Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Χ"
χρώμα
[το], ουσιαστικό 1) Tο άσπρο, το μαύρο, το κόκκινο, το κίτρινο, το πράσινο και το μπλε είναι χρώματα. 2) Χρώμα λέμε το υγρό που χρησιμοποιούμε για να ζωγραφίζουμε ή για να βάφουμε τους τοίχους. 3) Λέμε ότι χάνεις το χρώμα σου, όταν γίνεσαι χλωμός και ότι παίρνεις χρώμα, όταν γίνεσαι πιο σκούρος ή πιο κόκκινος. 2) βαφή, μπογιά Όταν χρωματίζεις κάτι, του βάζεις χρώμα, το βάφεις. Ένα χρωματιστό μπλουζάκι έχει πολλά χρώματα και δεν είναι μόνο μαύρο ή άσπρο. χρώ-μα 'τα χρώματα'
χρωματίζω
χρωματίζω, χρωματίζομαι, ρήμα χρώμα
χρωστώ
χρωστώ και χρωστάω, ρήμα Όταν χρωστάς χρήματα ή κάτι άλλο, πρέπει να τα δώσεις πίσω, γιατί τα έχεις πάρει για λίγο, τα έχεις δανειστεί. O θείος Τάκης χρωστάει στην τράπεζα τα χρήματα που πήρε για να φτιάξει το σπίτι του. οφείλω χρω-στώ
χταπόδι
[το], ουσιαστικό Το χταπόδι είναι ένα ζώο της θάλασσας που έχει οκτώ πόδια, τα πλοκάμια. χτα-πό-δι 'η θάλασσα'
χτένα
[η], ουσιαστικό Η χτένα είναι από κόκαλο ή πλαστικό κι έχει πολλά δόντια. Με τη χτένα ξεμπερδεύουμε τα μαλλιά μας και τα χτενίζουμε. Η θεία Κατερίνα πάει συχνά στο κομμωτήριο για να χτενιστεί. Το χτένισμά της είναι πολύ όμορφο. Όταν χτενίζει τα μαλλιά της μόνη της, είναι πολύ διαφορετικά. χτέ-να
χτενίζω
χτενίζω, χτενίζομαι, ρήμα χτένα
χτες
επίρρημα χθες
χτίζω
χτίζω και κτίζω / χτίζομαι / κτίζομαι, ρήμα O θείος Αλέκος έχτισε ένα πολύ όμορφο σπίτι στο χωριό του. Το έφτιαξε με τούβλα, τσιμέντο και άλλα υλικά. Για να γίνει το σπίτι του θείου Αλέκου, δούλεψαν πολλοί χτίστες. χτί-ζω
χτίστης
[ο], ουσιαστικό χτίζω
χτυπώ
χτυπώ και χτυπάω / χτυπιέμαι, ρήμα 1) Όταν χτυπάς κάτι, το κάνεις να βγάζει ήχο και ν' ακούγεται. Όταν κάτι χτυπά, βγάζει ήχο. 2) Όταν χτυπάς κάποιον με το χέρι σου ή με κάποιο άλλο μέρος του σώματός σου, τον κάνεις να πονάει ή τον τραυματίζεις. Του δίνεις χτυπήματα. 3) Όταν χτυπάς, πέφτεις με δύναμη κατά λάθος πάνω σε κάτι και πονάς ή παθαίνεις κάτι. 1) O δάσκαλος χτύπησε το κουδούνι και τα παιδιά βγήκαν διάλειμμα. Το κουδούνι χτύπησε δυνατά. Το χτύπημά του ακούστηκε σε όλο το σχολείο. 2) O Κώστας χτύπησε κατά λάθος την Αθηνά και ζήτησε συγνώμη. 3) Η Αθηνά έπεσε από το ποδήλατο και χτύπησε. Η Ελένη έτρεξε να περιποιηθεί το χτύπημα. χτύπημα χτυ-πώ

