Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Τ"
τσούζω
ρήμα Το οινόπνευμα τσούζει, όταν το βάζουμε στα χτυπήματά μας. O Κώστας έβαλε στην πληγή του λίγο οινόπνευμα και τώρα δεν αντέχει το τσούξιμο. τσουχτερός, τσούχτρα τσού-ζω
τσουκνίδα
[η], ουσιαστικό Η τσουκνίδα είναι ένα μικρό πράσινο φυτό. Αν το ακουμπήσουμε, το δέρμα μας κοκκινίζει και τσούζει. τσου-κνί-δα
τσουλήθρα
[η], ουσιαστικό Η τσουλήθρα είναι ένα από τα παιχνίδια που υπάρχουν στις παιδικές χαρές. Κάθεσαι στην κορυφή της και μετά γλιστράς με το σώμα σου προς τα κάτω. τσου-λή-θρα
τσουλούφι
[το], ουσιαστικό Το τσουλούφι είναι μία τούφα από μαλλιά που ξεχωρίζουν στο μπροστινό συνήθως μέρος του κεφαλιού. τσου-λού-φι
τσουλώ
τσουλώ και τσουλάω, ρήμα Όταν τσουλάς, γλιστράς πάνω σε κάτι. Η Αθηνά νιώθει πολύ όμορφα όταν τσουλάει στην τσουλήθρα της παιδικής χαράς. τσουλήθρα τσου-λώ
τσουρέκι
[το], ουσιαστικό Το τσουρέκι είναι ένα γλυκό και αφράτο ψωμί που φτιάχνουμε με αυγά, βούτυρο και γάλα. τσου-ρέ-κι
τσούρμο
[το], ουσιαστικό Ένα τσούρμο παιδιά έτρεχαν πίσω από τη δασκάλα και την παρακαλούσαν να πάνε εκδρομή. Πολλά παιδιά. τσούρ-μο -Προσοχή. Η λέξη δεν έχει πληθυντικό αριθμό.
τσουχτερός, τσουχτερή, τσουχτερό
επίθετο 1) Όταν κάνει τσουχτερό κρύο, έχει πάρα πολύ κρύο. 2) Τα λόγια του κυρίου Μιχάλη στα παιδιά ήταν τσουχτερά. Ήταν φαρμακερά και στεναχώρησαν τα παιδιά. τσούζω τσου-χτε-ρός
τσούχτρα
[η], ουσιαστικό Oι τσούχτρες κολυμπούν στη θάλασσα και αν μας ακουμπήσουν, το δέρμα μας κοκκινίζει και τσούζει. μικρή μέδουσα τσούζω τσού-χτρα
τυλίγω
τυλίγω, τυλίγομαι, ρήμα 1) Όταν τυλίγεις κάτι, το καλύπτεις γύρω γύρω με κάτι άλλο. 2) O Κώστας τύλιξε το χαλί για να το ανεβάσει ο κύριος Γιάννης στο πατάρι. 3) Η Αθηνά τυλίχτηκε με την κουβέρτα, γιατί έκανε κρύο. Σκεπάστηκε. 1) Η κυρία Μαργαρίτα τύλιξε το δώρο της Αθηνάς με χρωματιστό χαρτί. 2) ξετυλίγω τύλιγμα τυ-λί-γω

