα μου έγινε μούσκεμα και κόλλησε πάνω μου» παραπονέθηκε ο θείος Αλέκος. 2) «Ίδρωσα για να καταλάβω το μάθημα» είπε ο Κώστας. Κουράστηκα πολύ για να το καταλάβω.
Όταν ιδρώνουμε, το σώμα μας στάζει ιδρώτα. Είμαστε μούσκεμα στον ιδρώτα. Είμαστε ιδρωμένοι.
ι-δρώ-νω

ιδρώτας

[ο], ουσιαστικό
ιδρώνω

ιερός, ιερή, ιερό

επίθετο
Όταν κάτι είναι ιερό, είναι αφιερωμένο, δηλαδή δοσμένο στο Θεό ή έρχεται από το Θεό.
Η θεία Έλλη πήγε στην εκκλησία. Στάθηκε μπροστά στις ιερές εικόνες των αγίων κι έκανε την προσευχή της.
ι-ε-ρός