Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 151 Λήμματα [1 - 10]

δαγκάνα

[η], ουσιαστικό
αστακός, κάβουρας

δαγκώνω

δαγκώνω, δαγκώνομαι, ρήμα
1) Όταν δαγκώνεις κάτι που τρώγεται, το πιάνεις δυνατά με τα δόντια και το κόβεις. 2) Όταν ένα ζώο σε δαγκώνει, σε πληγώνει με τα δόντια του. 3) Όταν δαγκώνεις το μολύβι ή το στιλό σου, το κρατάς ανάμεσα στα δόντια σου και το σφίγγεις χωρίς όμως να το κόβεις.
Το δάγκωμα του σκύλου είναι η πληγή που μας κάνει ο σκύλος, όταν μας δαγκώσει δυνατά με τα δόντια του.
δα-γκώ-νω

δάκρυ

[το], ουσιαστικό
Τα δάκρυα είναι σταγόνες που τρέχουν από τα μάτια σου κάθε φορά που κλαις.
Όταν δακρύζεις, είσαι λυπημένος και από τα μάτια σου τρέχουν δάκρυα.
δά-κρυ

δακρύζω

ρήμα
δάκρυ

δανείζω

δανείζω, δανείζομαι, ρήμα
1) Όταν δανείζεις κάτι σε κάποιον, του δίνεις κάτι δικό σου με την υπόσχεση να σου το δώσει πίσω ύστερα από λίγο καιρό. 2) Όταν δανείζεσαι κάτι από κάποιον, παίρνεις κάτι και υπόσχεσαι να το επιστρέψεις.
1) O Νίκος δάνεισε το στιλό του στον Κώστα, επειδή εκείνος ξέχασε το δικό του.
1) Όταν κάτι είναι δανεικό, δεν είναι δικό σου αλλά το έχεις πάρει από κάποιον άλλο και θα του το επιστρέψεις ύστερα από λίγο. 2) Αν ζεις με δανεικά, παίρνεις χρήματα από άλλους με την υπόσχεση ότι θα τα επιστρέψεις.
δα-νεί-ζω

δαντέλα

[η], ουσιαστικό
Η δαντέλα είναι ένα λεπτό όμορφο πλεχτό με τρύπες, φτιαγμένο από κλωστές μεταξιού ή βαμβακιού. Δαντέλα είναι και το λεπτό κεντημένο ύφασμα που έχουν οι νυχτικιές, οι μπλούζες, οι φούστες, τα φορέματα και τα πουκάμισα.
δα-ντέ-λα

δάπεδο

[το], ουσιαστικό
Όταν περπατάς στο δάπεδο, περπατάς στο πάτωμα.
Η Αθηνά έστρωσε ένα χρωματιστό χαλί στο δάπεδο του δωματίου της.
δά-πε-δο

δάσκαλος, δασκάλα

[ο], [η], ουσιαστικό
1) Ένας δάσκαλος βοηθά τους ανθρώπους να μάθουν κάτι ή τους δείχνει πώς να κάνουν κάτι. 2) Η δασκάλα μαθαίνει στα παιδιά του δημοτικού σχολείου πώς να διαβάζουν και να γράφουν.
1) Η Αλίκη πηγαίνει σε δάσκαλο χορού για να μάθει να χορεύει.
δά-σκα-λος
'στο σχολείο'

δάσος

[το], ουσιαστικό
Το δάσος είναι ένα μεγάλο μέρος με πολλά δέντρα που μεγαλώνουν μαζί το ένα κοντά στο άλλο.
δά-σος

δαχτυλίδι

[το], ουσιαστικό
Το δαχτυλίδι μοιάζει με ασημένιο ή χρυσό κύκλο και το φοράμε στο δάχτυλο.
δα-χτυ-λί-δι
Δες κόσμημα