Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Φ"
φακός
[ο], ουσιαστικό 1) Με το φακό ρίχνουμε φως, όταν είναι σκοτεινά και θέλουμε να δούμε κάτι. 2) Η θεία Κατερίνα φοράει φακούς επαφής, επειδή τα γυαλιά την κουράζουν. 3) Με το μεγεθυντικό φακό, μπορείς να δεις έναν κόκκο σκόνης. Tον μεγαλώνεις για να τον δεις καλύτερα. φα-κός
φάλαινα
[η], ουσιαστικό Η φάλαινα είναι ένα μεγάλο ζώο που ζει στους ωκεανούς. φά-λαι-να
φαλάκρα
[η], ουσιαστικό Όταν κάποιος έχει φαλάκρα, δεν έχει μαλλιά σ' ένα σημείο του κεφαλιού του ή σε όλο το κεφάλι του. Είναι φαλακρός. φα-λά-κρα
φαλακρός, φαλακρή, φαλακρό
επίθετο φαλάκρα
φάλτσος, φάλτση / φάλτσα, φάλτσο
Φάλτσο λέμε κάποιον που δεν τραγουδάει καλά. φάλ-τσος
φανάρι
[το], ουσιαστικό 1) Τα φανάρια ρυθμίζουν την κίνηση των αυτοκινήτων και των πεζών στο δρόμο. 2) «Τα μπροστινά φανάρια του αυτοκινήτου φωτίζουν το δρόμο τη νύχτα» εξήγησε ο κύριος Γιάννης στον Κώστα. 3) «Είναι φως φανάρι πως δεν έχεις διαβάσει σήμερα» είπε η δασκάλα στον Κώστα. Είναι ολοφάνερο. 2) φως φα-νά-ρι 'η πόλη'
φανέλα
[η], ουσιαστικό 1) Η φανέλα είναι ένα εσώρουχο που φοράμε στο πάνω μέρος του σώματός μας. 2) Φανέλα λέμε και τη μπλούζα που φορούν οι αθλητές. φανελάκι φα-νέ-λα - Είμαι το όνομα ενός ρούχου. Αν βγάλεις τα τρία πρώτα γράμματα, σου φωνάζω να έρθεις. Ποια λέξη είμαι; ...............................................
φανερός, φανερή, φανερό
επίθετο Όταν κάποιος είναι φανερός, μπορούν να τον δουν όλοι οι άλλοι. Το ταμείο του κυρίου Δημήτρη ήταν φανερός στόχος. Oι κλέφτες το είδαν απέξω κι έτρεξαν να το αδειάσουν. κρυφός O κύριος Δημήτρης ήταν φανερά λυπημένος από τη ληστεία του μαγαζιού του. Όλοι μπορούσαν να το καταλάβουν. Η ακαταστασία στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη φανέρωνε ότι είχαν μπει ληστές. δείχνω φα-νε-ρός Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
φανερώνω
φανερώνω, φανερώνομαι, ρήμα φανερός
φαντάζομαι
ρήμα φαντασία

