Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Τ"
τζάμι
[το], ουσιαστικό Το τζάμι είναι μία πλάκα από γυαλί που τη βάζουμε στις πόρτες ή τα παράθυρα. Τζάμι βάζουμε και πάνω σ' ένα τραπέζι ή ένα κάδρο για να το προστατέψουμε και να μη χαλάει εύκολα. τζά-μι
τζάμπα
επίρρημα 1) Όταν σου δίνουν κάτι τζάμπα, σου το δίνουν, χωρίς να πληρώσεις. 2) «Σήμερα στη λαϊκή πουλούσαν το σπανάκι τζάμπα» είπε ο κύριος Μιχάλης στη θεία του. Το πουλούσαν πολύ φτηνά. 3) «Τζάμπα περιμένεις, Μιχάλη. O Δημήτρης δε θ' ανοίξει σήμερα το μαγαζί του» είπε ο κύριος Γιάννης. Χωρίς λόγο. 1) δωρεάν 3) άδικα, μάταια τζά-μπα
τζατζίκι
[το], ουσιαστικό Το τζατζίκι είναι μία σαλάτα που τη φτιάχνουμε με γιαούρτι, σκόρδο και αγγούρι. τζα-τζί-κι
τζέντλεμαν
[ο], ουσιαστικό O κύριος Γιάννης είναι ένας τζέντλεμαν. Έχει κομψή εμφάνιση και ευγενικούς τρόπους. κύριος τζέ-ντλε-μαν -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τζιν
[το], ουσιαστικό 1) Το τζιν είναι ένα χοντρό, βαμβακερό ύφασμα. Απ' αυτό φτιάχνουμε παντελόνια και φούστες. 2) Τζιν λέμε κι ένα παντελόνι που είναι φτιαγμένο απ' αυτό το ύφασμα. 1) O θείος Αλέκος φοράει συχνά πουλόβερ και τζιν παντελόνια. τζιν -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τζίνι
[το], ουσιαστικό 1) Το τζίνι είναι ένα φανταστικό πλάσμα που μπορεί να μεταμορφώνεται σε άλλον άνθρωπο ή σε ζώο και να κάνει ό,τι του ζητήσει κάποιος. 2) Τζίνι λέμε και κάποιον που είναι πολύ έξυπνος και πολύ ικανός. τζί-νι 'τα παραμύθια'
τζίτζικας
[ο], ουσιαστικό 1) O τζίτζικας είναι ένα μεγάλο έντομο που βγάζει ένα δυνατό, περίεργο ήχο. 2) Όταν λέμε ότι σκάει ο τζίτζικας έξω, εννοούμε ότι κάνει πολλή ζέστη. τζί-τζι-κας Λέμε και το τζιτζίκι.
τηγάνι
[το], ουσιαστικό Το τηγάνι είναι ένα ρηχό, πλατύ και στρογγυλό μαγειρικό σκεύος από μέταλλο που έχει ένα χερούλι. Στο τηγάνι βάζουμε λάδι και τηγανίζουμε φαγητά. Η κυρία Μαργαρίτα σκέφτηκε ότι αφού τηγάνισε την ομελέτα και λέρωσε το τηγάνι, καλό θα ήταν να φτιάξει και καμιά τηγανίτα που αρέσει στον Κώστα. Ήταν η μέρα των τηγανητών φαγητών. τη-γά-νι 'η κουζίνα'
τηγανίζω
ρήμα τηγάνι
τηγανίτα
[η], ουσιαστικό τηγάνι

