Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ρ"
ρυάκι
[το], ουσιαστικό Το ρυάκι είναι ένα πολύ μικρό ποτάμι. µγαίνει κι αυτό από μία πηγή, είναι όμως πολύ πιο μικρό. ρυ-ά-κι
ρύζι
[το], ουσιαστικό Το ρύζι είναι ένα δημητριακό που φυτρώνει σε γη σκεπασμένη με νερό. Το τρώμε βραστό. 1) Με ρύζι, γάλα, ζάχαρη και κανέλα φτιάνουμε ένα γλυκό, το ρυζόγαλο. 2) Όταν μαγειρέψουμε το ρύζι με αρακά, καλαμπόκι και άλλα υλικά, φτιάχνουμε ριζότο. ρύ-ζι Aπό τι φτιάχνεται το λαχανόρυζο;
ρυθμίζω
ρυθμίζω, ρυθμίζομαι, ρήμα 1) Όταν ρυθμίζεις ένα μηχάνημα, το κάνεις να λειτουργεί καλά ή όπως εσύ θέλεις. 2) Όταν ρυθμίζεις ένα θέμα, το οργανώνεις έτσι ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα μ' αυτό. 1) Η Αλίκη ρύθμισε το ξυπνητήρι της για να ξυπνήσει νωρίς και να διαβάσει λίγο πριν το διαγώνισμα. 2) O κύριος Γιάννης ρύθμισε τη δουλειά του έτσι ώστε να έχει χρόνο για την οικογένειά του. 2) τακτοποιώ κανονίζω ρυθμός ρυθ-μί-ζω
ρυθμός
[ο], ουσιαστικό Η Αθηνά χόρευε στο ρυθμό της μουσικής. Πότε γρήγορα, πότε αργά. Ακολουθούσε στο σωστό χρόνο τους ήχους της μουσικής. ρυθμίζω ρυθ-μός
ρυτίδα
[η], ουσιαστικό Oι παππούδες και οι γιαγιάδες έχουν πολλές ρυτίδες στο πρόσωπό τους, γιατί όσο μεγαλώνουμε το δέρμα μας στεγνώνει και ζαρώνει. Το δέρμα τους δεν είναι φρέσκο και λείο, είναι ρυτιδιασμένο, δηλαδή γεμάτο ρυτίδες. ρυ-τί-δα
ρυτιδιασμένος, ρυτιδιασμένη, ρυτιδιασμένο
μετοχή ρυτίδα
ρώγα
[η], ουσιαστικό 1) Κάθε τσαμπί σταφύλι έχει πολλές ρώγες. Μέσα στις ρώγες βρίσκονται τα κουκούτσια του σταφυλιού. 2) Στην άκρη κάθε στήθους έχουμε μία ρώγα. Από τη ρώγα του γυναικείου στήθους βγαίνει το γάλα που βυζαίνουν τα μωρά. ρώ-γα
ρωτώ
ρωτώ και ρωτάω, ρήμα Όταν ρωτάς κάποιον κάτι, ζητάς να μάθεις κάποια πληροφορία. Η κακιά βασίλισσα ρωτούσε κάθε μέρα τον καθρέφτη της ποια είναι η ομορφότερη. Η βασίλισσα έκανε κάθε μέρα την ίδια ερώτηση. ρω-τώ

