Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 252 Λήμματα [71 - 80]

τζάμι

[το], ουσιαστικό
Το τζάμι είναι μία πλάκα από γυαλί που τη βάζουμε στις πόρτες ή τα παράθυρα. Τζάμι βάζουμε και πάνω σ' ένα τραπέζι ή ένα κάδρο για να το προστατέψουμε και να μη χαλάει εύκολα.
τζά-μι

τζάμπα

επίρρημα
1) Όταν σου δίνουν κάτι τζάμπα, σου το δίνουν, χωρίς να πληρώσεις. 2) «Σήμερα στη λαϊκή πουλούσαν το σπανάκι τζάμπα» είπε ο κύριος Μιχάλης στη θεία του. Το πουλούσαν πολύ φτηνά. 3) «Τζάμπα περιμένεις, Μιχάλη. O Δημήτρης δε θ' ανοίξει σήμερα το μαγαζί του» είπε ο κύριος Γιάννης. Χωρίς λόγο.
1) δωρεάν 3) άδικα, μάταια
τζά-μπα

τζατζίκι

[το], ουσιαστικό
Το τζατζίκι είναι μία σαλάτα που τη φτιάχνουμε με γιαούρτι, σκόρδο και αγγούρι.
τζα-τζί-κι

τζέντλεμαν

[ο], ουσιαστικό
O κύριος Γιάννης είναι ένας τζέντλεμαν. Έχει κομψή εμφάνιση και ευγενικούς τρόπους.
κύριος
τζέ-ντλε-μαν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

τζιν

[το], ουσιαστικό
1) Το τζιν είναι ένα χοντρό, βαμβακερό ύφασμα. Απ' αυτό φτιάχνουμε παντελόνια και φούστες. 2) Τζιν λέμε κι ένα παντελόνι που είναι φτιαγμένο απ' αυτό το ύφασμα.
1) O θείος Αλέκος φοράει συχνά πουλόβερ και τζιν παντελόνια.
τζιν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

τζίνι

[το], ουσιαστικό
1) Το τζίνι είναι ένα φανταστικό πλάσμα που μπορεί να μεταμορφώνεται σε άλλον άνθρωπο ή σε ζώο και να κάνει ό,τι του ζητήσει κάποιος. 2) Τζίνι λέμε και κάποιον που είναι πολύ έξυπνος και πολύ ικανός.
τζί-νι
'τα παραμύθια'

τζίτζικας

[ο], ουσιαστικό
1) O τζίτζικας είναι ένα μεγάλο έντομο που βγάζει ένα δυνατό, περίεργο ήχο. 2) Όταν λέμε ότι σκάει ο τζίτζικας έξω, εννοούμε ότι κάνει πολλή ζέστη.
τζί-τζι-κας
Λέμε και το τζιτζίκι.

τηγάνι

[το], ουσιαστικό
Το τηγάνι είναι ένα ρηχό, πλατύ και στρογγυλό μαγειρικό σκεύος από μέταλλο που έχει ένα χερούλι. Στο τηγάνι βάζουμε λάδι και τηγανίζουμε φαγητά.
Η κυρία Μαργαρίτα σκέφτηκε ότι αφού τηγάνισε την ομελέτα και λέρωσε το τηγάνι, καλό θα ήταν να φτιάξει και καμιά τηγανίτα που αρέσει στον Κώστα. Ήταν η μέρα των τηγανητών φαγητών.
τη-γά-νι
'η κουζίνα'

τηγανίζω

ρήμα
τηγάνι

τηγανίτα

[η], ουσιαστικό
τηγάνι