Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 252 Λήμματα [21 - 30]

τάξη

[η], ουσιαστικό
1) Η τάξη σου είναι ο χώρος όπου κάνεις μάθημα στο σχολείο. 2) Τάξη λέμε και το σύνολο των μαθημάτων που πρέπει να διδασκόμαστε σε μία χρονιά. 3) Τάξη είναι όμως και όλοι οι μαθητές που παρακολουθούν τα ίδια μαθήματα για μία χρονιά. 4) Όταν όλα τα πράγματα στο δωμάτιό σου είναι τοποθετημένα στη θέση τους, υπάρχει τάξη.
2) Η έκτη τάξη είναι η πιο δύσκολη απ' όλες τις τάξεις του Δημοτικού. 3) Όλη η τρίτη τάξη επισκέφτηκε το μουσείο.
4) ακαταστασία
O Κώστας είναι πολύ τακτικός, πάντοτε έχει τάξη μέσα στο δωμάτιό του.
τακτοποιώ
άτακτος, ακατάστατος
τά-ξη
'στο σχολείο'

ταξί

[το], ουσιαστικό
Το ταξί είναι ένα αυτοκίνητο που μας μεταφέρει όπου θέλουμε κι εμείς πληρώνουμε γι' αυτό τον οδηγό.
Ο οδηγός του ταξί, λέγεται ταξιτζής.
τα-ξί
'η πόλη'
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό

ταξιδεύω

ρήμα
1) Όταν ταξιδεύεις, πηγαίνεις από τον τόπο που μένεις σ' έναν άλλο τόπο και μένεις εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα. 2) «Πού ταξιδεύεις πάλι, Αθηνά;» φώναξε η δασκάλα. Πού γυρνάει το μυαλό σου; Γιατί είσαι αφηρημένη;
Του θείου Τάκη του αρέσουν πολύ τα ταξίδια. Είναι ένας πρόθυμος ταξιδιώτης. O θείος Τάκης έχει ένα μεγάλο ταξιδιωτικό γραφείο στο Ηράκλειο.
τα-ξι-δεύ-ω

ταξίδι

[το], ουσιαστικό
ταξιδεύω

ταξιδιώτης, ταξιδιώτισσα

[ο], [η], ουσιαστικό
ταξιδεύω

ταξιτζής, ταξιτζού

[ο], [η], ουσιαστικό
ταξί

τάπα

[η], ουσιαστικό
Η τάπα είναι ένα κομμάτι από ξύλο ή φελλό, συνήθως στρογγυλό για να βουλώνουμε ένα άνοιγμα.
O θείος Αλέκος έβγαλε την τάπα για ν' αδειάσει την μπανιέρα.
τά-πα

ταπεινός, ταπεινή, ταπεινό

επίθετο
1) Όταν κάποιος είναι ταπεινός, δεν υπερηφανεύεται και δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. 2) Ταπεινό λέμε και κάτι ασήμαντο ή κάτι που δε μας εντυπωσιάζει.
2) Oι επτά νάνοι ζούσαν σ' ένα μικρό ταπεινό σπιτάκι.
1) σεμνός
Όταν ταπεινώνουμε κάποιον, τον προσβάλλουμε με πολύ άσχημο τρόπο.
τα-πει-νός

ταπεινώνω

ρήμα
ταπεινός

τάπερ

[το], ουσιαστικό
Το τάπερ είναι ένα πλαστικό ή γυάλινο δοχείο με καπάκι όπου βάζουμε τα τρόφιμα για να μένουν φρέσκα.
τά-περ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.