Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Θ"

Βρέθηκαν 63 Λήμματα [1 - 10]

θάβω

θάβω, θάβομαι, ρήμα
1) O σκύλος του κυρίου Μιχάλη έθαψε τα κόκαλα. Τα έβαλε μέσα στη γη και τα σκέπασε με χώμα. Όταν όμως τελείωσε το θάψιμο κι έφυγε, ήρθε μία γάτα και τα ξέθαψε. Τα έβγαλε από το χώμα. 2) Όταν θάβουμε ένα νεκρό, τον βάζουμε μέσα στη γη, σ' έναν τάφο, αφού πρώτα τον βάλουμε σ' ένα φέρετρο.
θάψιμο
θά-βω

θάλαμος

[ο], ουσιαστικό
O θάλαμος είναι ένα μεγάλο δωμάτιο όπου μένουν πολλοί άνθρωποι. Τα νοσοκομεία είναι μέρη που έχουν πολλούς θαλάμους.
O τηλεφωνικός θάλαμος είναι ένα μικρό κλειστό μέρος που έχει τηλέφωνο. Εκεί μπορεί να πάει όποιος θέλει να τηλεφωνήσει.
θά-λα-μος

θάλασσα

[η], ουσιαστικό
Η θάλασσα είναι μία μεγάλη έκταση με αλμυρό νερό. Κάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στη θάλασσα για μπάνιο.
1) Το θαλασσινό νερό έχει πολύ αλάτι. 2) (σαν ουσιαστικό) Τα χταπόδια, τα μύδια και οι γαρίδες είναι θαλασσινά.
θαλάσσιος
θά-λασ-σα

θαλασσινός, θαλασσινή, θαλασσινό

επίθετο
θάλασσα

θάμνος

[ο], ουσιαστικό
O θάμνος μοιάζει με μικρό δέντρο με πολλά κλαδιά αλλά χωρίς κορμό.
θά-μνος

θαμπός, θαμπή, θαμπό

επίθετο
1) Τα τζάμια είναι θαμπά από τον ατμό. O Κώστας δεν μπορεί να δει καλά μέσα από αυτά. 2) Η φωτογραφία είναι θαμπή. Δεν φαίνεται καθαρά τι δείχνει.
θολός, καθαρός
θαμπώνω
θα-μπός

θαμπώνω

θαμπώνω, θαμπώνομαι, ρήμα
1) Τα τζάμια θάμπωσαν από τη ζέστη. Έγιναν θαμπά. 2) O πρίγκιπας θαμπώθηκε από την ομορφιά της Χιονάτης. Εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της.
θαμπός
θα-μπώ-νω

θάνατος

[ο], ουσιαστικό
Η κακιά βασίλισσα ζήτησε από τον κυνηγό να σκοτώσει τη Χιονάτη. Θέλει να μη ζει πια η Χιονάτη. Θέλει το θάνατό της.
ζωή
πεθαίνω, νεκρός
θά-να-τος

θαρραλέος, θαρραλέα, θαρραλέο

επίθετο
θάρρος

θάρρος

[το], ουσιαστικό
Όταν κάποιος έχει θάρρος, δε φοβάται να κάνει κάτι επικίνδυνο και δύσκολο
δειλία
O θείος Τάκης είχε το θάρρος να σώσει το παιδάκι που πνιγόταν στη θάλασσα. Ήταν θαρραλέος.
θάρ-ρος