Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Φ"
φτερουγίζω
ρήμα φτερούγα
φτηνός, φτηνή, φτηνό
φτηνός, φτηνή, φτηνό και φθηνός, φθηνή, φθηνό, επίθετο Όταν κάτι είναι φτηνό, έχει χαμηλή τιμή, δεν είναι ακριβό. ακριβός φτήνια φτη-νός -Λέμε και φθηνός.
φτιάχνω
φτιάχνω, φτιάχνομαι, ρήμα 1) Όταν φτιάχνεις κάτι, το κατασκευάζεις, το κάνεις να υπάρχει. 2) Όταν φτιάχνεις το δωμάτιό σου, το τακτοποιείς. Όταν φτιάχνεις τα μαλλιά σου, τα χτενίζεις. Όταν φτιάχνεις το ρολόι, το διορθώνεις ή το επισκευάζεις. Όταν φτιάχνεις ένα φαγητό, το μαγειρεύεις. Όταν ο καιρός φτιάχνει, καλυτερεύει. Η Αθηνά φτιάχνει μία όμορφη κατασκευή από χαρτόνι. Είναι ένα κουκλόσπιτο. φτιάξιμο φτιά-χνω
φτυάρι
[το], ουσιαστικό Το φτυάρι είναι ένα εργαλείο που το χρησιμοποιούμε για να κουβαλάμε και ν' ανακατεύουμε διάφορα υλικά όπως χώμα και άμμο. φτυά-ρι 'τα εργαλεία'
φτύνω
ρήμα 1) Όταν φτύνεις, βγάζεις με δύναμη έξω από το στόμα σου σάλιο. 2) Όταν φτύνεις κάτι που έχεις στο στόμα σου, το βγάζεις έξω με δύναμη. Η Αθηνά έφτυσε την τσίχλα που είχε στο στόμα της πριν μπει για μάθημα. φτύσιμο φτύ-νω
φτωχός, φτωχή, φτωχό
επίθετο Ένας φτωχός άνθρωπος δεν έχει πολλά χρήματα. άπορος, Αντ. πλούσιος Όταν κάποιος ζει μέσα στη φτώχια, είναι φτωχός. φτωχαίνω, φτωχικός φτω-χός 'αντίθετα'
φύκι
[το], ουσιαστικό Το φύκι είναι ένα φυτό που ζει μέσα στη θάλασσα. φύ-κι
φύλακας
[ο], [η], ουσιαστικό φυλώ
φυλακή
[η], ουσιαστικό Στη φυλακή βάζουμε όσους καταδικάζονται από το δικαστήριο για εγκλήματα. Η αστυνομία βρήκε αυτούς που έκλεψαν τον κύριο Δημήτρη και τους έβαλε στη φυλακή. Τους φυλάκισε τώρα και είναι φυλακισμένοι. φυ-λα-κή
φυλακίζω
φυλακίζω, φυλακίζομαι, ρήμα φυλακή

