Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Φ"
φυτό
[το], ουσιαστικό Τα δέντρα, τα λαχανικά και τα λουλούδια είναι φυτά. Τα φυτά έχουν τις ρίζες τους μέσα στη γη κι ένα κοτσάνι, που το λέμε βλαστό, και πράσινα φύλλα έξω απ' τη γη. Στο σχολείο του Κώστα οι μαθητές φύτεψαν σπόρους φακής και φασολιού για να μελετήσουν τα φυτά, μόλις φυτρώσουν οι σπόροι. φυτικός, φυτοφάγος φυ-τό
φυτρώνω
ρήμα 1) Όταν ένας σπόρος φυτρώνει, τότε γίνεται ένα μικρό φυτό που βγαίνει στην επιφάνεια της γης κι αρχίζει να μεγαλώνει. 2) «Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά που πετάχτηκε και διέκοψε τη μαμά της. Μην μπλέκεσαι με πράγματα που δε σ' ενδιαφέρουν. βλασταίνω φυ-τρώ-νω
φυτώριο
[το], ουσιαστικό Το φυτώριο είναι μία έκταση γης. Εκεί φυτεύουμε σπόρους φυτών και μόλις αυτοί φυτρώσουν, παίρνουμε τα μικρά φυτά και τα φυτεύουμε αλλού για να μεγαλώσουν. φυ-τώ-ρι-ο
φωλιά
[η], ουσιαστικό Η φωλιά είναι το σπίτι που φτιάχνουν τα ζώα, τα έντομα και τα πουλιά για να γεννούν τα μικρά τους. φωλιάζω φω-λιά
φωλιάζω
ρήμα 1) Όταν τα ζώα φωλιάζουν, φτιάχνουν τη φωλιά τους και μένουν μέσα σ' αυτή. 2) Όταν η Αθηνά είναι λυπημένη, φωλιάζει στην αγκαλιά της μαμάς της. Χώνεται εκεί μέσα. φω-λιά-ζω
φωνάζω
ρήμα 1) Όταν κάποιος φωνάζει, μιλάει δυνατά. Μερικές φορές φωνάζουμε, επειδή είμαστε θυμωμένοι. 2) «Φώναξέ μου τη Μαργαρίτα» είπε ο διευθυντής της εφημερίδας στη γραμματέα του. Κάλεσέ την να έρθει. 1) O κύριος Μιχάλης φώναζε, επειδή ο Ίγκλι έσπασε το τζάμι του. 1) ουρλιάζω, ψιθυρίζω, μουρμουρίζω φωνακλάς φω-νά-ζω
φωνακλάς, φωνακλού
[ο], [η], ουσιαστικό Φωνακλάς είναι αυτός που συνηθίζει να φωνάζει. O Κώστας δεν είναι φωνακλάς αλλά μερικές φορές ξεχνιέται και φωνάζει. φωνάζω, φωνή φω-να-κλάς
φωνή
[η], ουσιαστικό 1) Η φωνή είναι ο ήχος που βγάζει ο άνθρωπος όταν μιλάει, τραγουδάει ή φωνάζει. 2) «O κύριος Μιχάλης μάς έβαλε τις φωνές» παραπονέθηκε ο Κώστας στην κυρία Μαργαρίτα. Μας μάλωσε. 1) O Κώστας βράχνιασε, γιατί τραγουδούσε με δυνατή φωνή. φωνάζω φω-νή
φωνήεν
[το], ουσιαστικό Τα φωνήεντα της ελληνικής γλώσσας είναι επτά, όταν τα γράφουμε: α, ε, η, ι, ο, υ, ω. φω-νή-εν
φως
[το], ουσιαστικό Το φως μάς βοηθάει να βλέπουμε γύρω μας. Φως έρχεται από τον ήλιο αλλά και από τις λάμπες που έχουμε στο σπίτι μας. Ο ήλιος φωτίζει τη γη και βοηθάει τα φυτά να μεγαλώνουν. Σ' ένα φωτεινό σπίτι μπαίνει από παντού το φως του ήλιου. φως

