Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 500 Λήμματα [431 - 440]

πρόοδος

[η], ουσιαστικό
Παλιά ταξιδεύαμε πάνω σ' ένα άλογο ή ένα γάιδαρο. Τώρα ταξιδεύουμε πιο γρήγορα μέσα σε αυτοκίνητα, τρένα και αεροπλάνα. Κάνουμε πρόοδο. Γινόμαστε όλο και καλύτεροι.
πρό-ο-δος

πρόπερσι

επίρρημα
Πρόπερσι είναι δύο χρόνια πριν από το φετινό χρόνο.
«Πρόπερσι το καλοκαίρι πήγαμε στη Σπάρτη, πέρυσι πήγαμε στην Κρήτη, φέτος είναι η σειρά της Σπάρτης λοιπόν» είπε ο Κώστας.
πρό-περ-σι

προπονώ

προπονώ, προπονούμαι, ρήμα
Όταν προπονείσαι, γυμνάζεσαι τακτικά και προετοιμάζεσαι σ' ένα άθλημα για να είσαι όσο γίνεται καλύτερος στους αγώνες.
O Κώστας προπονείται κάθε Σάββατο στο ποδόσφαιρο.
1) Όταν προπονείσαι, κάνεις προπόνηση. 2) Αυτός που προπονεί μία ομάδα λέγεται προπονητής.
προ-πο-νώ

προσβάλλω

προσβάλλω, προσβάλλομαι, ρήμα
Όταν προσβάλλεις κάποιον, κάνεις ή λες κάτι που τον κάνει να αισθανθεί πολύ άσχημα.
Η θεία του κυρίου Μιχάλη είπε πως το γλυκό που την κέρασε η κυρία Μαργαρίτα δεν τρωγόταν. Την πρόσβαλε πολύ άσχημα.
Η κυρία Μαργαρίτα θύμωσε με την προσβολή που της έγινε.
προ-σβάλ-λω

προσγειώνομαι

ρήμα
Όταν ένα αεροπλάνο φτάνει στον προορισμό του, δηλαδή εκεί που ήθελε να φτάσει, προσγειώνεται, δηλαδή κατεβαίνει μέχρι το έδαφος, ακουμπάει με τους τροχούς του στην πίστα του αεροδρομίου, προχωρά σ' αυτήν για λίγο και τελικά σταματάει.
απογειώνομαι
Όταν τ' αεροπλάνα αρχίζουν να κατεβαίνουν προς τη γη, αρχίζει η προσγείωση. Τ' αεροπλάνα προσγειώνονται στο διάδρομο προσγείωσης.
απογείωση
προ-σγει-ώ-νο-μαι

προσγείωση

[η], ουσιαστικό
προσγειώνομαι

προσευχή

[η], ουσιαστικό
Όταν κάνεις προσευχή, μιλάς στο Θεό για να του ζητήσεις κάτι ή για να τον ευχαριστήσεις για κάτι.
Όταν κάνεις προσευχή, προσεύχεσαι.
προ-σευ-χή

προσεύχομαι

ρήμα
προσευχή

προσέχω

ρήμα
1) Όταν προσέχεις αυτά που σου λέει κάποιος, ενδιαφέρεσαι γι' αυτά και τον ακούς μ' ενδιαφέρον. 2) Όταν προσέχεις, είσαι συγκεντρωμένος σ' αυτό που κάνεις και το κάνεις καλά. 3) Όταν προειδοποιείς κάποιον για ένα κίνδυνο, του λες «πρόσεχε!». 4) Όταν προσέχεις κάποιον, είσαι κοντά του και φροντίζεις να μην πάθει τίποτα.
1) Η Αθηνά προσέχει πολύ στο μάθημα, δεν είναι αφηρημένη. 2) O Κώστας δεν προσέχει πάντα, όταν παίζει. Χθες κλότσησε την μπάλα κι έσπασε ένα βάζο.
Η Αθηνά παρακολουθεί με προσοχή το μάθημα. Είναι πολύ προσεκτική στην τάξη. O Κώστας όμως δεν είναι προσεκτικός, κάνει αταξίες.
απρόσεκτος, αφηρημένος
προ-σέ-χω

πρόσθεση

[η], ουσιαστικό
προσθέτω