Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 512 Λήμματα [161 - 170]

σκοτεινός, σκοτεινή, σκοτεινό

επίθετο
1) Ένα σκοτεινό δωμάτιο δεν έχει πολύ φως. 2) Όταν φοράς σκοτεινά χρώματα, φοράς ρούχα με σκούρο χρώμα.
1) Όταν κόπηκε το ρεύμα, όλα τα δωμάτια ήταν σκοτεινά και δεν έβλεπε κανείς.
2) σκούρος, φωτεινός, ανοιχτός
1) Όταν ένα σπίτι είναι σκοτεινό, είναι μέσα στο σκοτάδι. 2) Όταν σκοτεινιάζει, πέφτει ο ήλιος κι έρχεται το βράδυ. 3) Όταν ένα δωμάτιο σκοτεινιάζει, γίνεται σκοτεινό.
νυχτώνει, σουρουπώνει, βραδιάζει, χαράζει, ξημερώνει, φέγγει
σκο-τει-νός

σκοτώνω

σκοτώνω, σκοτώνομαι, ρήμα
1) Όταν σκοτώνω κάποιον, τον κάνω να μη ζει πια, επειδή το θέλω ή και κατά λάθος. 2) O κύριος Γιάννης σκοτώνεται στη δουλειά. Κουράζεται πολύ! 3) O Νίκος ξέχασε τα κλειδιά του και σκοτώνει την ώρα του περπατώντας, μέχρι να γυρίσει η μαμά του. Το κάνει για να περάσει η ώρα του.
1) θανατώνω
Αυτή η δουλειά είναι σκότωμα, είναι πολύ κουραστική.
σκο-τώ-νω

σκουλαρίκι

[το], ουσιαστικό
Tο σκουλαρίκι είναι ένα κόσμημα που φοριέται στο αυτί.
σκου-λα-ρί-κι
Δες κόσμημα

σκουλήκι

[το], ουσιαστικό
Tο σκουλήκι είναι ένα μικρό ζώο με μαλακό, λεπτό και μακρύ σώμα. Δεν έχει πόδια, σέρνεται και ζει στο χώμα.
Όταν ένα φρούτο σκουληκιάζει, βγάζει σκουλήκια.
σκου-λή-κι

σκουληκιάζω

ρήμα
σκουλήκι

σκουντούφλης, σκουντούφλα

[ο], [η], ουσιαστικό
σκουντουφλώ

σκουντουφλώ

σκουντουφλώ και σκουντουφλάω, ρήμα
Όταν κάποιος σκουντουφλά, σκοντάφτει, επειδή ζαλίζεται, είναι μεθυσμένος ή νυστάζει.
Όταν είσαι σκουντούφλης, σκουντουφλάς συχνά.
σκου-ντου-φλώ

σκουντώ

σκουντώ και σκουντάω, ρήμα
Όταν σκουντάς κάποιον ή κάτι, τον σπρώχνεις με τον αγκώνα ή με τον ώμο σου.
O Κώστας έδωσε ένα δυνατό σκούντημα στην Αθηνά.
σκου-ντώ

σκούπα

[η], ουσιαστικό
Η σκούπα έχει ένα ξύλο για να την πιάνουμε, το σκουπόξυλο, και μία βούρτσα για να διώχνουμε τη σκόνη και τα σκουπίδια από το πάτωμα ή από το έδαφος. Υπάρχουν και ηλεκτρικές σκούπες που λειτουργούν με ρεύμα.
Η θεία Κατερίνα σκουπίζει κάθε μέρα το σπίτι. Το καθαρίζει με τη σκούπα. Τα ψίχουλα από το χαλί όμως τα καθαρίζει με το ηλεκτρικό σκουπάκι.
σκού-πα

σκουπίδι

[το], ουσιαστικό
1) Σκουπίδι λέμε καθετί άχρηστο ή βρόμικο που πετάμε. Όταν πετάς κάτι στα σκουπίδια, το ρίχνεις σ' ένα δοχείο για τα άχρηστα πράγματα. 2) «Τα σκουπίδια δεν πέρασαν εδώ και τρεις μέρες και ο δρόμος είναι βρόμικος!» παραπονέθηκε η κυρία Μαργαρίτα. Το σκουπιδιάρικο δεν πέρασε.
Oι σκουπιδιάρηδες είναι υπάλληλοι του δήμου που μαζεύουν τα σκουπίδια από τους σκουπιδοτενεκέδες του δρόμου και τα ρίχνουν σ' ένα μεγάλο φορτηγό, το σκουπιδιάρικο.
σκου-πί-δι