Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 512 Λήμματα [411 - 420]

σύμπτωση

[η], ουσιαστικό
Μα, τι περίεργη σύμπτωση! Η Ροζαλία χάθηκε την ίδια μέρα που την κυνήγησε ο σκύλος του κυρίου Μιχάλη. Μα τι περίεργο που έγιναν αυτά την ίδια μέρα!
σύ-μπτω-ση

συμφέρον

[το], ουσιαστικό
συμφέρω

συμφέρω

ρήμα
Όταν κάτι σε συμφέρει, είναι ωφέλιμο και χρήσιμο για σένα.
«Γιάννη, θ' αγοράσω αυτήν την τσάντα, γιατί με συμφέρει. Έχει καλή τιμή» είπε η κυρία Μαργαρίτα.
βλάπτω
«Αγόρασέ την, Μαργαρίτα. Κοίτα λίγο και το συμφέρον σου» είπε ο άντρας της.
συμ-φέ-ρω

συμφιλιώνω

συμφιλιώνω, συμφιλιώνομαι, ρήμα
Όταν συμφιλιώνεις κάποιους που έχουν μαλώσει, τους βοηθάς να ξαναγίνουν φίλοι.
μονοιάζω, φιλιώνω
συμ-φι-λι-ώ-νω

συμφορά

[η], ουσιαστικό
Συμφορά λέμε ένα μεγάλο κακό που έχει συμβεί.
συμ-φο-ρά

σύμφωνο

[το], ουσιαστικό
Τα β, γ, δ, είναι σύμφωνα, ενώ τα α, ε, ο είναι φωνήεντα.
φωνήεν
σύμ-φω-νο

συμφωνώ

ρήμα
1) Όταν συμφωνείς με κάποιον, έχεις την ίδια γνώμη μ' εκείνον. 2) Όταν δύο άνθρωποι συμφωνούν να κάνουν κάτι, δίνουν υπόσχεση ότι θα το κάνουν.
2) O Κώστας συμφώνησε με τον κύριο Γιάννη να πάει για μπάλα, αφού πρώτα διαβάσει.
1) διαφωνώ
Έκανε μία συμφωνία μαζί του. Σύμφωνα με όσα είπαν, έπρεπε πρώτα να διαβάσει και μετά να πάει στο γήπεδο.
συμ-φω-νώ

συναγερμός

[ο], ουσιαστικό
O συναγερμός είναι ένα σήμα που βγάζει ήχο ή φως και μας προειδοποιεί για κάτι.
O κύριος Δημήτρης κατάλαβε πως κάτι κακό συνέβαινε στο μαγαζί του, όταν άκουσε το συναγερμό να χτυπάει.
συ-να-γερ-μός

συναγωνίζομαι

ρήμα
O Κώστας και ο Ίγκλι συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα τρέξει πιο γρήγορα. Προσπαθεί ο ένας να ξεπεράσει τον άλλο στο τρέξιμο.
O συναγωνισμός δεν είναι εύκολος.
συ-να-γω-νί-ζο-μαι

συνάδελφος

[ο], [η], ουσιαστικό
Συνάδελφός μας είναι αυτός που κάνει την ίδια δουλειά με μας.
συ-νά-δελ-φος
Λέμε και η συναδέλφισσα.