Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Φ"
φωτεινός, φωτεινή, φωτεινό
επίθετο φως
φωτιά
[η], ουσιαστικό 1) Η φωτιά είναι η ζέστη και οι φλόγες που βγαίνουν από κάτι που καίγεται. 2) «Δε βάζω και το χέρι μου στη φωτιά αλλά μου φαίνεται πως είδα τη Ροζαλία έξω από το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη» είπε ο Νίκος. Δεν είμαι και σίγουρος. φω-τιά Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ -Πότε λέμε ότι κάτι αρπάζει φωτιά;
φωτίζω
φωτίζω, φωτίζομαι, ρήμα φως
φωτισμός
[ο], ουσιαστικό Όταν υπάρχει φωτισμός σε μία περιοχή, υπάρχει φως και μπορούμε να δούμε τα πράγματα γύρω μας. «Η παιδική χαρά έχει καλό φωτισμό μέχρι αργά το βράδυ» είπε ο Κώστας. φω-τι-σμός
φωτογραφία
[η], ουσιαστικό Η φωτογραφία είναι μία εικόνα που βγαίνει από μία φωτογραφική μηχανή. 1) Φωτογράφος είναι αυτός που βγάζει φωτογραφίες και πληρώνεται γι' αυτό, επειδή είναι η δουλειά του. 2) Όταν φωτογραφίζεις, βγάζεις φωτογραφίες με μία φωτογραφική μηχανή. φω-το-γρα-φί-α
φωτογραφίζω
φωτογραφίζω, φωτογραφίζομαι, ρήμα φωτογραφία
φωτογράφος
[ο], [η], ουσιαστικό φωτογραφία
φωτοτυπία
[η], ουσιαστικό Όταν βγάζεις μία φωτοτυπία, φτιάχνεις εύκολα και γρήγορα ίδια αντίγραφα ενός κειμένου ή μίας εικόνας με τη βοήθεια του φωτοτυπικού μηχανήματος. Η δασκάλα έβγαλε μερικές φωτοτυπίες στο φωτοτυπικό μηχάνημα του σχολείου. Φωτοτύπησε μερικά ποιήματα από ένα βιβλίο και τα έδωσε στους μαθητές της. φω-το-τυ-πί-α
φωτοτυπώ
ρήμα φωτοτυπία

