Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 512 Λήμματα [291 - 300]

στέμμα

[το], ουσιαστικό
Το στέμμα είναι το κόσμημα που φορούν στο κεφάλι τους οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες.
στέμ-μα
'τα παραμύθια'

στεναχώρια

[η], ουσιαστικό
στεναχωρώ
Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Pοζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ.

στεναχωρώ

στεναχωρώ, στεναχωριέμαι, ρήμα
Όταν στεναχωρείς κάποιον, τον κάνεις να λυπάται. Όταν στεναχωριέσαι για κάτι, λυπάσαι.
O Κώστας στεναχωριέται που χτύπησε το πόδι του και δεν μπορεί να παίξει ποδόσφαιρο. Το χτύπημα τον στεναχωρεί.
θλίβω, λυπώ, ευχαριστώ
Η Αθηνά νιώθει στεναχώρια χωρίς τη Ροζαλία.
στε-να-χω-ρώ

στενεύω

ρήμα
στενός

στενοκέφαλος, στενοκέφαλη, στενοκέφαλο

επίθετο
στενός

στενός, στενή, στενό

επίθετο
1) Όταν κάτι είναι στενό, έχει μικρό πλάτος. 2) Ένας στενός συγγενής είναι ένας κοντινός συγγενής σου.
1) Το δρομάκι που οδηγεί στο σπίτι του θείου Αλέκου είναι πολύ στενό: μόνο άλογα μπορούν να περάσουν αλλά όχι αυτοκίνητα.
φαρδύς, πλατύς
1) Όταν κάτι στενεύει, γίνεται στενό. 2) Όταν φοράς κάτι πολύ στενό, σε στενεύει. 3) Ένας στενοκέφαλος άνθρωπος δε σκέφτεται πολύ έξυπνα ούτε ακούει τη γνώμη των άλλων.
στενόμακρος
στε-νός

στενοχωρώ

στενοχωρώ, στενοχωριέμαι, ρήμα
στεναχωρώ

στερεός, στερεή, στερεό

επίθετο
Όταν κάτι είναι στερεό, δεν είναι ούτε υγρό, όπως το νερό ούτε αέριο, όπως ο αέρας. Η γη, το χαρτί και το ξύλο είναι στερεά. Μπορούμε να τα πιάσουμε κι έχουν σχήμα.
στεριά
στε-ρε-ός

στερεοφωνικό

[το], ουσιαστικό
Το στερεοφωνικό είναι μία ηλεκτρική συσκευή που παίζει και γράφει μουσική.
στέρεο
στε-ρε-ο-φω-νι-κό

στερεώνω

στερεώνω, στερεώνομαι, ρήμα
στερεός