Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 512 Λήμματα [141 - 150]

σκίουρος

[ο], ουσιαστικό
O σκίουρος είναι ένα μικρό ζώο του δάσους με κοκκινωπή γούνα. Έχει μία μεγάλη φουντωτή ουρά, πιο μεγάλη από το υπόλοιπο σώμα.
σκί-ου-ρος

σκίσιμο

[το], ουσιαστικό
σκίζω

σκίτσο

[το], ουσιαστικό
Η θεία Κατερίνα είπε στην Αθηνά πως όταν μεγαλώσει λίγο θα της μάθει να φτιάχνει σκίτσα, δηλαδή θα της μάθει να σχεδιάζει γρήγορα με μολύβι.
Η Αθηνά θα μάθει να σκιτσάρει, δηλαδή να κάνει σκίτσα. Όταν μεγαλώσει, θα γίνει ζωγράφος ή σκιτσογράφος.
σκί-τσο

σκλάβος, σκλάβα

[ο], [η], ουσιαστικό
Παλιότερα υπήρχαν σκλάβοι που δούλευαν για κάποιον άλλο χωρίς να πληρώνονται και ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν ό,τι ήθελε ο αφέντης τους, γιατί αλλιώς τους περίμενε τιμωρία.
1) Όταν κάποιος είναι σκλάβος, ζει μέσα στη σκλαβιά. 2) Όταν σκλαβώνεις κάποιον, τον κάνεις σκλάβο σου.
φυλακίζω, ελευθερώνω
σκλά-βος

σκλαβώνω

σκλαβώνω, σκλαβώνομαι, ρήμα
σκλάβος

σκληραίνω

ρήμα
σκληρός

σκληρός, σκληρή, σκληρό

επίθετο
1) Όταν κάτι είναι σκληρό, όπως τα μέταλλα και το ξύλο, δε λυγίζει, δε σπάει ή δεν κόβεται εύκολα. 2) Όταν τα μαλλιά μας, το δέρμα μας ή ένα ύφασμα είναι σκληρά, δε μας είναι ευχάριστο να τα χαϊδεύουμε ή να τ' αγγίζουμε. 3) Η βασίλισσα ήταν πολύ σκληρή με τη Χιονάτη. Η βασίλισσα δεν ήταν καθόλου καλή με τη Χιονάτη.
1) μαλακός 2) απαλός, μαλακός 3) κακός
1) Όταν κάποιος είναι σκληρός, φέρεται με σκληρότητα. 2) Όταν κάτι σκληραίνει, γίνεται σκληρό. 3) Πολλοί άνθρωποι φέρονται σκληρά στα ζώα, δηλαδή τα τυραννούν.
μαλακώνω
σκλη-ρός
Πότε λέμε ότι κάποιος είναι σκληρό καρύδι;

σκοινάκι

[το], σκοινάκι και σχοινάκι, ουσιαστικό
σκοινί

σκοινί

[το], σκοινί και σχοινί, ουσιαστικό
Το σκοινί είναι ένα λεπτό ή χοντρό κορδόνι, φτιαγμένο από πολλά λεπτά νήματα που τα έχουν στρίψει όλα μαζί. Με το σκοινί δένουμε πακέτα και στερεώνουμε ή κρεμάμε αντικείμενα.
O Κώστας και η Αθηνά έδεσαν τη βάρκα μ' ένα σκοινί σ' ένα βράχο.
Στο διάλειμμα τα κορίτσια παίζουν σκοινάκι.
σκοι-νί

σκόνη

[η], ουσιαστικό
1) Η σκόνη είναι πολύ ψιλό και ξεραμένο χώμα. Είναι τόσο ελαφρύ, που κυκλοφορεί στον αέρα μέχρι να ακουμπήσει κάπου, όπως στο πάτωμα ή στα έπιπλα. 2) Αγοράζουμε γάλα, κανέλα ή σαπούνι σε σκόνη, δηλαδή ξεραμένα και τριμμένα. 3) «Τους κάναμε σκόνη στο ποδόσφαιρο!» φώναξε ο Κώστας, δηλαδή νικήσαμε με μεγάλη ευκολία.
1) Η Χιονάτη τίναξε τα χαλιά του σπιτιού για να φύγουν οι σκόνες.
ξεσκονίζω, ξεσκονόπανο
σκό-νη