Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Υ"

Βρέθηκαν 61 Λήμματα [41 - 50]

υποκριτής, υποκρίτρια

[ο], [η]
Υποκριτή λέμε κάποιον που συμπεριφέρεται με ψεύτικο τρόπο κι όχι όπως πραγματικά είναι και σκέφτεται. Συμπεριφέρεται με υποκρισία.
υποκρισία
υ-πο-κρι-τής

υπολογίζω

υπολογίζω, υπολογίζομαι, ρήμα
1) Όταν υπολογίζεις κάτι, το μετράς, το λογαριάζεις. 2) «Υπολογίζω ότι θα έχω τελειώσει τα μαθήματά μου σε δύο ώρες» είπε η Αθηνά στην κυρία Μαργαρίτα. Εκτιμώ. 3) «Δε με υπολογίζεις καθόλου τελευταία» παραπονέθηκε η Αθηνά στον Κώστα. Δε με σκέφτεσαι, δε μου δίνεις σημασία.
1) O Κώστας υπολογίζει πόσα χρήματα ξοδεύει κάθε βδομάδα.
O υπολογιστής μάς βοηθάει να κάνουμε διάφορα πράγματα πιο γρήγορα και πιο εύκολα: να γράφουμε, να κάνουμε λογαριασμούς και να σχεδιάζουμε.
ηλεκτρονικός υπολογιστής, κομπιούτερ
υ-πο-λο-γί-ζω

υπολογιστής

[ο], ουσιαστικό
υπολογίζω

υπόλοιπο

[το], ουσιαστικό
Η Αθηνά μέτρησε το υπόλοιπο των χρημάτων που είχε στην τσέπη της, δηλαδή μέτρησε τα χρήματα που δεν είχε ξοδέψει, που της είχαν μείνει.
υπόλοιπος
υ-πό-λοι-πο

υπόλοιπος, υπόλοιπη, υπάλοιπο

επίθετο
«Oι υπόλοιποι μαθητές θα διαβάσουν αύριο τις εργασίες τους» είπε η δασκάλα. Δηλαδή οι μαθητές που έχουν μείνει.
υπόλοιπο
υ-πό-λοι-πος

υπομονή

[η], ουσιαστικό
Όταν κάνεις υπομονή, περιμένεις να γίνει κάτι χωρίς να βιάζεσαι και χωρίς να γκρινιάζεις.
O κύριος Γιάννης περίμενε με υπομονή στην ουρά, μέχρι να έρθει η σειρά του να πληρώσει στην τράπεζα.
Ήταν πολύ υπομονετικός.
υ-πο-μο-νή

υποπτεύομαι

ρήμα
Όταν υποπτεύεσαι κάποιον, νομίζεις ότι έχει κάνει κάτι που δεν είναι καλό, δεν είναι νόμιμο.
Η αστυνομία υποπτεύεται κάποιους για τη ληστεία στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη και ψάχνει να τους βρει.
υποψιάζομαι
Oι ύποπτοι για τη ληστεία είναι τρεις άνδρες που μένουν στη γειτονιά.
υ-πο-πτεύ-ο-μαι

ύποπτος, ύποπτη, ύποπτο

επίθετο
υποπτεύομαι

υπόστεγο

[το], ουσιαστικό
Το υπόστεγο είναι ένας μικρός χώρος που έχει στέγη κι είναι ανοιχτός γύρω γύρω. Όταν είμαστε κάτω από ένα υπόστεγο, δε βρεχόμαστε και μπορούμε να βλέπουμε τι συμβαίνει γύρω μας.
υ-πό-στε-γο

υπόσχεση

[η], ουσιαστικό
Όταν δίνεις την υπόσχεσή σου, δίνεις το λόγο σου ότι θα κάνεις αυτό που έχεις συμφωνήσει. Το υπόσχεσαι.
Η Αθηνά κράτησε την υπόσχεση που έδωσε στη μαμά της και δε μάλωσε ξανά με τη φίλη της Ελένη.
υπόσχομαι
υ-πό-σχε-ση