Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 512 Λήμματα [231 - 240]

σπαζοκεφαλιά

[η], ουσιαστικό
σπάζω

σπάζω

σπάζω και σπάω, ρήμα
1) O Κώστας έριξε το αγαπημένο βάζο της κυρίας Μαργαρίτας και το έσπασε. Δηλαδή το έκανε κομμάτια. Το βάζο έσπασε με θόρυβο και τα κομμάτια του πετάχτηκαν παντού. 2) Η Αθηνά κόντεψε να σπάσει το πόδι της, όταν έπεσε από το ποδήλατο. Κόντεψε να το χτυπήσει σοβαρά. 3) Τα νεύρα της Αθηνάς έσπασαν, που δεν μπορούσε να βρει τη Ροζαλία. Μετά όμως έσπασε το κεφάλι της για να σκεφτεί πού θα μπορούσε να είναι. Φοβήθηκε μήπως την πειράξει κανείς για να σπάσει πλάκα.
Το πρόβλημα με τη Ροζαλία είναι μία σπαζοκεφαλιά για την Αθηνά. Δεν μπορούσε να το λύσει.
σπάσιμο
σπά-ζω
Πότε λέμε ότι κάποιον τον έχουν σπάσει στο ξύλο;

σπαθί

[το], ουσιαστικό
1) Το σπαθί είναι ένα μακρύ όπλο σε σχήμα μαχαιριού. 2) O θείος Τάκης είναι άνθρωπος σπαθί κι ό,τι έχει κερδίσει, το έχει κερδίσει με το σπαθί του. Δε λέει ψέματα κι έχει πετύχει στη ζωή με την αξία του.
1) ξίφος
σπα-θί
'παραμύθια'

σπανάκι

[το], ουσιαστικό
Το σπανάκι είναι ένα λαχανικό με πλατιά, σκούρα πράσινα φύλλα.
σπανακόπιτα, σπανακόρυζο
σπα-νά-κι

σπάνιος, σπάνια, σπάνιο

επίθετο
Όταν κάτι είναι σπάνιο, υπάρχει σε μικρό αριθμό, γίνεται λίγες φορές ή το βρίσκουμε δύσκολα.
O κύριος Δημήτρης κάνει συλλογή από σπάνια παλιά νομίσματα που δεν κυκλοφορούν πια.
συχνός
σπά-νι-ος

σπαρταρώ

σπαρταρώ και σπαρταράω, ρήμα
1) Ένα ψάρι σπαρταράει, όταν είναι έξω από το νερό. Τινάζεται από εδώ κι από εκεί πριν πεθάνει. 2) Η Ελένη άκουσε το αστείο του Νίκου και σπαρταράει από τα γέλια. Χτυπιέται από τα γέλια.
σπαρ-τα-ρώ

σπασίκλας, σπασίκλα

[ο], [η], ουσιαστικό
Όταν κάποιος διαβάζει συνέχεια χωρίς να ασχολείται και με άλλα πράγματα, τον κοροϊδεύουμε και τον λέμε σπασίκλα.
σπα-σί-κλας

σπατάλη

[η], ουσιαστικό
σπαταλώ

σπάταλος, σπάταλη, σπάταλο

επίθετο
σπαταλώ

σπαταλώ

σπαταλώ και σπαταλάω / σπαταλιέμαι, ρήμα
Όταν σπαταλάς κάτι, το ξοδεύεις χωρίς μέτρο και άσκοπα.
«Αν σπαταλάς έτσι το νερό, θα πληρώσουμε πολλά» είπε ο κύριος Μιχάλης στη θεία του.
«Είσαι πολύ σπάταλη, θεία!» συμπλήρωσε και κάνεις μεγάλη σπατάλη νερού» συνέχισε.
σπα-τα-λώ