Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 512 Λήμματα [181 - 190]

σκυτάλη

[η], ουσιαστικό
Η σκυτάλη είναι ένα μικρό ξύλινο ραβδί που κρατούν οι αθλητές στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας.
Στη σκυταλοδρομία αθλητές από την ίδια ομάδα μοιράζονται μία μεγάλη απόσταση δρόμου. Όταν τελειώσει τη διαδρομή που έχει να κάνει ο κάθε αθλητής, δίνει τη σκυτάλη στον επόμενο.
σκυ-τά-λη

σκυφτός, σκυφτή, σκυφτό

επίθετο
σκύβω

σλιπ

[το], ουσιαστικό
Το σλιπ είναι το εσώρουχο που φορούν οι άντρες και οι γυναίκες κάτω από τη μέση τους.
βρακί, σώβρακο
σλιπάκι
σλιπ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

σλίπιν-μπαγκ

[το], ουσιαστικό
Το σλίπιν-μπαγκ είναι ένα ζεστό πάπλωμα που το τυλίγουμε και το βάζουμε σε σάκο. Το χρησιμοποιούμε συνήθως στα ταξίδια, όταν κοιμόμαστε έξω ή σε σκηνή.
υπνόσακος
σλί-πιν μπαγκ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

σμήνος

[το], ουσιαστικό
1) Το σμήνος είναι ένα πλήθος από μέλισσες, σφήγκες ή πουλιά. 2) Σμήνος λέμε και την ομάδα πολεμικών αεροπλάνων.
1) σμάρι
σμή-νος

σνακ

[το], ουσιαστικό
Το σνακ είναι ένα πρόχειρο γεύμα, κάτι που μπορείς να φας γρήγορα κι εύκολα, όπως τα σάντουιτς και τα μπισκότα.
σνακ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

σοβαρεύω

ρήμα
σοβαρός

σοβαρός, σοβαρή, σοβαρό

επίθετο
1) Όταν κάποιος είναι σοβαρός, δεν κάνει αστεία, ούτε γελάει και σκέφτεται πολύ πριν πει ή πριν κάνει κάτι. 2) O κύριος Γιάννης λέει πως η ειρήνη στον κόσμο είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα. Η ειρήνη είναι πολύ σημαντικό θέμα.
1) Όταν είσαι σοβαρός, έχεις σοβαρότητα. 2) Όταν σοβαρεύεις, γίνεσαι σοβαρός.
σο-βα-ρός

σόγια

[η], ουσιαστικό
Η σόγια είναι ένα φυτό που το τρώμε συχνά αντί για κρέας.
Σε κάθε νηστεία η κυρία Μαργαρίτα μαγειρεύει σόγια.
σογιέλαιο
σό-για

σόδα

[η], ουσιαστικό
1) Η σόδα είναι μία άσπρη σκόνη που τη βάζουμε στα γλυκά και στα φαγητά. 2) Η σόδα είναι κι ένα αναψυκτικό που το πίνουμε για να χωνέψουμε, όταν έχουμε φάει πολύ.
σό-δα